Αποχαιρετισμός

325 18 12
                                    

*Βρισκόμαστε μετά το θάνατο της Θεοφανώς στα γεγονότα του 73ου επεισοδίου της σειράς και θα ακολουθήσουμε παρέα την ζωή του Αντρέι μετά το χαμό της. Enjoy! *

Ο Αντρέι ντύθηκε μηχανικά. Κούμπωσε το μαύρο του πουκάμισο κοιτώντας το κενό. Δεν ένιωθε τίποτα. Ένιωθε κενός, παγωμένος. Από την ώρα που την άφησε από τα χέρια του, ήταν σαν να χάθηκε η επαφή του με τον κόσμο. Χθες, με το ζόρι μπόρεσαν να πάρουν το άψυχο σώμα της Θεοφανώς από την αγκαλιά του. Δεν ήθελε να την αφήσει. Της είχε υποσχεθεί ότι δεν θα την αφήσει μόνη. Φοβόταν μόνη της, πώς του ζητούσαν να την αφήσει; Ήξερε ότι οι σκέψεις του δεν είχαν λογική. Οι νεκροί δεν νιώθουν, δεν μπορούν να φοβηθούν. Μα η Θεοφανώ του δεν ήταν νεκρή. Δεν ήταν δυνατόν να είναι νεκρή. Του το υποσχέθηκε, πώς ήταν δυνατόν να τον άφησε μόνο; Ένας χτύπος στην πόρτα, τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Μπήκε αργά ο Κοσμάς μέσα στον οντά του.

«Αντρέι, πλησιάζει η ώρα...»
«Σε ευχαριστώ Κοσμά, κατεβαίνω...»

Τον κοίταξε σαν να ήθελε να του πει κάτι ακόμα όμως κούνησε απλά το κεφάλι του και τον άφησε ξανά μόνο. Μόνο... είχε μάθει στη μοναξιά μα πλέον αυτή η μοναξιά του φάνταζε αλλιώτικη. Πιο παγωμένη, λες κι ο κόσμος είχε πάψει πια να έχει ζεστασιά και χρώμα.
Πήρε το πανωφόρι του και κατέβηκε αργά προς το δωμάτιο που ετοίμαζαν τη Θεοφανώ. Τότε την είδε. Ξεκουραζόταν στο ξύλινο φέρετρο της με τη Μορφούλα και την Τσαντούλα να την στολίζουν. Της είχαν φορέσει το νυφικό της. Εκείνος τους το είχε ζητήσει. Μια φορά είχε προλάβει να τη δει νύφη. Πόσο όμορφη ήταν μα και πόσο δυστυχισμένη. Δεν άντεχε να την βλέπει να κλαίει τότε στον οντά της. Εκείνη η αγκαλιά ήταν λες και γέμισε την ψυχή του. Δεν ήξερε τότε ότι κρατούσε όλο τον κόσμο μέσα στα χέρια του. Αν του επέτρεπε τότε να την βοηθήσει, όλα θα ήταν διαφορετικά. Δεν είναι όμως... και τώρα την βλέπει νύφη ξανά, όμως τώρα είναι ήρεμη. Έχει γαληνέψει πια.

«Αντρέι...», είπε η Τσαντούλα τρυφερά. Την κοίταξε. Είχε δάκρυα στα μάτια, δεν είχε σταματήσει να κλαίει, «Κόρη έχασα λεβέντη μου, τι θα κάνω τώρα χωρίς την Θεοφανώ μου;»
Ο Αντρέι την πήρε αγκαλιά, την ένιωθε να σπαράζει στον ώμο του.
«Τσαντούλα, Μορφούλα, αφήστε με μόνο μου μαζί της για λίγο σας παρακαλώ...», είπε αδύναμα.
Η Τσαντούλα του χάιδεψε απαλά, μητρικά την πλάτη και πήρε τη Μορφούλα, που με το ζόρι συγκρατούσε τα δάκρυα της, από το χέρι και βγήκαν έξω από το δωμάτιο κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω τους και αφήνοντας τον μόνο του με την Θεοφανώ.
Την πλησίασε αργά. Φαινόταν ήρεμη, σαν να μπορούσε επιτέλους να ξεκουραστεί από αυτά που την βάραιναν τόσο καιρό. Άγγιξε απαλά μια τούφα από τα μαλλιά της, λες και φοβόταν ότι θα την πονέσει, ότι θα την σπάσει. Μπορούσε ακόμα να θυμηθεί πώς ηρεμούσε στην αγκαλιά του κάθε βράδυ ενώ χάιδευε τα μαλλιά της στο μικρό σπίτι τους. Εκεί που έμελλε να κλειστεί όλη η ευτυχία τους.
«Είσαι πολύ όμορφη νύφη Θεοφανώ... Πάντα ήσουν όμορφη, από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Μια ομορφιά που πάντα θεωρούσες ότι είναι απλή και συνηθισμένη όμως δεν ήταν έτσι. Ό, τι ένιωθες μπορούσα να δω στα μάτια σου, από την πρώτη φορά που σε είδα. Θυμάσαι; Όλη η ομορφιά και η αλήθεια του κόσμου κρύφτηκαν στα μάτια σου, όλο το φως στο χαμόγελό σου. Τι μπορώ να κάνω σε έναν κόσμο που δεν θα ξαναχαθώ στο βλέμμα σου, που δεν θα αντικρίσω ξανά το χαμόγελό σου; Πρέπει να πάρεις την ευθύνη που δεν θα μπορέσω να κοιτάξω ξανά την θάλασσα χωρίς να σκέφτομαι τα μάτια σου, χωρίς να σκέφτομαι το ταξίδι που δεν προλάβαμε να κάνουμε. Μου υποσχέθηκες ότι δεν θα φύγεις κι όμως δεν είσαι εδώ πια. Έκλεψες την καρδιά μου και τώρα έφυγες και πρέπει να μάθω να ζω χωρίς εσένα. Πώς να το κάνω αυτό Θεοφανώ; Πού πας κορίτσι μου; Πάλι μου έφυγες και πρέπει να σε ψάξω. Θα σε βρω ξανά όμως, πάντα θα σε βρίσκω. Περίμενέ με, σε παρακαλώ.»

Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι έκλαιγε μέχρι που ένιωσε την υγρασία στα μάγουλά του. Τα σκούπισε γρήγορα, μην πέσουν πάνω της και την ξυπνήσουν από τη γαλήνη της.

«Τώρα που έμαθα να λέω σ'αγαπώ στα ελληνικά, εσύ μου έφυγες.»

Ένα απαλό χαμόγελο εμφανίστηκε για λίγα δευτερόλεπτα αλλά χάθηκε ξανά.

« Και δεν έχει τίποτα νόημα πια, τώρα που δεν σε έχω στην αγκαλιά μου. Μάγισσα σε λέγανε και ίσως τελικά να είχαν δίκιο. Με μάγεψες και τώρα πρέπει να επιβιώσω χωρίς τη μαγεία που χάριζε η ύπαρξή σου στην ζωή μου. Όμως, αν με ακούς, θέλω να ξέρεις ότι δεν μετανιώνω. Δεν μετανιώνω για την ευτυχία που ένιωσα. Στο έχω ξαναπεί αυτό. Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, πάλι εσένα θα ήθελα για γυναίκα μου. Πάλι το όνομά σου θα φώναζε η καρδιά μου. Μια καρδιά που πίστευα ότι χτυπάει μόνο για να με τιμωρήσει που ήμουν ακόμα ζωντανός αλλά τελικά ήθελε απλά να με οδηγήσει σε εσένα. Μόνο που αν ήξερα... αυτή την φορά ίσως να προλάβαινα. Να σε έπαιρνα και να φεύγαμε. Να χτίσουμε το σπιτικό μας μακριά. Να μην ζούσαμε με κλεμμένο χρόνο.»

Ένιωσε έναν κόμπο να ανεβαίνει στο λαιμό του, οι λέξεις έβγαιναν πια με δυσκολία.

«Συγχώρεσέ με Θεοφανώ μου. Συγγνώμη που δεν πρόλαβα. Συγγνώμη που άργησα τόσο. Συγγνώμη που έζησες τόσο λίγο καιρό ελεύθερη, που δεν πρόλαβες να ζήσεις όπως ονειρευόσουν. Συγγνώμη που έφυγες τόσο άδικα από αυτό τον κόσμο που δεν εκτίμησε την ψυχή σου. Συγγνώμη που δεν πρόλαβα να σου δείξω την ανοιχτή θάλασσα και την Οδησσό, όπως σου υποσχέθηκα. Συγγνώμη για όλο τον πόνο που ένιωσες στην ζωή σου. Συγγνώμη που δεν σε προστάτεψα όπως σου άξιζε. Συγγνώμη που δεν πρόλαβες να δεις το τουφέκι σου να μεγαλώνει και που δεν σου χάρισα την κόρη που ονερευόμασταν. Συγγνώμη για όλες τις φορές που σε πλήγωσα. Συγγνώμη που δεν τα κατάφερα. Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με αγάπη μου.»

Πλέον δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του, οι λυγμοί του ήταν σπαρακτικοί μέσα στο παγωμένο δωμάτιο. Έπιασε τρυφερά το χέρι της, λες και φοβόταν ότι θα την πληγώσει. Χάιδεψε το μέτωπο της με το άλλο του χέρι και το φίλησε τρυφερά. Ένιωσε λες και δεν μπορούσε να ανασάνει από το κλάμα του, μα δεν μπορούσε να το σταματήσει. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, ήταν σαν να του καίει τα σωθικά.

«Θα έδινα τα πάντα για να ανοίξεις τα μάτια σου, για να ακούσω την φωνή σου να λέει ξανά το όνομά μου. Δεν αντέχω την σιωπή σου κορίτσι μου, σήκω, σε παρακαλώ. Έχουμε τόσα όνειρα, δεν πρόλαβες να ζήσεις ευτυχισμένη, πώς φεύγεις; Άνοιξε τα μάτια σου, δεν μου έμαθες ακόμα να χορεύω Θεοφανώ, δεν σου έδειξα τον κόσμο, πώς φεύγεις χωρίς να έχεις προλάβει να ζήσεις; Δεν σε είδα να έρχεσαι σε εμένα στην εκκλησία, δεν σε είδα να χαμογελάς όταν μας ονομάζουν συζύγους, δεν πρόλαβε ο Φρίξος κι ο Κοσμάς να μας στεφανώσουν, ο Κανέλλος να βαφτίσει την κόρη μας. Σήκω, σε ικετεύω, κι ας πάρει εμένα ο Χάρος στην θέση σου. Δεν αντέχω να ζω σε έναν κόσμο που δεν υπάρχεις. Σε παρακαλώ, γύρνα πίσω.»

Για κάποια ώρα δεν ακουγόταν τίποτα άλλο πέρα από τους λυγμούς του Αντρέι. Σαν να είχε σιγήσει η πλάση ολόκληρη μπροστά στον πόνο του. Μέχρι τελευταία στιγμή πίστευε ότι θα ακούσει ξαφνικά την φωνή της, ότι όλο αυτό ήταν ένας εφιάλτης και τίποτα παραπάνω. Μα ο χειρότερος εφιάλτης είχε γίνει πλέον η ζωή του. Ανασήκωσε τον κορμό του και σκούπισε προσεκτικά τα δάκρυα που είχαν αγγίξει την Θεοφανώ του. Πήρε μικρά κυκλάμινα, που είχε ο ίδιος πει να φέρουν για να την στολίσουν, και τα έβαλε σιγά σιγά στα μαλλιά της.

«Φοβάμαι Θεοφανώ. Φοβάμαι ότι θα ξεχάσω το χάδι σου, την φωνή σου, τη μυρωδιά σου. Φοβάμαι πώς τα βράδια θα γυρεύω την αγκαλιά σου σε ένα άδειο κρεβάτι. Φοβάμαι ότι δεν θα ξανανιώσω τίποτα. Φοβάμαι γιατί δεν ξέρω ποιος είμαι χωρίς εσένα πια. Φοβάμαι γιατί... είναι λες και έκλεψες τα αστέρια από τον ουρανό, το χρώμα από την ζωή. Λες και χάθηκαν όλα όταν μου χάρισες την τελευταία σου πνοή, στο τελευταίο μας φιλί. Θα την κουβαλάω για όσο ζήσω μέσα μου, στο υπόσχομαι. Κι αυτή την υπόσχεση δεν θα την αθετήσω.»

Συνέχισε να βάζει λουλουδάκια στα μαλλιά της μέχρι που τελείωσαν όλα. Την χάζεψε για λίγο. Ήταν ό, τι πιο όμορφο και πολύτιμο είχε. Κι αυτό το υπέροχο πλάσμα του είχε χαρίσει την αγάπη της, μια αγάπη που δεν άξιζε. Θα είναι για πάντα ευγνώμων όμως που μπόρεσε να την νιώσει. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί που το είχε γράψει χθες το βράδυ, αφού ο ύπνος δεν θέλησε να τον πάρει ούτε για ένα λεπτό.

«Θυμάσαι το ποίημα που σου διάβαζα πλάι στο τζάκι στο αχουράκι μας; Ναι, ξέρω ότι δεν συμφωνείς αλλά ήταν αχούρι. Ήταν όμως δικό μας... Λοιπόν, στο έγραψα να το πάρεις μαζί σου, αφού τόσο πολύ σου άρεσε, για να σου κρατάει συντροφιά. Κι ίσως διαβάζοντας τα γράμματά μου να μην με ξεχάσεις μέχρι να έρθω να σε βρω, καρδιά μου.»

Το έβαλε στο φέρετρο πλάι της, χωρίς να χαλάσει την διάταξη των λουλουδιών γύρω της. Κανείς δεν θα το έβλεπε, μόνο για εκείνη ήταν έτσι κι αλλιώς.

«Να προσέχεις ψυχή μου. Ελπίζω ο κόσμος που πας να σου φερθεί καλύτερα από αυτόν που έζησες. Κι αν βρεις τη Νατάλια και το Λεβ, να τους πεις ότι τους συγχώρησα. Να πεις στην κόρη μου ότι την αγαπάω. Στο Μανώλη ότι θα φροντίζω εγώ την αδερφή του, την Αγάθη, να μην ανησυχεί. Στη Χάιδω ότι ο Κοσμάς ακόμα επισκέπτεται τον τάφο της και της αφήνει λουλούδια όταν δεν τον βλέπει κανείς. Στην Σοφία ότι την αγαπάω και την ευχαριστώ για όλα. Και... στον Τζανέτο και στην Χαριτίνη που ελπίζω να έσμιξαν ξανά... ότι το όραμα για την ελευθερία θα το συνεχίσω. Και θα τα καταφέρουμε. Συγγνώμη που δεν τους δικαίωσα αλλά θα προσπαθήσω να φέρω τις αξίες που ονειρεύτηκαν στην ζωή. Τους ευχαριστώ ακόμα κι αν δεν πρόλαβα να τους γνωρίσω όπως άξιζαν. Πολλά σου αναθέτω να κάνεις αλλά ξέρω ότι η καλόψυχη Θεοφανώ μου θα τα έκανε έτσι κι αλλιώς.»

Πήρε μια βαθιά ανάσα. Προσπάθησε να ηρεμήσει τον εαυτό του, να μπορέσει να αφήσει το χέρι της, που δεν θα άγγιζε ξανά. Έκλεισε τα μάτια του και για μια στιγμή έφερε την φωνή της στο μυαλό του. «Σ'αγαπάω» του ψιθύριζε και για λίγα δευτερόλεπτα μπόρεσε να αναπνεύσει ξανά. Άνοιξε ξανά τα μάτια του και την κοίταξε.

«Σε ευχαριστώ που υπήρξες Θεοφανώ. Σε ευχαριστώ που μου έδειξες πόσο φωτεινός είναι ο κόσμος μέσα από την ύπαρξη και το χαμόγελό σου. Σε ευχαριστώ που μου έδωσες την ευκαιρία να σε αγαπήσω. Μου λείπεις ήδη καρδιά μου. Σ'αγαπάω τώρα και για πάντα. Για πάντα, ακούς; Καλό ταξίδι αγάπη μου. Θα ανταμώσουμε ξανά. Κι ίσως τότε ο κόσμος να αποκτήσει ξανά νοήμα. Σ'αγαπάω.»
Ακούμπησε ελάχιστα τα χείλη του στα παγωμένα δικά της κι απομακρύνθηκε. Βγήκε από το δωμάτιο αργά και βρήκε τον Κανέλλο να τον περιμένει.

«Είσαι καλά, αγόρι μου;»

Ο Αντρέι τον κοίταξε με ένα βλέμμα χαμένο.

«Μην μου το ρωτάς αυτό», είπε κουρασμένα στον θείο του, « Δεν ξέρω τι σημαίνει πια.»

Ο Κανέλλος τον πήρε αγκαλιά με βουρκωμένα μάτια. Γιατί ήξερε ότι η ψυχή του Αντρέι σήμερα θα έμπαινε στο χώμα μαζί με την Θεοφανώ. Τον έτρωγαν οι τύψεις, συνεχώς σκεφτόταν πως αν δεν είχε ανακατευτεί τότε που της είχε πει να κρατηθεί μακριά του, ίσως τώρα να ζούσε. Να ζούσε η καλή του η Θεοφανώ, που σαν κόρη την έβλεπε εδώ και καιρό, με τον Αντρέι κάπου μακριά, ελεύθεροι κι ευτυχισμένοι. Σήμερα η ψυχή του σπάραζε για την Θεοφανώ μα κάποια δάκρυα θα πέσουν και για τον Αντρέι. Γιατί ήξερε ότι δεν θα τον έβλεπε να χαμογελάει ποτέ ξανά. Ο ίδιος του το εκμυστηρεύτηκε το προηγούμενο βράδυ μέσα στα κλάματα του, όταν πήγε στον οντά του για να δει πως είναι. Λίγο έμεινε και μετά του ζήτησε να φύγει για να μείνει στην σιωπή του. Μοιράστηκε όμως μαζί του πως της είχε πει ότι θα χαμογελάει μόνο σε εκείνη, γιατί εκείνη ήταν ο λόγος. Κι αυτός ο λόγος σήμερα θα αναπαυτεί στην γη που την γέννησε, στον τόπο που την μεγάλωσε και της φέρθηκε τόσο σκληρά και άδικα. Η γη σήμερα θα υποδεχόταν την Θεοφανώ Γερακάρη, μα στην πραγματικότητα θα υποδεχόταν την Θεοφανώ Σιντόροβα Λάσκαρη και τον άντρα της καρδιάς της, τον άντρα που την λάτρεψε όσο τίποτα στον κόσμο αυτό, Αντρέι Σιντόροφ Λάσκαρη.

*Αυτό ήταν το πρώτο κεφάλαιο, μου βγήκε αρκετά μεγάλο. Ελπίζω να σας άρεσε. Περιμένω τα σχόλιά σας! Ευχαριστώ πολύ για την ευκαιρία που δώσατε στην ιστορία μου. Τα λέμε (ελπίζω) στο επόμενο κεφάλαιο για να δούμε πώς είναι ο Αντρέι καθώς περνάει ο καιρός χωρίς τη Θεοφανώ *

Ήλιος και ΣελήνηWhere stories live. Discover now