Μια φορά.

461 21 1
                                    

Disclaimer : το παρακάτω one shot περιέχει graphic ερωτικές σκηνές, και λίγο triggering εκφράσεις.

Characters: Θεοφανώ x Αντρέι Σιντόροφ από την τηλεοπτική σειρά «Η Μάγισσα.»

Την ιδέα την εμπνεύστηκα από κάποια post what if στο Twitter αναφορικά με την σκηνή τους στο επεισόδιο 35.

I don't own any of the characters except the plot of this one shot.

Enjoy.

«Τι σου προκαλώ;» Τα μάτια του έλαμπαν σαν πυρακτωμένο κάρβουνο και η Θεοφανώ ένιωθε να την πλησιάζει όλο και παραπάνω.

«Οργή. Με εξοργίζεις..» του ανταπάντησε κοιτώντας τον ευθεία στα μάτια. Δεν απέστρεψε το βλέμμα της ούτε στιγμή αντίθετα το κόλλησε πάνω του.

«Πολύ καλά. Αφού σε εξοργίζω και στην πραγματικότητα εσύ με εκμεταλλεύτηκες και όχι το αντίθετο όπως μου υπονόησες δεν έχω κανένα λόγο να βρίσκομαι εδώ ή οπουδήποτε κοντά σου. Καληνύχτα Θεοφανώ. Θα έλεγα πως χάρηκα που σε γνώρισα αλλά δε θα ήταν αλήθεια.»

Ο Αντρέι κίνησε προς την πόρτα και πήγε να την ανοίξει για να βγει έξω όμως το χέρι της Θεοφανώς στο μπράτσο του τον σταμάτησε. Τον γύρισε προς το μέρος της τραβώντας τον για δεύτερη φορά.

«Δε μου προκαλεί εντύπωση που η γυναίκα σου αναζήτησε την αγκαλιά του καλύτερου σου φίλου. Είσαι ψυχρός σαν πάγος.» η φωνή της βγήκε συρτή σα του φιδιού όμως μετάνιωσε τα λόγια της αμέσως μόλις είδε το ανταριασμένο βλέμμα του.

«Τι είπες; Τι λες;» Της τράβηξε το μπράτσο βίαια φέρνοντας τα πρόσωπα τους πολύ κοντά τόσο που τα μέτωπα τους ακουμπούσαν. «Τι ασυναρτησίες είναι αυτές.» συνέχισε.

«Λεβ Γκριγκόροβιτς. Φίλος σου από το στρατό. Ο καλύτερος σου φίλος κιόλας. Φαντάσου πόσο απομονωμένη έπρεπε να ένιωθε ώστε να στραφεί εκεί.» συνέχισε απτόητη και ένιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι.

Πώς γινόταν να το ξέρει; Πώς το γνώριζε; Και γιατί συνέχιζε να του μιλάει; Τον προκαλούσε μέχρι εκεί ήταν εμφανές ωστόσο δε μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Τι ήθελε να πετύχει; Ήθελε και αυτός να την πονέσει, να την κάνει να χάσει τα λόγια της να της προκαλέσει ότι του προκαλούσε, να παίξει με το μυαλό της όπως συνέχιζε εκείνη χωρίς έλεος τον τελευταίο καιρό να παίζει με το δικό του τρυπώνοντας στις σκέψεις του ακόμα και τις πιο άσχετες ώρες, όπως όταν έτρωγε με τους Λασκαραίους, καθάριζε το άλογο του ή έβγαινε βόλτα με τον Μπακού και τον Κανέλλο. Ακόμα και όταν ο Διογένης του είπε ότι δέθηκε με τούτο τον τόπο το πρόσωπο της ξεπρόβαλε μπροστά του. Ήταν το πρώτο που είδε στη σκέψη ότι θα εγκατέλειπε τη Μάνη. Έπρεπε να την πονέσει. Όπως τον πονούσε και εκείνη.

Μια φορά. Where stories live. Discover now