«Λενιώ, δεν μου απάντησες...νόμιζες πως δεν θα 'ρθω;»

Η Ελένη σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Είχε όντως πιστέψει έστω και για μια στιγμή ότι δεν θα ερχόταν να την συναντήσει. Ντράπηκε για τον εαυτό της. Ένα δάκρυ δραπέτευσε από τα μάτια της και κατευθύνθηκε προς το μάγουλο της.

Ο Λάμπρος χάιδεψε το μάγουλο της και απομάκρυνε αυτό το μοναδικό δάκρυ, που φανέρωσε άθελα του τις σκέψεις της. Ο Λάμπρος κατάλαβε. Διάβασε μεμιάς το νου της.

«Θέλω να μου υποσχεθείς ότι δεν θα ξανά αμφισβητήσεις την αγάπη μου για σένα!» την μάλωσε τρυφερά

«Στο υπόσχομαι!» του επιβεβαίωσε και κατέβασε το κεφάλι

«Πάμε να κάτσουμε για λίγο στην κρυψώνα μας;» της πρότεινε

Η Ελένη έκλεισε το χέρι της μέσα στο δικό του, έμπλεξε τα δάχτυλα της με τα δικά του και τον έσπρωξε ελαφρά για να προχωρήσει.

«Πάμε...» του απάντησε

Περπάτησαν κατά μήκος της ρεματιάς. Της ρεματιά τους. Μόνο σε εκείνο το μέρος έβρισκαν τη γαλήνη που αποζητούσαν. Μόνο σε εκείνο το μέρος ήταν μόνοι τους, χωρίς καμία απαγόρευση, χωρίς κανένα «Όχι!». Μόνο σε εκείνο το μέρος ένιωθαν ελεύθεροι να κάνουν όλα όσα λαχταρούσε η καρδιά τους. Η ρεματιά είχε γίνει το κρυφό τους καταφύγιο. Και έτσι ξαφνικά, είχε γίνει δικιά τους. Σαν να τους άνηκε. Σαν να ήταν το σπίτι τους.

Έπειτα από λίγα λεπτά, έφτασαν στην ¨κρυψώνα τους¨, όπως την είχε ονομάσει ο Λάμπρος. Αυτή η κρυψώνα δεν ήταν παρά μόνο μια μικρή σπηλιά, καταχωνιασμένη ανάμεσα σε μερικά πανύψηλα και πολύ πυκνά δέντρα. «Πρέπει να είναι ιτιές», είχε σκεφτεί κάποια στιγμή η Ελένη αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να προσδιορίσει ακριβώς το είδος του δέντρου που σκέπαζε με τα φύλλα του τον έρωτα τους και που έκρυβε στα κλαδιά του τα λόγια αγάπης που αντάλλασσαν σε εκείνη τη μικρή γωνίτσα. Εξάλλου, τώρα πια δεν είχε καμία σημασία. Ο Λάμπρος σε λίγες ώρες θα έφευγε για την Αθήνα και αυτή η ¨κρυψώνα¨ θα έχανε τον τίτλο που της είχε δοθεί από τα δύο αυτά ερωτευμένα παιδιά. Θα μετονομαζόταν και πάλι σε ¨σπηλιά¨.

Το καλοκαίρι σιγά σιγά τελείωνε και σε λίγες μέρες θα έδινε τη θέση του στο φθινόπωρο. Αυτή η μουντή εποχή ήταν η αγαπημένη των αγροτών λόγω των πολλών βροχοπτώσεων που καθιστούσαν γονιμά τα χωράφια τους, όμως, ήταν η χειρότερη εποχή για την Ελένη γιατί κάθε χρόνο τέτοιες μέρες έπρεπε να τον αποχωριστεί. Ήταν αναγκασμένος να φύγει μακριά της.

Μια μικρή, λευκή αχιβάδαWhere stories live. Discover now