ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (Ι)

ابدأ من البداية
                                    

Όσο για το σπίτι το ίδιο, επρόκειτο για μια κάτασπρη έπαυλη με μεγάλα παράθυρα, απέραντη αυλή μπροστά και πίσω, με στιβαρή στέγη χτισμένη με παχιά γκρίζα τούβλα κι έναν πύργο μυτερό να ξεφυτρώνει πάνω πάνω. Τη στέγη μπροστά στην βαριά πόρτα τη στήριζαν τέσσερις κίονες βαμμένοι σε απαλό γαλάζιο χρώμα για να σπάνε τη μονοτονία του λευκού και να εντυπωσιάζουν το μάτι ταυτόχρονα, έτσι ώστε ο επισκέπτης στην έπαυλη να μείνει με το στόμα ανοιχτό ήδη από τη στιγμή που θα ανέβαινε τις μαρμάρινες σκάλες για να χτυπήσει την πόρτα. Μεγάλο καθώς ήταν, το σπίτι φιλοξενούσε ένα αξιοσέβαστου αριθμού υπηρετικό προσωπικό, με αρχηγό πάντοτε εκείνον τον αποκρουστικό μπάτλερ. Πίσω απ’ αυτόν ακολουθούσαν καμαριέρες, μαγείρισσες, ο αμαξάς, αυτός που φρόντιζε τα άλογα, και λίγο πιο υψηλές θέσεις από αυτόν κατείχαν η νταντά και οι εσωτερικοί δάσκαλοι και δασκάλες. Όλο αυτό το πλήθος δεν αποτελούσε με τίποτε υπερβολή• ίσα ίσα μαζί με όλα τ’ άλλα φανέρωνε το βάρος του ονόματος του αφέντη και ιδιοκτήτη του αρχοντικού σπιτιού.

Η οικογένεια Νταλ ανήκε στην σουηδική αριστοκρατία που είχε παραμείνει στη Φιλανδία ακόμα και μετά τον πόλεμο, υπό ρωσική κατοχή. Παρ’όλο που ο αξιωματικός του ναυτικού γεννήτορας του Άλφρεντ μισούσε τους Ρώσους με όλη του την καρδιά, και τα τρία παιδιά του υιοθέτησαν πρόθυμα τη ρωσοφιλία, διότι είχαν πάρει την εξυπνάδα της μητέρας τους και γνώριζαν ότι αλλιώς δεν θα πήγαιναν καλά οι δουλειές τους• μέχρι και η Άστριντ, η αδερφή του Άλφρεντ, καθοδήγησε στη ρωσοφιλία τον σύζυγό της, που ήταν διευθυντής τράπεζας, και τώρα ζούσε με όλες τις ανέσεις επιμένοντας όταν ο άντρας της παραπονιόταν πως η έχθρα προς τους Ρώσους θα έφερνε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Από την άλλη όμως, πάρα πολλοί Σουηδοί των ανώτερων τάξεων που κολυμπούσαν στον πλούτο αρνούνταν να αποβάλουν την έχθρα τους για τους νέους κατακτητές της κάποτε δικής τους χώρας και γι’αυτό υποκρίνονταν τους προστάτες στους Φιλανδούς, κυρίως δείχνοντάς τους υποστήριξη στο θέμα της ανάδειξης της γλώσσας τους, μιας γλώσσας που κάποτε θεωρούσαν πως ήταν «για τους χωριάτες», σε αντίθεση με τα σουηδικά, τη γλώσσα του εμπορίου, της πολιτικής, της τέχνης και του πολιτισμού και γενικότερα όλης της κίνησης μέσα στη χώρα.

Αυτό ήταν ένα από τα θέματα που κουβέντιαζε έντονα το πλήθος των προσκεκλημένων εκείνο το πρωινό στο σπίτι του Νταλ. Η μεγάλη σάλα, με το τζάκι να καίει και τις κουρτίνες ανοιχτές για να μπαίνει το σχεδόν ανύπαρκτο πρωινό φως που εγκλωβιζόταν στον ουρανό από την ομίχλη και τα σύννεφα, είχε γεμίσει φιγούρες και πρόσωπα, γάντια, βεντάλιες, καπέλα, κοστούμια και στολές περιποιημένες, φορέματα και κοσμήματα, γυαλισμένα παπούτσια που περπατούσαν τριγύρω ή κάθονταν δίπλα δίπλα σε πολυθρόνες και καναπέδες με καλύμματα περίτεχνα και μιλούσαν μεταξύ τους. Όλα αυτά τα χρώματα και τα σχήματα με φόντο τους άσπρους τοίχους έκαναν το εσωτερικό της έπαυλης να μοιάζει με τον καμβά κάποιου ανήσυχου ζωγράφου. Ταυτόχρονα, ήταν ένα θέαμα σπάνιο, σαν κάτι απίθανο να ζωντάνευε μπροστά στα έκπληκτα μάτια αυτών που ποτέ δεν θα περίμεναν να το δουν. Η σάλα του Νταλ σχεδόν ποτέ δεν γέμιζε με κόσμο, πόσο μάλλον με τόσους πολλούς καλεσμένους, οι οποίοι λαμβάνοντας την τόσο απρόσμενη πρόσκληση, είχαν σπεύσει να παρευρεθούν στη δεξίωση που οργάνωνε ο παράξενος αυτός άντρας και να μάθουν επιτέλους τα μυστικά και τις αλήθειες του. Κυκλοφορούσαν για την αφεντιά του διάφορες φήμες, ειδικά από τότε που η πρώτη του σύζυγος η Έμπα είχε πεθάνει κι εκείνος είχε τον ίδιο κιόλας χρόνο παντρευτεί ξανά με μια κόρη από φιλική οικογένεια του μακαρίτη ναυτικού πατέρα του.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδούحيث تعيش القصص. اكتشف الآن