ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙΙ)

Zacznij od początku
                                    

Τα μαχαιροπίρουνα του Βάλτερ έκαναν έναν δυνατό κρότο καθώς τα παρατούσε απότομα πάνω στο πιάτο του.
«Εσείς, μητέρα, θέλετε να τσακωθούμε σήμερα, μου φαίνεται!» είπε, και στη φωνή του άρχισαν αμυδρά να διακρίνονται νεύρα, τα οποία συνήθως συγκρατούσε.
«Δε σου φταίω εγώ, Βάλτερ, παιδί μου, αν κάνεις σαν ξαναμμένος έφηβος - ολόκληρος άντρας είκοσι οκτώ ετών - για μια τρελή μικρή που κατά πάσα πιθανότητα θα μείνει γεροντοκόρη και θα λέει τα παραμύθια της στους τοίχους!» αντέτεινε η Άγκνες.
Η γροθιά του Βάλτερ σφίχτηκε.
«Κρίνετε την Κλάρα άδικα, εξαιτίας του πατέρα της, κι από τη στιγμή που γυρίσαμε σπίτι από τη δεξίωση στων Νταλ δεν χάνετε ευκαιρία να την προσβάλλετε!» κατηγόρησε τη μητέρα του.
«Α, ναι, σωστά! Έχει και μια κόρη αυτός» διέκοψε ο Μπλομ και γύρισε με ένα χαμόγελο όλο νόημα στον Βάλτερ. «Την είδες; Πώς ήταν; Όμορφη, ε; Σου άρεσε, έτσι δεν είναι;»
Ο Βάλτερ κατάπιε το σάλιο του. Ένιωσε ένα κοκκίνισμα να απλώνεται σιγά σιγά στο πρόσωπό του κι έσκυψε το κεφάλι του. Αν του άρεσε, ρωτούσε ο θείος του. Τι μπορούσε να απαντήσει, που θα ήταν αρκετό για να εκφράσει αυτό που του συνέβαινε από την ώρα που επέστρεψαν από τη γιορτή; Για δύο νύχτες, εκείνη μπαινόβγαινε στα όνειρά του, έστω και φευγαλέα• η σκέψη της τον συντρόφευε τις ώρες της ημέρας, έκλεβε όλη την προσοχή και τη συγκέντρωσή του, τον έκανε να μπερδεύει τα λόγια του, να ξεχνάει σε ποιο δωμάτιο βρισκόταν και τι έκανε εκεί• η εικόνα της του είχε μείνει χαραγμένη στο μυαλό. Εκείνα τα μακριά ξανθά μαλλιά, τα όμορφα μπλε μάτια, κι εκείνο το χαμόγελο!
Βγήκε από το όνειρο απότομα. Ο καπετάν Μπλομ γελούσε, η μητέρα του κουνούσε με αποδοκιμασία το κεφάλι.
«Την έχει πατήσει σαν ανόητος!» γκρίνιαξε. «Όπως και εσύ, Έιναρ! Πέταξε τον χάρτη της συμφοράς και κοίτα να πιάσεις μια καλή δουλειά, να έχω κι εγώ τα μούτρα να κυκλοφορώ στην πόλη και στα σπίτια του κόσμου! Σε ανέχτηκα μέθυσο, ερωτύλο, ανώριμο, χρεοκοπημένο! Και τυχοδιώκτης, πάει πολύ!»

Ο καπετάνιος κούνησε το κεφάλι του.
«Λέγε ό,τι θέλεις εσύ» έκανε, «μα δε με πείθεις. Αύριο πρωί πρωί θα πάω στου Νταλ, θα τον πιάσω και θα συζητήσουμε για τα του θησαυρού. Αυτό το ταξίδι θα είναι το μονοπάτι για την ευτυχία, Άγκνες! Κάτσε να βρούμε τον θησαυρό και ούτε που θα σε νοιάζει πια για το αν έχεις μούτρα να κυκλοφορήσεις! Θα πιάσουμε την καλή, σας λέω! Και φυσικά, θα φροντίσω να κάνω ελιγμούς όσον αφορά τη μοιρασιά. Ο Νταλ θα βρεθεί στο τέλος με πολύ λιγότερα απ’ ό,τι εμείς, σ’ το εγγυώμαι. Και τότε θα πάρεις πίσω το αίμα σου.»
Ο Βάλτερ κοίταξε στα ξαφνικά τον θείο του με ενδιαφέρον.
«Και γιατί πρέπει σώνει και καλά να σε συνοδεύσει και ο Νταλ στο ταξίδι, αν υποθέσουμε ότι γίνεται το ταξίδι;» ρώτησε σοβαρός. Ο Μπλομ γρύλισε κουνώντας το κεφάλι του.
«Πολύ θα ήθελα να γινόταν να μη μου φορτωθεί, Βάλτερ, αγόρι μου» άρχισε να λέει θυμωμένα, «αλλά τον έχω ανάγκη. Έχει το άλλο μισό του χάρτη, πού να πάρει! Οπότε υποχρεωτικά θα κάνει μαζί μου το ταξίδι και εγώ θα πρέπει να σκεφτώ τρόπο να τον κοροϊδέψω για να μην ισορροπήσει η ζυγαριά - υπέρ μας, φυσικά» εξήγησε στο τέλος, χαμογελώντας χαιρέκακα.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου ΟλλανδούOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz