Οι επιθυμίες μιας κουκίδας!

5 3 2
                                    

Κι αν ήμουν μαύρο τόσο δα, ένα μικρούλι στίγμα,

στου Χάους τη μαύρη σκοτεινιά, στο απέραντο το Σύμπαν,

και είχα πόθο διακαή να πάρω ένα σχήμα, διάσταση,

μία μορφή, οντότητα, φως και ζωή,

αμέσως μόλις άκουγα Ψιθύρου λάγνα λόγια,

σε όλα Ναι, θα έλεγα, όλα θα τα τολμούσα!

Νάχω κι εγώ επιλογές, ν' αρχίσω να υπάρχω.

Την ευκαιρία άρπαξα, και είπα του Ψιθύρου,

με φάρο μου την άγνοια, που είναι τροφός του ονείρου,

πως σπόρος θέλω να γενώ, μέσα στης γης τα σπλάχνα,

να με ποτίσει ο ουρανός και τότε να ριζώσω,

να γίνω δέντρο εύοσμο τη πλάση να μυρώνω.

Και μούπε τότε ο Ψίθυρος. Κάνε τη δοκιμή σου!

Σαν φύτρωσα και κάρπισα κι άρχισα να θεριεύω,

άπλωσα όλους τους κλώνους μου σ' Ανατολή και Δύση.

Τον ήλιο αναζήτησα γεμίζοντας με άνθη,

και με χαρά αποδέχτηκα να χτίσουν τις φωλιές τους,

χιλιάδες εύμορφα πουλιά που αρχίσανε τραγούδι.

Πανέμορφη η αλλαγή, τι αισθήματα βιώνω!

Μα μια ημέρα ζοφερή μου άφησε σημάδι.

Χέρι ανθρώπου μ' έγδαρε, έκοψε τα κλαδιά μου,

και στη φωτιά τα έριξε. Ούρλιαξα από πόνο!

Άξαφνα ένοιωσα υγρό κι είδα πως ήταν δάκρυ!

Κι όταν αυτά πληθύνανε, φώναξα του Ψιθύρου.

Δεν θέλω σπόρος να γενώ, δεν θέλω να υποφέρω!

Θέλω ν' αλλάξω τη μορφή, κουκίδα ας γίνω πάλι.

Ο Ψίθυρος λυπήθηκε και μούπε να διαλέξω.

Και χωρίς βιάση να σκεφτώ το τι μορφή θα πάρω.

Μη νοιάζεσαι αποκρίθηκα, πήρα το μάθημα μου!

Θέλω να γίνω ένα πουλί, να σκίζω τους αιθέρες.

Ελεύθερο θε να πετώ, με πρίμα τον αγέρα, και στα ουράνια

εκεί ψηλά κανείς δεν θα με φτάσει.

Φτερά αμέσως φύτρωσαν, και υψώθηκα στα αιθέρια,

και τους ανέμους ρούφαγα, άπληστα να χορτάσω,

και με την κάθε εκπνοή, βγαίναν τούφες μπαμπάκι,

που πήγαιναν και υφαίνανε στα σύγνεφα μπορντούρα.

Πριν να σταλάξει η χαρά, και γίνει ένα με μένα,

ύπουλο σκάι με χτυπά και κόβει την ορμή μου.

Τον πόνο που είχα αισθανθεί, τον ένοιωσα και πάλι.

Προτού αγγίξω το έδαφος, τα δάκρια πέσαν πρώτα.

Ο Ψίθυρος που έτρεξε με περισσή συμπόνια,

μου είπε στίγμα να γενώ, ξανά πίσω στο σκότος.

Περίμενε! Του φώναξα. Γνωρίζω πια τι θέλω.

Θέλω να γίνω άνθρωπος.

Εμπόδιο στον πόνο, να πολεμήσω τους καημούς

και όλους τους δυνάστες.

Τη γνώση που απέκτησα, θέλω να την διδάξω,

και να ανδρώσω τις γενιές. Όλα θα ομορφύνουν.

Χέρια και πόδια απόκτησα, κορμί λιονταρίσιο,

μια μεγαλόθυμη καρδιά. Όλους τους αγαπούσα!

Κι έριξα αγώνα θαρρετό ενάντια σε προλήψεις,

και σε αισθήματα φθηνά, κακίες και γινάτια.

Γρήγορα πέρασε ο καιρός, μα έχω αποκάμει.

Τ' αποτελέσματα φτωχά. Έρημος από φίλους.

Ταμάχη, πίκρα κι ερημιά μόνο, με συντροφεύουν.

Κι όταν με πιάσαν οι λυγμοί, κι η μαύρη απελπισία,

στέλνω ένα μάταιο μήνυμα, κάλεσμα του Ψιθύρου.

Όποιο καλό σαν διδαχή, σπέρνω ολόγυρα μου,

μου το νοθεύουν, το χαλούν με το άπλετο το μίσος.

Πάρε με πίσω Ψίθυρε, κι ας γίνω πάλι στίγμα.

Στου Χάους τη μαύρη σκοτεινιά, θε νάβρω τη γαλήνη.

Πού πήγε η πρώτη σου ορμή; Με ρώτησε εκείνος.

Νόμοι του κόσμου να γενούν η αγάπη και η ομόνοια,

είναι ένας ύστατος σκοπός. Δεν είναι η ουσία.

Ο τρόπος που θα πορευτείς και οι επιλογές σου

είναι το μέγα δίδαγμα για όσους μαθητεύουν!


(Ποίημα που βγήκε πρώτο σε διαδικτυακό δρώμενο ''Συμπόσιο ποίησης 21'') 

ΟΙΣΤΡΟΣ ΨΥΧΗΣحيث تعيش القصص. اكتشف الآن