Το ορφανό

0 0 0
                                    

Ήταν κάποτε
ένα παιδί ορφανό κι άστεγο
που σε μιας πόλης τους δρόμους χωρίς γονείς
ζούσε μοναχό.
Και ένα βράδυ
των Χριστουγέννων χιονισμένο
που η πόλη στα λευκά είχε ντυθεί
τ'ορφανό κρύωνε
και πεινούσε πολύ,
ώσπου μια φιγούρα είδε
στον ουρανό να πετά
και προς αυτό να'ρχεται με φούρια,
και τελικά η φιγούρα
απ' τον ουρανό κατέβηκε
και στο δρόμο δίπλα στο παιδί
με τη μορφή ενός ανθρώπου με κοστούμι
προσγειώθηκε.
Το παιδί αρχικά φοβήθηκε,
μα η φιγούρα
πως ήταν φίλος του του είπε
κι έτσι το παιδί
τον μυστηριώδη ξένο εμπιστεύτηκε
και να μιλά μαζί του
δειλά δειλά άρχισε.
Ο ξένος ρώτησε το παιδί
τι όνειρα είχε
και το παιδί του απάντησε
πως τη θάλασσα και τους γονείς του
θα ήθελε να δει.
Κι ο ξένος του'πε
πως σε μια χώρα άλλη
μπορούσε να τον πάει,
μια χώρα όπου όλοι ήταν ευπρόσδεκτοι
και όπου όλοι πάντα
κάποιον του παρελθόντος
φίλο ή συγγενή έβρισκαν
και ποτέ τους μόνοι δεν ήταν
και πως όλα τα όνειρά τους όλα
εκεί πραγμαυοποιούνταν,
και πως το μόνο που χρειαζόταν
κανείς να κάνει
στη χώρα αυτή για να βρεθεί
ήταν να αφεθεί να κοιμηθεί•
κι έτσι μεμιάς
το παιδί η πείνα και το κρύο
το νυστάξαν,
κι εκείνο
σε ύπνο βαθύ βυθίστηκε•
κι όταν ξύπνησε,
σ'έναν κόσμο
με πουπουλένια σύννεφα
και φάλαινες
που σε ουρανό κυματιστό και καταγάλανο
-όχι κατάμαυρο απ'της πόλης
τα καυσαέρια-
σαν τη γαλήνια θάλασσα
κολυμπούσαν
είδε πως βρισκόταν.
Και δίπλα του ο ξένος έστεκε,
μα τώρα πια
μια τελείως διαφορετική μορφή
είχε πάρει•
είχε μακριά πυκνή
λευκή σαν της πόλης το χιόνι γενιάδα,
ένα κοκκινωπό καλοσυνάτο πρόσωπο,
ήταν λίγο χοντρούλης και
ένα χοντρό κόκκινο πανωφόρι στο σώμα,
ένα ζευγάρι μαύρες μπότες στα πόδια
κι έναν μακρύ κόκκινο σκούφο
με άσπρη φούντα στην άκρη του
στο κεφάλι του φορούσε,
και πάνω σ'ένα από ταράνδους
συρόμενο έλκηθρο
που τους ουρανούς
της Πρωτοχρονιάς το βράδυ
κάθε χρόνο έσκιζε
με ένα σακί δώρα γεμάτο
αναπαυτικά καθόταν κι οδηγούσε
δώρα σε κάθε παιδί στον κόσμο
για να δώσει.
Και τότε,
από'να σύννεφο μέσα
-σαν αυτό στ'οποίο
το παιδί κι ο ξένος στέκονταν-
βγήκαν οι κάποτε χαμένοι
του παιδιού γονείς
που σε δυστήχημα είχαν
πριν χρόνια τέτοιο καιρό σκοτωθεί
αφήνοντας μόνο το παιδί
στους δρόμους να επιζήσει,
και το αγκάλιασαν σφιχτά
και του είπαν
πως είχαν πολλά να του πουν.
Και πριν το παιδί
-που πια ορφανό δεν ήταν-
τους γονείς του ακολουθήσει
μέσα στο σύννεφο
απ'όπου εκείνοι βγήκαν,
τον ξένο γύρισε και κοίταξε
και για το δώρο του
τους γονείς του και τη θάλασσα να δει
θερμά τον ευχαρίστησε,
κι έπειτα που βρισκόταν τον ρώτησε,
κι ο ξένος του απάντησε:
"Εκεί που όλοι θέλουν να'ναι•
στην Άλλη Πλευρά της Ζωής,
στη Ζωή μετά τον Θάνατο,
στην Πόλη του Φωτός!".
Και το παιδί χαμογέλασε,
για πρώτη φορά εδώ και καιρό πολύ,
κι έπειτα τον ξένο χαιρέτησε
και τους γονείς του
μέσα στο σύννεφό τους ακολούθησε
και χάθηκε,
ενώ την ίδια στιγμή
πίσω στην Κόλαση
που όλοι αποκαλούσαν Γη
ένας περαστικός ανακάλυπτε
σ'ένα παγκάκι από κάτω
του παιδιού το άψυχο,παγωμένο
και υποσιτισμένο σώμα,
μ'ένα γλυκό χαράς χαμόγελο ζωγραφισμένο
στα παγωμένα γαλάζια
σαν τη θάλασσα χείλη του...

Το ορφανόWhere stories live. Discover now