Κεφάλαιο 1ο Αδαμιτης *

165 11 7
                                    

Το αεροπλάνο απογειώθηκε στον συννεφιασμένο ουρανό της Κωνσταντινούπολης.
Ο Ονουρ κοιτάζοντας από το παράθυρο παρατήρησε λίγες σταγόνες βροχής στο τζάμι·
Ακόμα κι Ο Θεός είναι λυπημένος σκέφτηκε.
Όπως τότε.. Την ημέρα που απόχωρίστηκαν στο σταθμό του τραίνου έβρεχε καταρρακτωδως. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκλεισε σφιχτά τα μάτια.
-"Baba.. Είσαι καλά;"
Ο Ονουρ άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τον γιο του, μα πριν προλάβει να απαντήσει εκείνος έγειρε και του εσφιξε το χέρι.
-"Ίσως δεν έπρεπε να ταξιδέψεις. Η παρουσία μου στην κηδεία είναι αρκετή..." Ο Ονουρ άφησε απότομα το χέρι του Γιουσούφ.
-" Θέλω να την αποχαιρετήσω.. Να την δω.. Για τελευταία φορά..." είπε με σφιγμενο σαγόνι στην προσπάθεια του να φανεί δυνατός.
-"Tamam baba, ηρέμησε." τον καθησυχασε εκείνος. "Μήπως θέλεις να πιεις κάτι να χαλαρώσεις;"
Ο Ονουρ αρνήθηκε με ένα νεύμα και έγειρε στην θέση του κοιτάζοντας σκεπτικός στο παράθυρο.
Ο γιος του ήξερε ότι δεν έχει νόημα να επιμείνει και τον άφησε στην ησυχία του. Ζήτησε από την αεροσυνοδό ένα σκέτο καφέ και όταν εκείνη του τον σέρβιρε ήπιε λίγες γουλιες παρατηρώντας τον πατέρα του που ήταν χαμένος στις σκέψεις του.
Ο Ονουρ κοιτάζοντας την βροχή από το παράθυρο θυμήθηκε τις μέρες που αυτός και η Μορφω  μικρά παιδιά ακόμα έπαιζαν στην γειτονιά, όταν πετούσαν τον χαρταετό που  τους είχε φτιάξει ο πατέρας της, τα απογεύματα στο λιμάνι που μετρούσαν τα καράβια που έφευγαν. Τις Κυριακές που έτρωγαν οι οικογένειες τους μαζί, τα πρωινά που πήγαιναν χέρι χέρι στο σχολείο.
Κάθε μέρα η φιλία τους δυνάμωνε ώσπου στην εφηβεία κάτι άλλαξε. Ήταν μόλις 17 και η Μορφω 16 .
Η γάτα της είχε μόλις γεννήσει στο πίσω μέρος της αυλής της και τα νιαουρισματα από τα νεογέννητα γατάκια ξεσήκωσαν την γειτονιά. Έτρεξε στην αυλή και την βρήκε πεσμένη στα γόνατα με δύο- τρία γατάκια στην αγκαλιά της.
Τα μακριά κάστανα μαλλιά της έπεφταν λιτά στους ώμους.
Τον κοίταξε με τα μαύρα λαμπερά ματιά της αναψοκοκκινησμενη από την χαρά της.
Γονάτισε κι αυτός πλάι της να χαιδεψει τα γατάκια.
Ενα από αυτά κρεμαστηκε στα τύφλα στα μαλλιά της κι ο Ονουρ πλησίασε να το πιάσει. Τα πρόσωπα τους ήταν τόσο κοντά που ένιωθε ο ένας την ανάσα του άλλου.
Δεν κατάλαβε πως , αλλά την φίλησε. Τα απαλά σαν ροδοπέταλα χείλη της είχαν την γλυκιά γεύση του μελιού. Διέκοψε το φιλί τρομαγμένος
- "Συγνώμη Μορφω.. Εγώ.." πήγε να δικαιολογηθεί.
Η Μορφω κούμπησε  το χέρι της στο στερνο του και αφουγκραστηκε την καρδιά του.
Έκπληκτη τον κοίταξε στα μάτια κι ύστερα πήρε το χέρι του και το ακούμπησε πάνω από το αριστερό της στήθος. Η καρδιά της χτυπούσε στον γρήγορο ρυθμό που χτυπούσε και η καρδιά του.
-" Το νιώθεις κι εσύ έτσι;
"Γιατί χτυπούν τόσο γρήγορα; Νιώθεις κι εσύ φτερουγισματα στο στομάχι;" τον ρώτησε κι εκείνος εγνεψε θετικά.
-"Νομίζω.. Νομίζω πως είναι... Αγάπη" παραδέχτηκε ο Ονουρ.
-"Αγάπη..;δηλαδή εγώ.. εσύ... Εμείς αγαπιόμαστε; Μα είμαστε φίλοι.. "
Το αθώο μυαλό της προσπαθούσε να επεξεργαστεί αυτά τα πρωτογνωρα συναίσθηματα .
Ο Ονουρ έπιασε το χέρι της που ακουμπούσε στο στήθος του και έπλεξε τα δάχτυλα τους.
-"Θέλεις να γίνεις η αγαπημένη μου; "
Την ρώτησε χωρίς να πάρει τα μάτια του από το πρόσωπο της.
Η Μορφω κοίταξε τα ενωμένα χέρια τους. Εσφυξε το χέρι του Ονουρ και χαμογέλασε δειλά.
Δεν χρειάστηκε τίποτα παραπάνω. Ο Ονουρ πήρε την απάντηση που περίμενε.
Εκείνο το απόγευμα έγιναν ζευγάρι, κρυφά από όλους γιατί παρόλο που οι γονείς τους ήταν αγαπημένοι φίλοι ήξεραν πως δεν θα αποδέχονταν αυτή τη σχέση.
Αυτός ήταν μουσουλμάνος και αυτή χριστιανη. Η σχέση αυτή θα έφερνε ρήξη ανάμεσα στις δύο οικογένειες. Τρεις μήνες απόλαυσε ο ένας την αγκαλιά του άλλου, τόσο κράτησε η σχέση τους.
Όλα όμως τελείωσαν εκείνο το Σεπτέμβρη.
Ο Ονουρ θυμήθηκε το σπίτι της  Μορφως να καίγεται, τον αδερφό της τον μικρό Διαμαντή που εγκλωβιστηκε στις φλόγες.
Εκείνο το απόγευμα δεν έβλεπες τίποτα άλλο παρά κατεστραμενα σπίτια και καταστήματα...  παντου τραυματίες.
Σ'ολο τον μαχαλα αντηχουσε ο θρήνος των επιζώντων.
Οι επόμενες ημέρες κύλισαν με αφόρητο πόνο για τους Χατζηδες, αφού εκτός απ' την κατεστραμενη περιουσία τους είχαν να αντιμετωπίσουν και τον χαμό του γιου τους.
Ευτυχώς οι γονείς του Ονουρ τους φιλοξένησαν μέχρι την στιγμή που θα έφευγαν στην Ελλάδα.

Ο Θησαυρός του Βοσπόρου Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα