Προτελευταία πράξη

255 31 2
                                    

Ένα αυτοκίνητο σταθμεύει στο πάρκιγκ του μοτέλ με τη μουσική στη διαπασών. “You said I was the most exotic flower, holding me tight in our final hour” τραγουδά η Lana del Rey και καλύπτει τον ήχο των χτυπημάτων. «Ανοίξτε, σας παρακαλώ» η φωνή επανέρχεται πιο έντονη και η Τζούντυ με τον Παύλο έχουν σηκωθεί χωρίς να αγγίζονται πια. Ο ένας απέναντι στον άλλο. Ξαφνικά απέναντι. Με χιλιάδες ερωτηματικά ανάμεσά τους. Με την ευγένεια στο βλέμμα να έχει εξανεμιστεί.

«Μου κρύβεις κάτι; Εσένα ψάχνουν; Ή μήπως τους έβαλαν οι γονείς μας; Να δήλωσαν την εξαφάνισή μας;»

«Όχι, δεν τους έβαλαν οι γονείς μας. Μάλλον ήρθαν για μένα» της λέει και αρχίζει και κλαίει. «Θα το καταλάβαινες κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα» συνεχίζει και ξεσπά σε λυγμούς.

«Ποιο πράγμα θα καταλάβαινα Παύλο; Τι συμβαίνει γαμώτο; Δεν καταλαβαίνω τίποτα; Είσαι μπλεγμένος σε κάτι;»

Εκείνος δε μιλά πια. Είναι κατάχλωμος και τα μάτια του παραμένουν βουρκωμένα.

«Ανοίξτε, διαφορετικά θα μπούμε μέσα με τα κλειδιά που έχουμε. Δεν υπάρχει λόγος να φοβάστε» η φωνή έξω από την πόρτα τους ενημερώνει, πιο ήρεμη αυτή τη φορά. Αλλαγή στρατηγικής.

«Άνοιξέ τους» την παροτρύνει ο Παύλος, ακίνητος, αγέλαστος, χωρίς να προσθέσει κάποια από τις χαζομάρες του που πάντα ελάφρυναν τις τόσο δύσκολες καταστάσεις.

Η Τζούντυ τον κοιτάζει, τρέμει από τον φόβο της, τρέμει για το τι πρόκειται να συμβεί. Να έκλεψε τον πατερά του; Να έχει παρτίδες με ναρκωτικά; Παίρνει τα κλειδιά από το σκεπασμένο στη σκόνη κομοδίνο. Κατευθύνεται προς την πόρτα, εκείνος πίσω της παγωμένος, όπως ακριβώς τον άφησε. «Ένα λεπτό, δώστε μου. Ήμουν στο μπάνιο» τους λέει και επιστρέφει πίσω στον Παύλο. Τον αγκαλιάζει σφιχτά, όσο πιο σφιχτά μπορεί. Αρχίζει να κλαίει σαν μικρό παιδί, το σώμα του είναι ψυχρό και τα δάκρυα στα μάγουλά της καυτά. Όλα αντιφατικά στο μυαλό της, οι αισθήσεις, οι σκέψεις, τα αισθήματα.

«Φύγε, άνοιξε το παράθυρο και πήδα. Αν έχεις κάνει κάποια βλακεία, τρέξε μακριά. Θεέ μου τι λέω, τα έχω χαμένα. Παύλο, τι έχει συμβεί;»

«Δεν έχω να πάω πουθένα, μ’ ακούς; Σου υποσχέθηκα, δε θα σ’ αφήσω ποτέ. Η θέση μου είναι εδώ, δίπλα σου».

Ακούει τα κλειδιά στην πόρτα να μπαίνουν. Μαζί με τους ψίθυρους των αστυνομικών διακρίνει και την απωθητική φωνή του ρεσεψιονίστ. Τρέχει προς την πόρτα σκουπίζοντας το πρόσωπό της. Η πόρτα ανοίγει και οι δύο αστυνομικοί προβάλουν σοβαροί και ανέκφραστοι.

-Είστε καλά δεσποινίς; τη ρωτάνε και ο ένας από τους δύο, ο νεαρότερος, απλώνει το χέρι του για να την ακουμπήσει στον ώμο, όμως το ξαναμαζεύει.

-Μια χαρά. Τι ακριβώς έχει συμβεί; Έχει να κάνει με εμάς;

-Με εσάς;

-Μ' εμένα και το αγόρι μου. Εμάς ψάχνετε ή υπάρχει κάποιο θέμα που ερευνάτε σχετικά με το μοτέλ;

Οι άντρες κοιτάζονται με βλέμμα απορίας και μετά στρέφονται στο ρεσεψιονίστ που σηκώνει τους ώμους του ψηλά.

-Το αγόρι σας είναι ο Παύλος Δημητρίου, έτσι δεν είναι; τη ρωτάει ο νεαρός με το καστανό μουστάκι.

-Γιατί δε ρωτάτε τον ίδιο; τους απαντά και στρέφει το κεφάλι της προς τα πίσω. Το δωμάτιο είναι άδειο. Ούτε το backpack του Παύλου φαίνεται πουθενά, ούτε εκείνος. Η κουρτίνα είναι άθικτη, το παράθυρο πίσω της κλειστό. Αναρωτιέται πότε πρόλαβε να το σκάσει, ή αν κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι. Αποφασίζει να το παίξει ανήξερη. «Θα έφυγε όσο ήμουν στη τουαλέτα, τον θέλετε για κάτι συγκεκριμένο;».

Εκείνοι πάλι την κοιτάζουν σαν να έχουν απέναντί τους ένα μικρό κορίτσι πρώτης δημοτικού που δεν ξέρει τι λέει.

«Βασικά, ψάχναμε εσάς».

«Εμένα; Θέλετε να πείτε ότι δεν αφορά στον Παύλο;»

«Αφορά πρωτίστως εσάς. Έχει σχέση με την υγεία σας, δεν ξέρω πώς να σας το θέσω. Από λεπτό σε λεπτό θα έρθει και κάποιος άνθρωπος από το νοσοκομείο για να σας βοηθήσει».

«Δε βγάζω άκρη απ’ όσα μου λέτε. Την υγεία μου, τι έχω; Ποιος σας έχει βάλει, οι γονείς μου; Σας αράδιασαν ψέματα, ότι κάτι έχω; Ότι χρειάζομαι την αγωγή μου, έτσι δεν είναι; Και ότι με απήγαγε ο φίλος μου; Πείτε μου, τι με κοιτάτε έτσι σαν ηλίθιοι;» τους φωνάζει νευριασμένη χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει σε ποιους μιλάει και με τι τόνο. Ξαφνικά νιώθει πως δεν μπορεί να αναπνεύσει, μια σκοτοδίνη μαυρίζει τα πάντα μπροστά της, η καρδιά της νομίζει πως θα σταματήσει.  Τα πόδια της δεν την κρατάνε άλλο. Λυγίζουν. Σκοτάδι. 

Παντού μαζί σουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα