Κεφάλαιο 16

3.6K 408 5
                                    

«Αυτό δεν το περίμενα.» Η Μαριάννα έγλειψε τα δάχτυλά της από το φιλέτο μπακαλιάρου που έμοιαζε να είναι ότι πιο νόστιμο είχε δοκιμάσει ποτέ της. 

«Φις εντ Τσιπς! Το εθνικό φαγητό μας!» ο Αλεξάντερ τσαλάκωσε το άδειο πια χάρτινο σακουλάκι και το πέταξε στο καλάθι. 

«Όταν τελειώσεις θα σε πάω σε ένα καφέ ακριβώς στη λίμνη του Χάιντ Παρκ. Εκεί έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στην εξοχή και όχι στο πολυπληθές Λονδίνο. Το καφέ από μόνο του είναι ένα αξιοθέατο. Θα σου αρέσει», συμπλήρωσε βάζοντας τα χέρια του στις τσέπες, περπατώντας σιωπηλά δίπλα της. 

«Ο πατέρας μου ήρθε στην Ελλάδα πριν από σαράντα περίπου χρόνια.» Ο Αλεξάντερ είχε επιβραδύνει το βάδισμά του. Η φωνή του ήταν απαλή αλλά και σταθερή, σαν να είχε ήδη επιλέξει με προσοχή κάθε πρόταση που θα ξεστόμιζε. 

« Ήταν η εποχή της δικτατορίας και ήταν σχετικά εύκολο με τα κατάλληλα λαδώματα 

να αποκτήσει τις εκτάσεις που ήθελε.  Κάποιος στην Αθήνα του μίλησε για την περιοχή της πανσιόν και ο πατέρας μου πήγε ο ίδιος για να βεβαιωθεί ότι άξιζε τον κόπο κάποια κίνηση από μέρους του. Γνώρισε λοιπόν τον Δημήτρη και του έκανε 

προσφορά. Μια γενναιόδωρη προσφορά πρέπει να προσθέσω. Αλλά τον Δημήτρη τον θυμάσαι...» Το πρόσωπό του γύρισε προς το μέρος της και το χαμόγελό της τον διαβεβαίωσε ότι καταλάβαινε τι ήθελε να πει. 

«Ούτε που να το ακούσει.» Η φωνή της Μαριάννας ήταν επίσης απαλή. Έτρεμε, μήπως ο Αλεξάντερ σταματούσε από στιγμή σε στιγμή την αφήγησή του. 

«Σχεδόν τον πέταξε έξω κλοτσηδόν.» Ο Αλεξάντερ σταμάτησε για λίγο και μετά πήρε μια βαθιά ανάσα. «Αυτό που δεν φαντάστηκε ποτέ ο πατέρας μου ήταν ότι θα αποδεικνυόταν ακόμα πιο δύσκολο να κερδίσει την αγάπη της αδερφής του Δημήτρη, της μάνας μου. Ήταν μικρότερη από τον Δημήτρη και το ίδιο ξεροκέφαλη. Κάθε μέρα της έκανε πρόταση και κάθε μέρα τον διαολόστελνε.» Ένα βραχνό, θλιμμένο γέλιο βγήκε από το στήθος του. «Μέχρι που ο πατέρας μου έπρεπε να γυρίσει πίσω μετά από τρεις ολόκληρους μήνες άκαρπης πολιορκίας. Το πρωί της αναχώρησής του, η μάνα μου εμφανίστηκε με τις βαλίτσες της στην πόρτα και έτσι απλά τον ακολούθησε. Ο Δημήτρης είχε πει τότε στον πατέρα μου: αν πάθει κάτι θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Παντρεύτηκαν σχεδόν αμέσως και μετά από περίπου πέντε χρόνια γεννήθηκα εγώ.»

Είχαν φτάσει στο καφέ και ο Αλεξάντερ τράβηξε μια καρέκλα για να καθίσει η Μαριάννα. Εκείνος έκατσε απέναντί της κάνοντας σήμα στο γκαρσόν να τους φέρει δυο καφέδες. 

« Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν βέβαια καλά. Η δουλειά του πατέρα μου τον κρατούσε πολλές φορές για βδομάδες μακριά από το σπίτι. Μια αυτοκρατορία δε χτίζεται χωρίς θυσίες. Σε έναν από τους ομηρικούς καβγάδες τους, η μητέρα μου πήρε το αυτοκίνητο και έφυγε από το σπίτι... Από ότι φάνηκε έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και... Σκοτώθηκε ακαριαία.» Τα μάτια του Αλεξάντερ ήταν τώρα καρφωμένα στη Μαριάννα, η οποία δεν μπορούσε να διακρίνει κανένα συναίσθημα μέσα τους.

«Εγώ ήμουν τότε σχεδόν δεκατρία και φυσικά έριξα όλο το φταίξιμο στον πατέρα μου, ο οποίος ήταν ήδη συντετριμμένος. Νομίζω ότι έκανα ότι περνούσε από τα χέρια μου για να τον θίξω και να του δημιουργώ πρόβλημα.  Για να δημιουργήσει δεσμό μεταξύ μας, με πήρε και με έφερε στην Ελλάδα, στο θείο μου. Κάτσαμε εκεί για πάνω από έξι μήνες και όταν μου είπε ότι θα γυρίζαμε στο Λονδίνο, εγώ απλά αρνήθηκα. Ήθελα να κάτσω εκεί». 

Τα μάτια της Μαριάννας ήταν δακρυσμένα. 

« Θυμάμαι, με φίλησε στο κούτελο και μου είπε: σε επιστρέφω στους θεούς της μητέρας σου, η κληρονομιά σου όμως θα σε περιμένει. Την επόμενη φορά  που τον 

είδα, ήταν στην κηδεία του, μετά την αποφοίτησή μου από το Μετσόβιο. Αυτά.» Τα μάτια του Αλεξάντερ πλανήθηκαν και πάλι ανέκφραστα γύρω του.

 Η Μαριάννα δεν είχε να πει τίποτε. Ήταν βαθύτατα συγκινημένη που είχε μοιραστεί μαζί της τελικά μια πολύ οδυνηρή ιστορία. Πήρε το φλιτζάνι της με τρεμάμενα χέρια και ήπιε μια γουλιά. 

«Τα χρόνια κοντά στον Δημήτρη ήταν τα πιο ευτυχισμένα της ζωής μου. Όταν επέστρεψα στην Αγγλία, ήρθα με σκοπό να τα πουλήσω όλα και αν δεν ήταν ο Δημήτρης θα το είχα κάνει. Μου είχε πει: εδώ θα δοκιμαστείς, ο πατέρας σου φυλακίστηκε στο δικό του χρυσό κλουβί και έχασε όλα όσα αγαπούσε, στο χέρι σου είναι να δείξεις ότι μπορείς να το διαχειριστείς και να βρεις ισορροπία, χωρίς πείσμα, αλλά με σύνεση και μέτρο.»   

Η Μαριάννα χωρίς να το σκεφτεί παραπάνω, σηκώθηκε και έκατσε στα πόδια του τυλίγοντας τα χέρια της σφικτά γύρω από το λαιμό του, σοκάροντας τους άλλους πελάτες του καφέ.

«Σε ευχαριστώ», του ψιθύρισε συγκινημένη, «με τιμά, ότι μου τα εμπιστεύθηκες αυτά.» 

Ο Αλεξάντερ δεν απάντησε, απλά της έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα χείλια της.   

Storm at heart (greek)Where stories live. Discover now