Εδώ και κάποια ώρα προσπαθώ να καταλάβω τι μου έχει ξεφύγει.
Σχεδόν έχω τελειώσει την προσωπογραφία, αλλά είναι χάλια. Πολλές φορές δεν τα καταφέρνω με την πρώτη, αλλά τώρα είναι διαφορετικά. Αυτό που έφτιαξα δεν μοιάζει καθόλου με τον Άντριαν. Ούτε καν με άνθρωπο. Ξεφύσιξα και έκρυψα το χαρτί μέσα σε ένα βιβλίο. Ποτέ δεν πετάω κάτι που δεν είναι καλό. Αντίθετα το χρησιμοποιώ για να βλέπω τα λάθη μου και να μην τα ξανακάνω. Σηκώθηκα από το γραφείο και πήρα το κινητό στα χέρια μου.
Μαμά.
Μου το σήκωσε στο τέταρτο χτύπημα.
"Άρια;" με ρώτησε μισοκοιμισμένη. Μα καλά τι ώρα είναι; αναρωτήθηκα και κοίταξα το ρολόι.
12:37. Πόση ώρα ζωγράφιζα;
"Ωχ. Συγνώμη μαμά. Δεν κατάλαβα ότι είναι τόσο περασμένη η ώρα." της είπα.
"Όχι, όχι. Δεν πειράζει. Για πες μου πως ήταν η πρώτη σου μέρα εκεί;" μου είπε.
"Καλά." απάντησα απλά. Άλλαξα αμέσως θέμα και την ρώτησα πως ήταν εκεί. Αν ήταν όλα καλά στην δουλειά της, κτλπ. Μετά από λίγη ώρα το κλείσαμε αφού πρώτα μου υποσχέθηκε ότι θα με πάρει αύριο. Άφησα το κινητό μου στο κομοδίνο και έβαλα τις πιτζάμες μου. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και έκλεισα το φως. Ο ύπνος με πήρε σχεδόν αμέσως.
***
Ντριν, ντριν, ντριν, ντριν.
Ωω ηλίθιο ξυπνητήρι!
Πάτησα γρήγορα το κουμπί για να κλείσω αυτό το απαίσιο αντικείμενο. Πέταξα το πάπλωμα από πάνω μου και ανακάθισα στο κρεβάτι. Έτριψα τα μάτια μου και πήγα στο μπάνιο.
Πως είμαι έτσι; αναρωτήθηκα αφού είδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη.
Έπλυνα το πρόσωπό μου και βγήκα από το μπάνιο, αφού άκουσα τον ήχο του μηνύματός από το κινητό μου. Το πήρα από το κομοδίνο και άνοιξα το μήνυμα.
Από: Άγνωστο
Θα πάμε μαζί στο σχολείο. Να με περιμένεις.
Άντριαν. Xx
1) Που βρήκε το κινητό μου;
2) Έλεος μου έστειλε xx.
3) Ωω θεέ μου! Θα με πάει ο Άντριαν! Ρεζίλι θα γίνω πάλι.
Ανάσες Aria, ανάσες.
Αποθήκευσα το κινητό του και το παράτησα στην άκρη. Κατέβηκα στην κουζίνα για πρωινό αλλά δεν ήταν κανείς κάτω. Πάνω στο τραπέζι ήταν ένα σημείωμα. Το άνοιξα.
Καλημέρα.
Μην ξεχάσεις να ξυπνήσεις τον αδερφό σου.
Ήρθαν και οι σχολικές σας στολές, τις έχω αφήσει πάνω στον καναπέ.
Θα αργήσω να γυρίσω, χρήματα σας έχω αφήσει πάνω στην τραπεζαρία.
Με αγάπη μπαμπάς.
"Μάλιστα." είπα στον εαυτό μου.
Πέταξα το γράμμα στα σκουπίδια και ανέβηκα πάνω για να ξυπνήσω τον Ντέιβιντ. Άνοιξα την πόρτα και τον βρήκα να κοιμάται μίσος στο πάτωμα και μίσος στο κρεβάτι. Έλεος αυτό το παιδί.
"Ντέιβιντ ξυπνά." του είπα. Αντί να μου απαντήσει μου πέταξε το μαξιλάρι στο πρόσωπό μου. Μπορεί να μην τον φώναξα και να βγήκα ήσυχα από την πόρτα, στο κεφάλι μου όμως τον είχα σκοτώσει ήδη τρεις φορές. Τον παράτησα και κατέβηκα πάλι στην κουζίνα για να πάρω πρωινό.
Δεν με νοιάζει αν δεν σηκωθεί, σκέφτηκα, εγώ τον ξύπνησα!
Αφού έφαγα πήρα την στολή από τον καναπέ και ανέβηκα στο δωμάτιό μου για να την φορέσω. Φόρεσα το λευκό πουκάμισο και το έβαλα μέσα από την μπλε φούστα. Ήμουν χάλια. Πήγα στο μπάνιο και έπλυνα τα δόντια μου.
"Άρια!" άκουσα τον αδερφό μου να με φωνάζει. Ξεπλύνα το στόμα μου και βγήκα από το μπάνιο.
"Στο δωμάτιό μου!" του απάντησα. Χωρίς να χτυπήσει μπήκε μέσα.
"Ο μπα-" πήγε να πει αλλά τότε με είδε. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και εγώ κοκκίνησα. Ναι οκ, αδερφός μου είναι αλλά εγώ ντρέπομαι.
"Να φοράς πιο συχνά φούστες." μου είπε.
"Αν και θα ταίριαζαν και οι κάλτες μέχρι το γόνατο που έχει η στολή." συνέχισε.
"Καλά." ήταν το μόνο που είπα.
"Τι με ήθελες;"
"Ξέρεις που είναι η στολή μου;" με ρώτησε.
"Στο σαλόνι πάνω στον καναπέ." του είπα.
"Οκ. Ευχαριστώ." είπε πριν βγει από το δωμάτιό μου.
Είχε ένα point στο θέμα με τις κάλτσες. Όχι επειδή ταίριαζαν με την φούστα ή κάτι τέτοιο, απλά είχε ομίχλη και έκανε κρύο.
Τις έβαλα, πήρα το κινητό, το μπουφάν και την τσάντα μου και κατέβηκα κάτω.
Δεν είδα πουθενά τον Ντέιβ. Έβαλα τα σταράκια και το μπουφάν μου και βγήκα έξω.
Ο Άντριαν με περίμενε έξω από το σπίτι. Χωρίς αυτοκίνητο. Καθώς πήγαινα προς το μέρος του τον κοίταξα παραξενεμένη. Αυτός μου χαμογέλασε στραβά.
"Με τι θα πάμε;" τον ρώτησα όταν έφτασα κοντά του.
"Είναι έκπληξη." είπε χαμογελώντας μου. Έκανα περίπου δέκα βήματα μέχρι που είδα τον Άντριαν να ανεβαίνει σε μια μηχανή.
WTF! ΔΕΝ ΥΠΆΡΧΕΙ ΠΕΡΊΠΤΩΣΗ ΝΑ ΑΝΈΒΩ ΣΕ ΑΥΤΌ ΤΟ ΠΡΆΓΜΑ.
Σταύρωσα τα χέρια στο στήθος μου. Γύρισε να με κοιτάξει.
"Ανέβα." μου είπε. Σήκωσα το φρύδι μου και προσπάθησα να βρω μια δικαιολογία.
"Φοράω φούστα." του είπα κοκκινίζοντας. Φάνηκε να με παρατηρεί για πρώτη φορά. Με κοίταξε για κάτι δεύτερα και μετά χαμογέλασε.
"Σιγά Άρια, σου υπόσχομαι να μην σε σκοτώσω." μου είπε στριφογυρίζοντας τα μάτια του.
"Όχι." παρέμεινα ανένδοτη. Χαμογέλασε ελαφρά.
"Ωω έλα τώρα. Μην με αναγκάσεις να έρθω και να σε βάλω πάνω μου." μου είπε. Γούρλωσα τα μάτια μου και αυτός φάνηκε να το μετάνιωσε την ίδια στιγμή που το είπε.
"Ούτε μια πλάκα δεν μπορώ να κάνω." είπε γελώντας. "Πάνω στην μηχανή εννοούσα."
Παίξτω cool Άρια.
"Χαχα, ναι το κατάλαβα." είπα τσιριχτά, ενώ πήγαινα προς το μέρος της. Αυτός χαμογέλασε καθώς εγώ σκαρφάλωσα πάνω της. Ήμουν κατακόκκινη από την ντροπή. Άναψε την μηχανή.
"Ωω έλα τώρα. Θα σ'αρέσει." με διαβεβαίωσε και πάτησε το γκάζι. Καθόλη την διάρκεια της διαδρομής είχα κολλήσει πάνω του και είχα τα μάτια μου κλειστά. Όταν φτάσαμε ήμουν παγωμένη και φοβισμένη.
"Φτάσαμε." μου είπε αλλά εγώ δεν κουνήθηκα. Δεν είπε καμιά μαλακία, ούτε τίποτα πρόστυχο απλά έβγαλε απαλά τα χέρια μου από γύρω του και με βοήθησε να κατέβω. Οι φίλοι του έρχονταν προς το μέρος μας και εγώ ένιωσα άβολα.
"Ευχαριστώ." του είπα σιγανά πριν αρχίσω να φεύγω.
Ηλίθια Άρια. Για να φτάσεις στην εξώπορτα πρέπει να περάσεις από την παρεούλα του. Ίσως καταφέρω να περάσω απαρατήρητη, σκέφτηκα.
Προσπάθησα να περάσω από γύρω τους, αλλά αυτοί άλλαξαν πορεία και ήρθαν προς την μεριά μου.
Πόσο τεράστιο λάθος.
"Ωπ γλύκα, να φοράς πιο συχνά φούστες." είπε ένας από αυτούς.
"Ναι! Γιατί έχεις γαμάτο κωλαράκι!" φώναξε ένας από πίσω.
Ωχ θεέ μου.
"Εεε εγώ πρέπει να φύγω." είπα γρήγορα και προσπάθησα να βγω από εκεί μέσα.
Ο Έλιοτ με έπιασε από το χέρι.
"Θα έρθεις αύριο στο πάρτυ του Άντριαν;" με ρώτησε χαμογελώντας.
"Αν είσαι και σύ, όχι. Τώρα άφησέ με ήσυχη." του είπα προσπαθώντας να ξεφύγω.
Μα που στο διάολο είναι ο Άντριαν;
"Ουόου. Δεν σε πηδήξαμε ακόμα για να κάνεις έτσι." είπε ξανά ένας από αυτούς.
"Και ούτε πρόκειται παλιομαλάκα!" είπα νευριασμένη.
"Έγινε κάτι παιδιά;" άκουσα την φωνή του Άντριαν και ανακουφίστηκα. Γύρισα να τον κοιτάξω.
"Σε παρακαλώ μάζεψε τους φίλους σου." του είπα. Ανασήκωσε τους ώμους αλλά δεν είπε κάτι.
"Γαμώτο Άντριαν!" του ξαναείπα. Η παρέα του άρχισε να γελάει. Ήμουν έτοιμη να κλάψω. Ένιωθα τεράστια πίεση και ο βλάκας δεν βοηθούσε. Ήρθε κοντά μου.
"Αφήστε την." είπε μετά από ένα λεπτό.
Ο Έλιοτ μου άφησε το χέρι και εγώ έσφιξα τα χείλη μου.
"Τι να σου πω!" είπα απευθυνόμενη στον Άντριαν.
"Πόσο κούκλος είμαι!" με ειρωνεύτηκε αυτός και οι φίλοι του ξέσπασαν στα γέλια.
"Ρωτά τους φίλους σου." του απάντησα πριν φύγω. Τα μάτια μου είχαν αρχίσει να δακρύζουν και πήρα βαθιές ανάσες για να ηρεμήσω.
Όλα είναι εντάξει, προσπάθησα να καθησυχάσω τον εαυτό μου.
Σκούπισα ένα, δύο δάκρυα που μου είχαν ξεφύγει και ανέβηκα τα σκαλιά που οδηγούν στην εξώπορτα του κτιρίου. Την άνοιξα και μπήκα μέσα. Τα περισσότερα παιδιά μιλούσαν μεταξύ τους ή έφτιαχναν τα ντουλαπάκια τους. Άνοιξα το κινητό μου και έστειλα μήνυμα στην Σαμ.
Προς: Σάμμυ
Που είστε;
Μετά από πέντε περίπου λεπτά μου απάντησε.
Από: Σάμμυ
Εγώ δεν θα έρθω σήμερα, θα πάω στον γιατρό. Για τον Εντ δεν ξέρω.
Μάλιστα.
Προς: Σάμμυ
Οκ. Θα τα πούμε το απόγευμα.
Έβαλα το κινητό μου μέσα στην τσέπη από το μπουφάν μου και κατευθύνθηκα προς το ντουλαπάκι μου. Ένιωθα απίστευτα άβολα με την φούστα και κάποια παιδιά τα οποία με κοιτούσαν, δεν βοηθούσαν την κατάσταση. Όταν έφτασα στο ντουλαπάκι μου, έβαλα τα πράγματά μου μέσα και πήρα τα βιβλία της πρώτης ώρας. Κλείδωσα το ντουλαπάκι και πήγα προς την τάξη όπου θα έκανα μάθημα. Κάθισα στο πρώτο θρανίο που βρήκα άδειο και βολεύτηκα στην θέση μου.
***
Η ώρα πέρασε βασανιστικά αργά και όταν επιτέλους χτύπησε το κουδούνι, πήρα τα βιβλία μου και βγήκα από την τάξη. Πήγα κατευθείαν στο ντουλαπάκι μου. Τι τεράστιο λάθος.
Προσπάθησα να μην δώσω σημασία στον Άντριαν όπου έπαιρνε τα βιβλία του. Έκλεισε το ντουλαπάκι του και πήγε να φύγει, αλλά τότε με είδε. Χαμογέλασε και βολεύτηκε πάνω στο ντουλαπάκι. Όταν έφτασα δεν τον κοίταξα καν, απλά άνοιξα το δικό μου ντουλαπάκι και έβαλα μέσα τα πράγματά μου. Πριν προλάβω να κλείσω την πόρτα από το ντουλαπάκι, στο κινητό μου ήρθε μήνυμα.
Από: Άντριαν
Θα με συγχωρέσεις για το πρωί; xx
Τα xx να τα βάλεις εκεί που ξέρεις!
Παράτησα το κινητό μου εκεί που ήταν και έκλεισα την πόρτα με δύναμη.
"Που βρήκες το κινητό μου;" τον ρώτησα.
"Όποιος νοιάζεται μαθαίνει." μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι. Στριφογύρισα τα μάτια μου.
"Κάτι πιο πρωτότυπο δεν είχες;" Αυτός έβγαλε ένα πνιχτό γελάκι και έφυγε.
Μάλιστα.
Έφυγα και εγώ και προσπάθησα να βρω τον Έντουαρντ. Τον έψαξα σχεδόν σε όλο το σχολείο αλλά δεν τον βρήκα.
Τι θα κάνω τώρα;
***
Η υπόλοιπη μέρα μου πέρασε αργά. Πολύ αργά. Πάρα πολύ αργά.
Είχα στείλει δυό τρία μηνύματα στον Έντουαρντ αλλά δεν απάντησε σε κανένα. Όταν και το τελευταίο κουδούνι χτύπησε και αφού η κυρία της λογοτεχνίας μας έδωσε κάτι ασκήσεις, μάζεψα τα πράγματά μου και έφυγα. Ήθελα να περπατήσω οπότε δεν έκανα καν τον κόπο να ψάξω τον Άντριαν. Πήρα την τσάντα μου και το κινητό μου και βγήκα έξω από το σχολείο. Η ομίχλη είχε διαλυθεί αλλά ο ουρανός ήταν σκοτεινιασμένος. Αν έβρεχε θα γινόμουν μούσκεμα.
Ας έπαιρνα ομπρέλα.
Τα περισσότερα παιδιά έμπαιναν σε αυτοκίνητα. Επιτάχυνα το βήμα μου και βγήκα στον δρόμο. Ενώ είχα διανύσει μια μικρή απόσταση, άρχισε να ψιχαλίζει.
Όχι ρε γαμώτο!
Το κινητό μου χτύπησε. Με έπαιρνε ο Άντριαν αλλά σιγά να μην το σήκωνα. Έχουμε και έναν εγωισμό. Έβαλα το κινητό στην τσέπη μου και συνέχισα να περπατάω πιο γρήγορα αυτή την φορά, γιατί η βροχή άρχισε να δυναμώνει.
Μέχρι να φτάσω σπίτι θα έχω γίνει μούσκεμα. Τι πειράζει; Θα κάνω και δωρεάν μπάνιο.
Ο Άντριαν μου έστειλε μήνυμα αλλά βαριώμουν να το δω. Τώρα έβρεχε κανονικά. Ή μάλλον έβρεχε καρεκλοπόδαρα και εγώ είχα γίνει σκατά. Ένα κόκκινο τζιπάκι μου κόρναρε καθώς με προσπέρασε. Ο συνοδηγός έβγαλε το κεφάλι του έξω από το παράθυρο και μου σφύριξε. Κρατήθηκα για να μην τους κάνω κωλόχερο.
Τι στο διάολο;
Στριφογύρισα τα μάτια μου σε αυτήν την σκέψη και προσπάθησα να προχωρήσω πιο γρήγορα. Με προσπέρασε και άλλο αμάξι το οποίο πάτησε σε μια λακούβα γεμάτη νερό και με έκανε χειρότερα.
Τι κλισέ.
Έσφιξα τα χείλη μου και άρχισα να κάνω άσεμνες χειρονομίες προς το αυτοκίνητο, το οποίο σταμάτησε.
Γαμώτο! Αυτό μου έλειπε.
Συνέχισα να περπατάω και όταν έφτασα κοντά στο αμάξι, ο οδηγός κατέβασε το τζάμι. Προσπάθησα να μην δώσω σημασία.
"Εε κοπελιά." άκουσα μια αντρική φωνή. Γύρισα και κοίταξα. Ένα αγόρι στην ηλικία μου με καστανά μαλλιά και μελί μάτια μου χαμογελούσε.
"Τι;" είπα θυμωμένα.
"Συγνώμη που σε έκανα μούσκεμα." μου είπε.
"Θα προτιμούσα να μην χρειαζόταν να μου ζητήσεις." του είπα ενώ στριφογύριζα τα μάτια μου.
"Ναι έχεις ένα point." μου είπε γελώντας. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και άρχισα να περπατάω.
"Περίμενε!" μου φώναξε. Γύρισα ξανά.
"Θες να σε πάω στο σπίτι σου;" μου είπε ενώ έφερε το αμάξι κοντά μου.
"Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω. Και ίσως αν είμαι τυχερός θα μου πεις και το όνομά σου." μου είπε χαμογελώντας. Είχε λακάκια.
Τίποτα πιο πρωτότυπο δεν έχουν να πουν;
"Είμαι η Άρια και οι γονείς μου μου μου έχουν πει να μην μπαίνω σε αμάξια αγνώστων." του είπα.
"Μου φτάνει και αυτό. Είμαι ο Ντάνιελ." μου απάντησε γελώντας. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου.
"Θα ξανασυναντηθούμε!" ήταν το τελευταίο πράγμα που μου είπε πριν φύγει.
***
Περιμένω σχόλια.
Εύη xx.