"Δηλαδή σου έχωσε μπάτσα;" του είπε ο Άντριαν και άρχισαν να γελούν σαν μικρά παιδιά.
"Ναι! Και το χειρότερο ήταν που η φίλη της μου έριξε την μπύρα στο κεφάλι!" απάντησε ο αδερφός μου. Ξανά γέλια.
"Εγώ πιστεύω ότι αυτό που έκανες στις κοπέλες ήταν απαράδεκτο Ντέιβ!" μπήκα και εγώ στην συζήτηση. Δεν λέω ο αδερφός μου είναι όμορφος. Αρκετά όμορφος για να έχει πολλές κοπέλες. Καστανόξανθος με μελί μάτια, οι περισσότεροι δεν καταλαβαίνουν ότι είμαστε αδέρφια.
"Δεν ζήτησε κάνεις την γνώμη σου μικρή μου αδερφή." μου απάντησε ειρωνικά ο 'μεγάλος' μου αδερφός.
"Τι δηλαδή το θεωρείς καλό που είχες παράλληλη σχέση με δύο φίλες;" ρώτησα εκνευρισμένη.
Τόσο παιδιάστικο!
"Δεν θα συνεχίσω αυτή την συζήτηση Άρια γιατί δεν θέλω να σε κάνω να κλάψεις!" κλασικός Ντέιβιντ. Επειδή τυχαίνει να κλαίω από τα νεύρα μου, νομίζει ότι μπορεί να με κάνει ότι θέλει.
Ο Άντριαν ήταν αμέτοχος. Μας κοιτούσε εξεταστικά όση ώρα μαλώναμε. Όταν ο Ντέιβ μετά από λίγο σταμάτησε να φωνάζει γιατί του είπα ότι θα το πω στον μπαμπά, ο Άντριαν πρόσθεσε και άλλη αμηχανία στην είδη αμήχανη στιγμή.
"Το ξέρεις ότι έχεις πολύ όμορφα μάτια Άρια;" ρώτησε στα ξεκάρφωτα.
Πάει καλά;
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και προσπάθησα να κρύψω το κόκκινο πρόσωπό μου πίσω από την μαύρη κουρτίνα των μαλλιών μου.
Ο Ντέιβιντ άρχισε να σπαρταρά σαν το ψάρι από τα γέλια και ο Άντριαν τον κοίταξε αποδοκιμαστηκά. Κοίταξα το κινητό μου. Ούτε μία κλήση ούτε ένα μήνυμα. Ξεφύσιξα αγανακτισμένη.
"Μήπως πρέπει να πάρεις τηλέφωνο τον μπαμπά,;" ρώτησα τον αδερφό μου μη μπορώντας να κοιτάξω το μαυρομάλλικο αγόρι γενικότερα.
"Γιατί; Δεν περνάς καλά μαζί μου;" απάντησε ο Άντριαν. Ξανακοκκίνησα. Είμαι σίγουρη ότι έγινα σαν πατζάρι.
"Δεν είναι αυτό...απλά είμαι κουρασμένη από το ταξίδι και θέλω να ξεκούραστω για το σχολείο αύριο." απάντησα σοβαρά, ενώ ταυτόχρονα σταύρωσα τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου.
"Χμ." ήταν το μόνο που είπε.
Ο Ντέιβ έβηξε διακριτικά.
"Ε παιδιά είμαι και εγώ εδώ." είπε.
Μα είναι δυνατόν να σε ξεχάσουμε; Αλλά αυτό δεν το άκουσε κανείς άλλος εκτός από έμενα.
"Λοιπόν νομίζω πως για πρώτη φορά στην ζωή σου έχεις δίκαιο. Πρέπει να φύγουμε." απάντησε ο αδερφός μου στην ερώτησή μου.
"Ο πατέρας σας δεν θα γύρισε ακόμα αλλά έχω εγώ κλειδιά από το σπίτι σας."
Από που και ως που;
"Θα περάσω να σας πάρω με το αμάξι το πρωί." μας είπε ο Άντριαν αφού μας έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού.
"Μεγάλε τι είμαι; Κανένα γκομενάκι που χρειάζεται βοήθεια; Θα πάω με τα πόδια." έκανε την δήλωσή του ο αδερφός μου.
"Μάλιστα. Τότε θα πάρω μόνο την αδερφή σου." είπε.
Τι; Για πιο λόγο; Μιά χαρά δουλεύουν τα πόδια μου.
Δεν πρόλαβα να διαμαρτυρηθώ.
"Και δεν ακούω κουβέντα." πρόσθεσε.
***
Άνοιξα την πόρτα και μπήκαμε μέσα στο σπίτι. Όλα ήταν σκοτεινά και εγώ δεν ήξερα που ήταν το φως. Ο Ντέιβ ξεφύσιξε και με έσπρωξε για να περάσει.
"Άστο σε εμένα." είπε.
Ακούστηκε ένα 'κλικ' και τα φώτα άναψαν.
Είναι τεράστιο.. Το σπίτι.
"Ε Άρια κλείσε το στόμα πριν μπει καμιά μύγα. Περίμενε να δεις και τα δωμάτια." είπε και γέλασε μόνος του.
"Οκ ότι πεις." του απάντησα. Περιεργάστικα τον χώρο γύρω μου. Απέναντι από την εξώπορτα υπήρχαν δύο σκάλες που ανέβαιναν στο πάνω όροφο. Δεξιά από την πόρτα υπήρχε το σαλόνι και αριστερά από αυτήν ένας διάδρομος που οδηγούσε λογικά στην κουζίνα.
"Έχει και play room." με πληροφόρησε ο Ντέιβιντ. Πήρα την βαλίτσα μου και ανέβηκα την σκάλα. Πήγα στο τέλος του διαδρόμου και άνοιξα την τελευταία πόρτα.
Μέσα υπήρχε ένα τεράστιο κρεβάτι με ανοιχτό ροζ παπλώματα και μαξιλάρια στα χρώματα του ροζ, του μπεζ και του ανοιχτού γαλάζιου. Το δωμάτιο ήταν βαμμένο μπεζ.
"Ουάου." είπα στον εαυτό μου.
"Σου αρέσει;" απάντησε μια φωνή από πίσω μου. Μου έφυγε μια μικρή κραυγή και γύρισα να δω ποιος είναι.
"Μπαμπά!;" πόσο καιρό είχα να τον δω..
"Ναι Άρια εγώ είμαι." ήρθε και με αγκάλιασε.
"Είναι πραγματικά υπέροχο."απάντησα στην προηγούμενη ερώτησή του.
"Χαίρομαι που σου άρεσε. Δεν ήξερα το στυλ σου γι αυτό κάλεσα διακοσμήτρια." μου είπε με ένα χαμόγελο.
Μα πως να ξέρεις το στυλ μου μπαμπά; Έχεις να με δεις από τότε που μας παράτησες.
"Είναι τέλειο! Ευχαριστώ!" του απάντησα με το ποιο καλό χαμόγελο που μπορούσα.
"Μου έλειψες αγάπη μου." μου είπε.
Ας ερχόσουν να μας δεις μπαμπά...
"Ναι και σε εμένα έλειψες." είπα κουρασμένα. Μερικές φορές είναι καλύτερα να μένεις σιωπηλή παρά να πληγώσεις ένα άτομο που αγαπούσες πολύ..
***