when you came /Παλιά Έκδοση

Por deaancas

191 21 3

Η Iris Silver ή αλλιώς Jones,δεν ήταν από αυτά τα συνηθισμένα κορίτσια, ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα γίνει τ... Más

ΠΡΙΝ ΔΙΑΒΆΣΕΙΣ ΤΟ ΒΙΒΛΊΟ
CHAPTER 01
CHAPTER 02

CHAPTER 00

44 6 2
Por deaancas

(ΕΛΠΊΖΩ ΝΑ ΒΓΆΖΕΙ ΝΌΗΜΑ, ΈΧΟΥΝ ΠΕΡΆΣΕΙ ΤΈΣΣΕΡΑ ΧΡΌΝΙΑ ΑΠΌ ΤΌΤΕ ΠΟΥ ΤΟ ΈΓΡΑΨΑ)

Και θέλω να με κρατήσεις όταν πέσω,όχι εδώ — όχι στην γη.

Θέλω να με κρατήσεις λίγο πριν πέσω από τον Παράδεισο. Δεν θέλω να σου πω αντίο ξέρεις Μικρή Σειρήνα,θέλω να μείνω για πάντα δίπλα σου. Και γνωρίζω καλά. Δεν πιστεύεις στο για πάντα. Αλλά στο τίποτα.
Θέλω να μείνω δίπλα σου,σε ικετεύω,μην με ρίξεις.

Μια νύχτα ακόμη,εγώ και εσύ πριν το τέλος. Να με κρατήσεις γερά Σειρήνα. Μην αφήσεις το χέρι μου,τα νερά της θάλασσας δεν δείχνουν οίκτο. Η πτώση, επίσης. Σε σπάει εσένα και τα φτερά σου.
Σειρήνα μου.

Αν ποτέ βρω το θάρρος ( και την ευκαιρία ) να σε σπάσω άσε με λίγο πριν με αφήσεις να γευτώ το χάος που κρύβεις στα πόδια σου. Άσε με να έχω τον έλεγχο του κορμιού σου,για λίγο. Να σε αγγίξω χωρίς να φοβάμαι ότι είσαι ψεύτικη. Άσε με να πραγματοποιήσω όλες τις πρόστυχες σκέψεις μου.

Άσε με, έστω για λίγο,να χαθώ σε κάθε εκατοστό του κορμιού σου, να γευτώ την γεύση σου στο στόμα μου,ξέρεις,για να σε θυμάμαι. Να θυμάμαι ότι για ένα διάστημα ήσουν δικιά μου. Πριν ο χρόνος αρχίσει να γίνεται ο χειρότερος εχθρός μας.

Και κάτι τελευταίο, οι ποιητές δεν αγαπούν απλά για να αγαπήσουν,δεν γράφουν για ένα πρόσωπο τόσο απλά. Το ερωτεύονται πριν καν το γνωρίσουν. Οι ποιητές φαντάζονται γυμνή σάρκα πριν καν την αγγίξουν. Έτσι και εγώ γλυκιά μου Σειρήνα, κολυμπώ στα νερά σου καιρό τώρα.

Και δεν με αφήνεις να πιω το νέκταρ των Θεών, το πίνεις όλο μόνη σου,και το μισό πάει χαμένο. Και έτσι όπως κυλάνε οι χαμένες σταγόνες από τα στήθη σου προς τα κάτω εγώ σκύβω για να γευτώ την αμαρτία σου,και πάντα μιλάω για το ποτό των Θεών. »

Όταν κατάλαβα ότι αυτή ήταν ο Παράδεισος που θα με λυτρώσει από την Κόλαση μου, άρχισα να την τρέμω. Φοβόμουν, διότι ήξερα ότι έτσι και δεχτώ το παιχνίδι της φωτιάς της δεν θα βγω ζωντανός. Ήξερα ότι το τέλος μου θα έρθει από την στιγμή που θα αποδεχόμουν την επιρροή που προκαλεί εκείνη κάθε φορά που τα μάτια της αρχίζουν και λιώνουν το κορμί μου. Για αυτό,φόρεσα την μάσκα ξανά. Δεν κρύφτηκα. Το προσωπείο απλά..Ναι,το αποδέχομαι. Ήθελα να κρυφτώ μακριά της. Μα εκείνη — Θεέ και Κύριε — τραγουδούσε, έκλαιγε και ζούσε τόσο κοντά μου. Ήταν σχεδόν αδύνατον να μην την αγγίξω. Και όταν το έκανα. Αποδέχτηκα την Μοίρα μου. Αποδέχτηκα ότι θα πεθάνω νέος και δεν θα φτάσω ποτέ στην Ιθάκη μου. Θα θαλασσοπνίγομαι,κάθε φορά που θα αγγίζω την Σειρήνα μου,θα με πνίγει με τα άθλια ποιήματα και γράμματα που θα της γράφω. Διότι θα ξέρει,είμαι ο Εφιάλτης της. Θα γίνω εκείνος. Θα γίνω το τέρας που δεν θέλει να είναι κοντά της. Και δεν θέλω να γίνω,όμως θα γίνω. Για να καλύψω τα κενά που άφησε η Εύα,η πιο μεγάλη σκύλα που έχω γνωρίσει.

Η Μητέρα όλων των Δαιμόνων — Η Λίλιθ μου —και για να καλύψω τα κενά της,για να σκοτώσω τους Δαίμονες που γέννησε μέσα στο κεφάλι μου θα χρειαστεί να μολύνω με το δηλητήριο της έναν Άγγελο. Και ξέρω ήδη το τέλος. Θα την στραγγαλίξω πριν καν προλάβει να καρφώσει το πύρινο. σπαθί στο δέρμα μου. Και καθώς η σάρκα μου θα λιώνει θα βλέπω τις προηγούμενες ζωές μας. Ήταν η Ωραία Ελένη, ήμουν αυτός ο χαζός Πάρις. Για ακόμη μια φορά · σε μια άλλη ζωή,το λάθος του πάθους μας,ήταν η αιτία για το χάος.

Έστω και μια στιγμή στην ζωή σου που θα έχεις φοβηθεί κάτι ή και κάποιον,και ναι έχεις φόβους. Φόβοι αθώοι,φόβοι αμαρτωλοί,φόβοι δυνατοί και αδύναμοι και πάλι φίλε μου,παραμένει φόβος. Κι εσύ εξακολουθείς να λες ότι δεν τρέμεις τίποτε,ότι είσαι δυνατός και αθάνατος. Εσύ και αν δεν φοβάσαι κάτι - εσύ φοβάσαι τα πάντα - φοβάσαι όσα πράγματα λες ότι δεν φοβάσαι - και σε πονάει τόσο πολύ αυτό το κάτι που θα σκότωνες ακόμη και το πιο αθώο πλάσμα στην γη αν έτσι θα σταματήσεις να φοβάσαι - αυτό έκανα και εγώ,σκότωσα το πιο αθώο πλάσμα για 'μένα. - Πίστεψε,σκότωσα πολλά αθώα πλάσματα και ακόμη τίποτα. Ένα απόλυτο κενό σε ένα κόσμο με τόσα για πάντα.

Ο φόβος δεν έχει φύγει ακόμη εκεί. Μέσα στην ντουλάπα πίσω από τα ζέστα παλτά του χειμώνα είτε κάτω από το κρεβάτι,αγκαλιά με όλα τα τέρατα που καραδοκούν εκεί καιρό τώρα. Όλοι μας. Ακόμα και ο πιο άκαρδος,ο πιο μισητός ,φαντάσου ξένε, ακόμη και εγώ νιώθω αυτό το άθλιο συναίσθημα να με διαπερνάει σαν το ρεύμα. Φοβάμαι,τρέμω στο άκουσμα του φόβου μου,ουρλιάζω μα κάνεις δεν με ακούει,όλοι είναι ρομπότ. Και το γεγονός ότι το νιώθω να είναι καθ' δον και εγώ δεν,δεν έχω ούτε έναν σύμμαχο στο μέρος μου. Όλοι με ξέχασαν,προχώρησαν, ζουν σαν να μην υπήρξα πότε με κάνει να φοβάμαι ακόμη πιο πολύ. Ούτε καν η οικογένεια δεν με θέλει. Και γιατί να σε θέλει;σκότωσες πολλούς.

Έσφαξες χωρίς οίκτο πολλές ψυχές στην προσπάθεια σου να βρεις το πιο αθώο πλάσμα μέσα σε μια Κόλαση.. Πόσο χαζός πρέπει να ήμουν.. Έψαχνα το πιο αθώο πλάσμα σε μια Κόλαση. Ακόμη ένα λάθος. Αν είχα βρει την λεγόμενη θεραπεία του φόβου μου δεν θα ήμουν εδώ σήμερα. Ίσως σε ένα κολέγιο,σε ένα σπίτι με μια οικογένεια,έστω θα είχα άτομα διπλά μου και όχι φαντάσματα,μα και αυτά έχουν ψύχη φίλε μου.

Αν είχα ψάξει καλύτερα θα την είχα βρει. Όμως ,είμαι τόσο γελοίος που και αν την είχα βρει θα την έκανα όμοια με έμενα. Τέρας...Σαν και έμενα ένα τέρας που απλά μπέρδεψε την Κόλαση με τη Γη. Το τέλος μου έχει ήδη έρθει ενώ διάολε είμαστε στην αρχή. Δεν θέλω να έρθει το τέλος. Θέλω ακόμη μια ευκαιρία Πατέρα!Σώσε με από τα λάθη μου και υπόσχομαι ότι θα φτιάξω δαχτυλίδια από τα λάθη μου για να φόρας..

Σώσε με από τέλος.  Σώσε με από εμένα. Σώσε με από ό,τι με πονά και με σπάει. Σώσε με από εσένα. Από την αρχή. Από όλα. Από τον δειλό εαυτό μου που κρύβεται πίσω από μια μάσκα. Μια μάσκα με ρωγμές που αρνούμαι να την κάψω και ας είν' εκτός εποχής.

Μην με αφήσεις, δεν την έχω βρει ακόμη. Δώσε μου την ευκαιρία να αγαπήσω και να αγαπηθώ όσο τρελό και αν ακούγεται Πατέρα,θέλω μια ήρεμη ζωή δίχως παιχνίδια θανάτου.. Δεν θέλω να με σφάξει το τέλος πριν καν βρω την θεραπεία μου,γιατί αν την βρω δεν θα με νοιάζει αν έρθει. Θα έχω εκείνη και όχι το τέλος,θα έχω μια αρχή μέσα στο τέλος μου. Ναι,σίγουρα κατάλαβες και εσύ ποιος είναι ο μεγαλύτερος μου φόβος.

Φοβάμαι το τέλος, τρέμω στο άκουσμα αυτής της λέξης και σε ό,τι μαλακία θα με φέρει κοντά στο καταραμένο. Και Πατέρα σου ορκίζομαι ότι θα σκοτώσω κάθε δαίμονα και κάθε άγγελο που θα λέει το όνομα μου απόψε, δεν θα πεθάνω Πατέρα. Έχω μια ψύχη να διαλύσω και μερικά λάθη να σκορπίσω πριν εκείνη πατήσει την σκανδάλη για να σωθούμε από βέβαιο θάνατο ή πριν μια σφαίρα ενός όπλου σκίσει την σάρκα μου κάνοντας εκείνη να πεθάνει από την θλίψη.

Υπόσχομαι ότι θα κάνω τα πάντα για να μην χάσω σήμερα. Σήμερα θα παίξουμε το παιχνίδι. Σήμερα ίσως πεθάνω,ίσως ζήσω. Σήμερα θα νικήσω για όλες τις ήττες που έχω αποκτήσει,σήμερα θα πάρω εκδίκηση για όσα άτομα αγάπησα και χάθηκαν γιατί έμπλεξαν μαζί μου. Αλλά όπως κι να 'χει γνωρίζω ήδη. Γνωρίζω την αλήθεια γιατί ζω στο ψέμα από τότε που ήμουν παιδί.

Γνωρίζω ήδη ότι είμαι χαμένος,και θα είμαι για όλη την μίζερη ζωή μου,ποτέ δεν γίνω κάποιος. ( ποτέ δεν θα αποκτήσω οικογένεια,γιατί είμαι τρελός,σκοτώνω ό,τι αγαπώ. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς έτσι έχω μάθει ) .Και όποιος θα προσπαθήσει να με αλλάξει θα καεί από την φωτιά μου πριν καν προσπαθήσει να παλέψει. Θα καεί και ας μην το έχει θελήσει,έτσι ( ξέρεις ) πάει η καταστροφή. Σε σπάει,πριν καν φωνάξεις για βοήθεια. Δεν σε αφήνει να απλώσεις ένα χέρι, δε σε αφήνει να πιάσεις την σανίδα. Σε αφήνει εκεί,να πνίγεσε μόνος και πληγωμένος. Και θα είναι αργά όταν θα καταλάβεις το λάθος σου. Θα είναι αργά. Θα είσαι ήδη χαμένος.

Ανήκω στους χαμένους εδώ και πολύ καιρό,ίσως από τότε που με θυμάμαι να κάνω αυτές τις παράνομες μαλακίες μαζί με τον Τόνι και τον Άλεξ ( ο Τόνι είναι ο μεγαλύτερος αδελφός - από διαφορετικό πατέρα,αν και πάλι όπως και να 'χει αμφιβάλλω αν και αυτό είναι αλήθεια μιας και τα ψέματα που μου έχουν πει όλοι τους με πνίγουν αυτή την στιγμή - ενώ από την άλλη ο Άλεξ είναι ακόμη ένα θύμα του πατερούλη μου ) . Κάνεις από τον Κύκλο ( ο Κύκλος,σίγουρα θα έχεις την απορία τι στο διάολο είναι αυτό;!Πίστεψε,είναι ακόμη νωρίς για να μάθεις για αυτή την σκοτεινή οικογένεια ) δεν με αποδέχτηκε αμέσως. Όλοι έβγαζαν τόσο μίσος προς έμενα,εγώ ο τότε τετράχρονος εαυτός μου δεν ήξερε που έμπλεκε όταν ακολούθησε τον μεγαλύτερο αδελφό του. Όταν σκότωσε για πρώτη φόρα εκείνη την άτυχη γυναικά..

Δεν ήξερα,και μου άρεσε όλο αυτό. Να παίζω με όπλα,να σκοτώνω να καταστρέφω ό,τι αγγίζω,να προκαλώ θάνατο σε κάθε μου άγγιγμα. Πίστευα ό,τι και αν έκανα και σε όποιον το άξιζε. Μέχρι που τα πράγματα άλλαξαν. Έγινε η αλλαγή,πλέον είμαι σαν και αυτούς που μισώ και με μισούν,πλέον και εγώ είμαι ένα τέρας που σκοτώνει ό,τι βρει. Και τι μου έλεγαν από μικρός.. Σκότωσε ό,τι αγαπάς,σκότωσε ό,τι σε κάνει συναισθηματικό και αδύναμο. Σκότωσε την. Σκότωσε τον δαίμονα που δηλητηριάζει τις σκέψεις σου και σε γεμίζει με συναισθήματα. Μου έλεγε,εκείνος. ( Ο πατέρας μου,βασικά όχι ακριβώς αλλά οι αληθινοί γονείς μου χάθηκαν. Την μητέρα μου την σκότωσα εγώ ο ίδιος,ενώ το τέρας που αποκαλούσα πατέρα σκότωσε τον αληθινό πατέρα μου. Ή έστω πίστευα,μιας και αυτά - σίγουρα - είναι ακόμη ένα ψέμα ).

Τον μοναδικό άνθρωπο που απεχθάνομαι πιο πολύ και από έμενα. Μου έλεγε να την σκοτώσω,μου έλεγε να την πνίξω και την τεμαχίσω σε πολλά μικρά κομμάτια και ύστερα να την κάψω,στάχτη. Ίσως εκεί θα τελειώσουν όλα. Στάχτη και κόκαλα,τι όμορφο τέλος. Ναι,αυτό μου αξίζει. Μου αξίζει να πεθάνω από την ίδια μου την φωτιά. Έχω αφαιρεθεί στις σκέψεις μου εδώ και αρκετή ώρα. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πότε πάρκαρα το μαύρο τζιπ μου έξω από το παρατημένο Άσυλο ( ή έτσι νομίζουν ότι είναι ). Κοίταξα την λεπτή κοπέλα με τα μαύρα μακριά και ωραία της μαλλιά πριν σύρω το σώμα μου έξω από το αυτοκίνητο,εκείνη έκανε το ίδιο. Τραγουδούσε ένα τραγούδι από τους Beatles.

Να πω ότι φοβόμουν,δεν ήθελα να έρθει,φοβάμαι μην πάθει κακό και εκείνη αλλά και...και το παιδί μας. Οκτώ μηνών προς τον ένατο,φοβάμαι και με τα δίκια μου.

Μέτα από λίγο στάθηκε απέναντι μου ,είχε αυτό το πονηρό και εξίσου μοχθηρό χαμόγελο που πραγματικά απεχθάνομαι όταν με κοιτάει έτσι,γιατί όταν με κοιτάει με αυτό το χαμόγελο ξέρω ότι δεν με φοβάται . Δάγκωσε με προκλητικό τρόπο το κάτω χείλος της πριν τοποθετήσει τα μακριά και γυμνασμένα χέρια της γύρω από τους ώμους μου,απλά σταμάτα να με αγγίζεις πριν σε σκοτώσω.

Διάολε,θέλω όντως να την σκοτώσω;σίγουρα όχι,απλά αυτή την στιγμή μιλάει ο δαίμονας της που φιλοξενώ στο σώμα μου εγώ και κάθε της θύμα. Έχω γίνει εστία από δαιμόνια που ζούσαν παλιά στο δικό της σώμα.

«Πες αυτό που θες να πεις. Δεν δαγκώνω»,της είπα με ήρεμο τρόπο - προσπαθούσα να την κάνω να νιώσει πιο ωραία και ας ήταν αδύνατον πλέον - αλλά ο θύμος που έβραζε κάτω από την μάσκα ήταν μπόλικος και η τρέλα μου για να σκοτώσω ήταν ήδη σε υψηλό βαθμό. Εκείνη γέλασε ειρωνικά και με πλησίασε ακόμη πιο πολύ. Πήγε προς τα πίσω τα μακριά μαλλιά της πριν ξανά δαγκώσει με τον ( μαγευτικό ) προκλητικό τρόπο τα ροζ χείλη της,που πριν ώρες,αυτά τα χείλη που πριν ώρες φιλούσα με πάθος...

Έβγαλα έξω τα τσιγάρα μου και άρχιζα να καπνίζω ένα όσο εκείνη μου έλεγε ότι δεν είναι φυσιολογική αντίδραση ανθρώπου αυτή. Το γεγονός ότι θα παίξουμε ένα παιχνίδι θανάτου,σαφώς και δεν το έχει αποδεχτεί ακόμη,έτσι κάνει,και ναι ακόμη να την μάθω. Ξέρω από πρώτο χέρι ότι η Εύα πάσχει από σχιζοφρένεια,αλλά αυτή είναι που με ρωτάει αν φοβάμαι και μετά απαντά αμέσως εκείνη ναι φοβάσαι.

Όλοι φοβόμαστε κάτι. Ακόμα και εσύ.

Όχι,όχι Άδη μου δεν φοβάσαι το τέλος. Δεν έχεις την ιδέα τι είναι τέλος,τι είναι θάνατος,δεν έχεις ιδέα πως είναι να χάνεις κάποιο που αγαπάς. Δεν ξέρεις να χάνεις αλλά μόνο να κερδίζεις,δεν ξέρεις από θάνατο και για αυτό τον φοβάσαι. Είσαι απλά ακόμη ένας δειλός που το μόνο που του μένει κάνει είναι να υπηρέτης από ανθρώπους που αξίζουν μόνο να τους πετάς βιβλία στο χοντροκέφαλο τους,διότι δεν έχουν ιδέα τι θα πει αγάπη,έρωτας,φόβος,πόνος από μια πτώση. Δεν ξέρουν τα συναισθήματα,μου είπε καθώς άρχιζε να απομακρύνεται από κοντά μου.

«Γιατί ακολούθησες τους δυνατούς αντί να δώσεις δύναμη στους αδύναμους;» Είπε καθώς σταμάτησε μπροστά μου,τα καταγάλανα ματιά της είχαν γεμίσει με δάκρυα που θύμιζαν κρύσταλλα, τα ματιά της..Δεν τα θέλω δακρυσμένα, μα είμαι δειλός για να πάω κόντρα στην μοίρα. Είμαι δειλός και μικρός για να έχω τόση δύναμη για να κάνω πόλεμο με την μοίρα. Και με εκείνη,ίσως της αρέσει αυτό,τα δάκρυα και το σκοτάδι,μα αυτό δεν αρέσει σε έμενα,γιατί νιώθω τέρμα υπεύθυνος για ό,τι έπαθε και θα πάθει.

Και ας μην φταίω εγώ θα νιώθω τύψεις,γιατί είμαι αδύναμος. Ίσως να λέω ψέματα,ίσως ποτέ να μην ενδιαφερθώ για εκείνη,ίσως ο σκοπός μου είναι να την σπάσω και να την κάνω τέρας ,όμοια με έμενα,μα ποτέ δεν θα μάθουμε την αλήθεια,γιατί είμαι τρελός. Και οι τρελοί φοβούνται την αλήθεια ακόμη να το καταλάβεις;

«Πες μου!Γιατί δεν δίνεις μια ευκαιρία στα φαντάσματα και - και τι καλύτερο έχουν τα τέρατα;Τι καλύτερο έχει ο άνθρωπος που σ' κάνε έτσι;!» Είχα έναν έντονο καυγά με τις φωνές μέσα στο κεφάλι μου ώστε να μην απλώσω το χέρι μου και τις χαρίσω λίγο μίσος ακόμη.

Μα δεν αξίζει,δεν πρέπει να σπάω τα πράγματα που αγαπώ.

Είχα πάρει το μάθημα μου. Το πεπρωμένο μου πουλάει εκδίκηση σχεδόν κάθε φόρα που προσπαθώ να αλλάξω την τροπή της ιστορίας.

«Δεν είχα το θάρρος να φύγω. Ένιωθα ωραία εκεί. Στους δυνατούς...Τώρα..» Πάγωσα. Τι θα έλεγα;θέλω να είμαι με τους δυνατούς ή με τους αδύναμους;δεν ξέρω. Δεν ξέρω το σωστό και το λάθος, έτσι μου έμαθαν. Περπάτα στα τύφλα ,έλεγε ο David ( ο αρχηγός, ο Βασιλιάς μιας ματωμένης ουτοπίας που εκεί μαθαίνει στα τέρατα πως να σφάζουν φαντάσματα ). Τι και αν ερωτευτώ φάντασμα;τι και αν το λεγόμενο άλλο μου μισό είναι φάντασμα;τι θα κάνω;θα έχω το θάρρος να την σκοτώσω ή θα χαθώ και εγώ στα στενά της πόλης τρέχοντας και φωνάζοντας στις σκοτεινές ώρες προσπαθώντας να της μοιάσω έστω κι λίγο.

«Τώρα τι;Πες!Σταμάτα να σκέφτεσαι τι θα πουν οι άλλοι σκέψου εσένα!Εσύ ήσουν αυτός που μου έδωσε θάρρος!Εσύ μου έλεγες για επανάσταση,εσύ έλεγες ότι θα ήθελες να σωθείς και να γνωρίσεις έστω και ένα φάντασμα πριν το σκοτώσεις. Εσύ ήσουν που δεν είχες θάρρος - τότε στα δεκατρία σου,πριν περίπου εφτά χρόνια!Κάποτε πίστευα ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν,και από ό,τι μπορώ να δω τώρα έκανα μεγάλο λάθος!Εσύ ψύχη μου δεν μπορείς να αλλάξεις,έχεις χάσει το παιχνίδι εδώ και πολύ καιρό θα είσαι για πάντα τέρας!Δεν θα υπάρξει ποτέ καμιά στιγμή χαράς και το ξέρεις,γιατί καλός ή κακός έτσι έχεις μάθει.

Να καταστρέφεις τα πάντα. Τόσο χαοτικός πιστεύεις ότι είσαι,μα όσο χαοτικός είσαι άλλο τόσο μικρός και άθλιος γίνεσαι »,ξαφνικά τελείωσε το μονόλογο της. Γύρισε και με κοίταξε με ένα παγωμένο βλέμμα,δάκρυα υπήρχαν σε όλες τις υπέροχες γωνίες της. Έκανα να την πλησιάσω μα απομακρύνθηκε,

« Εύα... » πρόφερα με μικρή δυσκολία το όνομα της - μα δεν με άφησε να το ξανά πω - προσπάθησα για ακόμη μια τελευταία φόρα - για αυτή την στιγμή - να μηδενίσω την ελάχιστη απόσταση που μας χώριζε μα εκείνη ύψωσε πύργους,πύργους τόσο ψήλους που με απότρεπε να δω το υπέροχο πρόσωπο της γιατί η καταραμένη σκιά των πύργων δεν με άφηναν να δω την Θέα τους - και ήμουν δειλός για να ανέβω να την σώσω - ίσως αν δεν είχα τόσες πολλές φοβίες να είχε σωθεί.

Με ένα λυπημένο βλέμμα απομακρύνθηκα άβολα άρχιζα να παίζω με το όπλο που τόσοι ώρα ήταν στα χέρια μου - πραγματικά απορώ πως άντεξα και δεν τίναξα τα μυαλά της στον αέρα - άνοιξα τα χείλη μου για να βγουν τα λόγια μα δεν κατάφερα να το κάνω,δειλέ!Άρχιζαν να φωνάζουν όλοι οι δαίμονες μαζί, ηττημένος άνοιξα τα χείλη μου και είπα,«Μήπως έχεις κάτι άλλο να πεις;Ή μόνο αυτό;»

Προσπάθησα να φανώ αδιάφορος - αν και δεν ήμουν καθόλου,μέσα μου έβραζα,ήταν λες και όλη η Κόλαση και ο ολόκληρος ο Άδης μετακόμιζε μόνιμα στις σκέψεις μου,μαζί με όλους τους νεκρούς,μαζί με όλα αυτά τα χαζά φαντάσματα και τους δαίμονες.

Φώναζαν,αρκετά δυνατά. Ο ένας άρχιζε να φωνάζει και να γελάει για κάτι που έκανα,ή μάλλον για όσα έκανα - καλές και κακές πράξεις άρχιζαν να γελιοποιούνται από έναν άχρηστο δαίμονα μου ( να ακούγεται πιο πολύ από όλους ) το φάντασμα άρχιζε να κλαίει και να ωρύεται ( λίγο που άκουσα από ψιθύρους έχασε την μάνα του και την κόρη του σε έναν πόλεμο ) ενώ ο τρίτος έκανε το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει.

Να αδιαφορεί για όλα απλά καθόταν εκεί και δεν έκανε τίποτα έβλεπε τους πάντες να αντιδρούν και προσπαθούν να σώσουν το τομάρι τους από Αγγέλους που ο μόνος σκοπός τους είναι να σε τυλίξουν με θάνατο. Και αυτός αγέλαστος εκεί, απλά να βλέπει τα πάντα να πέφτουν και αυτός απλά να έχει αυτό το αδιάφορο πρόσωπο. Τρόμαξα ολόκληρος όταν το σκληρό του βλέμμα ενώθηκε με το δικό μου, ήμασταν ίδιοι,σαν να ήταν καθρέφτης μου ,και αυτό με τρόμαζε,με φοβίζει αυτή η ομοιότητα με αυτόν. Γιατί ίσως γίνω και εγώ στο μέλλον.

Αδιάφορος για τα πάντα. Οι ομοιότητες είναι πολλές όλοι έλεγαν ( ήταν σαν εκείνη την στιγμή είχα χαθεί εξ ολοκλήρου στο δικό μου Βασίλειο και πέρα από δεν υπήρχε τίποτα παρά κενό - τα πάντα είχαν χαθεί - εκείνη πλέον δεν υπήρχε,δεν την άκουγα - όλα είχαν παγώσει - όλα,φυσικά έκτος από τις φωνές στο κεφάλι μου ) μια άψυχη κοπέλα εμφανίστηκε ξαφνικά. Έκανα να την πλησιάσω και παρατήρησα ότι ήταν ίδια με την Εύα μου. - Όμως κάτι διαφορετικό είχε αυτή εδώ,που με τρόμαζε γιατί ήθελα να μάθω το τι - Έκανα να αγγίξω τα ματωμένα μαλλιά της σωσίας της ψυχής μου,μα αμέσως χάθηκε. Και απέραντο σκοτάδι ήρθε από το πουθενά μέχρι που ξύπνησα από τον λήθαργο μου. Ήμουν χαμένος,εκτός χρόνου, τόπου. Τα μάτια της με είχαν κάνει μαγιά. Και ακόμη μια φορά έπεσα στην παγίδα της με τέτοιο πάθος.. Και το πάθος πονά.

Η φωνή της Εύας ήτανε ταραγμένη,σχεδόν είχα ξεχάσει ότι οι ζωές μας - και κυρίως η δική της - βρίσκονται σε απόλυτο κίνδυνο.

«Άδη νομίζω ότι μας ακολουθούν..» Ήταν ανήσυχη,φάνηκε να αγνόησε το γεγονός ότι επί πολλά λεπτά το μόνο που έκανα ήταν να κοιτούσα το σκοτεινό και απέραντο δάσος που υπήρχε μπροστά μας. Πήρα μια βαθιά ανάσα και αμέσως ένιωσα τους πνεύμονες μου να γεμίζουν οξυγόνο - τι όμορφο συναίσθημα,πόσο θα μου λείψει αν σήμερα πεθάνω - γύρισα και την κοίταξα,το ίδιο και εκείνη αλλά απορημένη. Δεν μας παρακολουθούν. Όλοι είναι στην ταράτσα και μας περιμένουν.

«Με μισείς;» Ρώτησα,εκείνη με κοίταξε με απορία,«ναι,μερικές φόρες μου προκαλείς τόσα πολλά νεύρα που το μόνο που θέλω είναι να αρχίζω να σε χτυπώ και - », την σταμάτησα με το γέλιο μου.

«Τι τόσο αστεία είμαι;»Είπε και μου χαμογέλασε - και τότε θυμήθηκα γιατί ερωτεύτηκα την Εύα,ήταν η πρώτη αγάπη,το πρώτο και το τελευταίο θύμα μου που γλύτωσε,για έμενα η Εύα ήταν ο άνθρωπος που αντί να με γεμίζει με οξυγόνο μου το έκλεβε - ήταν ξεχωριστή και το 'ξερε,ήτανε τόσο ιδιαίτερη για έμενα.

«Βγάλε όλα τα μισώ που έχεις συλλέξει τόσο καιρό μέσα σου για έμενα. Συνέχισε αυτό που είχες σταματήσει πριν λίγη ώρα. Μην φοβάσαι,δεν πρόκειται να σου κάνω κακό»,όταν τελείωσα την πρόταση,ήταν λες και κάτι άλλαξε. Πιο αγριεμένες γωνίες και μια θηλιά γύρω από τον ολόλευκο λαιμό της. Δεν είχε θάρρος,αλλά εκεί που δεν το περίμενα το βρήκε,αντλούσε από το θάρρος και την δύναμη που πρόλαβα να μαζέψω από κατά γης. Και ξανά από την αρχή.

Με κοίταξε σαν να ήθελε την έγκριση μου για να μιλήσει,αργά αργά και με σταθερές κινήσεις κούνησα θετικά το χοντροκέφαλο μου και τότε ήταν που άρχιζε να απαγγέλει το ποίημα του θανάτου μου,

«Το μόνο που ξέρεις είναι να φέρνεις το τέλος και τον θάνατο στις ζωές των άλλων. Ξέρεις φοβάσαι μην μείνεις μόνος σου,φοβάσαι μην ξεχαστείς με το πέρασμα των χρόνων,φοβάσαι ότι θα φοβάσαι και τρέμεις πιο πολύ και από το τέλος ». Έτσι και εγώ λέει,φοβάμαι... Ποιος μίλησε για φόβο;γιατί να φοβηθώ ένα ηλίθιο παιχνίδι που συμμετέχω σε αυτό από τα δώδεκα μου έτη;πλέον εγώ και το παιχνίδι θανάτου είμαστε ένα.

Δεν θα πεθάνω. Κάνεις δεν θα πεθάνει ούτε η κοπέλα που αυτή την στιγμή με σημαδεύει με ένα όπλο,δεν έχει το θάρρος να το κάνει,δεν είναι τόσο δυνατή ώστε να με σκοτώσει. Κάνεις δεν είναι αρκετά δυνατός για να με σκοτώσει. Ούτε καν αυτή. Κανείς δε έχει θάρρος. Μόνο οι δαίμονες,για αυτό κάποια στιγμή θα γίνουν οι κυρίαρχοι του κόσμου μας. Και εμείς απλά θα είμαστε κατοικίδια. Εμείς θα είμαστε σκόνη. Ένα τίποτα.

Πρόλογος μέρος δεύτερο
— ζωή και θάνατος.

ΙΙ


Ποτέ μου δεν κατάλαβα πότε πέρασε τόση ώρα ώστε να είμαστε λίγα – βρώμικα – σκαλιά μακριά από τον θάνατο ( μας ). Φοβόμουν,όσο περνούσε η ώρα,γινόμουν ένα ανήσυχο τέρας που έχει υπερβολικές πολλές φοβίες ( σαν τα παιδιά που φοβούνται – σχεδόν – τα πάντα έτσι και εγώ ). Χωρίς να το περιμένω – μόνες τους βγήκαν οι λέξεις !άθελα μου τις είπα! – ψιθύρισα τόσο χαμηλόφωνα το όνομα της που πραγματικά ευχόμουν για μερικά δευτέρα να το είχε ακούσει – και να μην προχωρούσε άλλο – αλλά το έκανε, και αν το άκουσε μου έδειξε απόλυτη αδιαφορία,τίποτα από αυτά τώρα δεν θα είχε συμβεί. Δεν θα παίζαμε αυτό το ηλίθιο παιχνίδι. Ίσως να ήμασταν νεκροί – και οι δύο τώρα – και όχι έτσι,να προσπαθούμε να ξεφύγουμε από τον θάνατο,μέσα σε ένα μισογκρεμισμένο κτήριο προσπαθώντας να σώσουμε ό,τι συναίσθημα και οστό μας έχει μείνει,προσπαθούμε να βρούμε αυτή την φυγή αυτή την απίθανη φυγή που δεν θα βρούμε ποτέ.

Η φυγή δεν θέλει να βρίσκεται – αλλά μόνο να χάνετε – σαν και εμάς.

Πάλευα με τους δαίμονες μέσα στο κεφάλι μου να συνεχίσω. Ο διάδρομος προς την έξοδο – η καλύτερα προς την ελευθερία – ήταν τυλιγμένος από πολλά σύννεφα καπνού που μου απότρεπε να έχω μια καλή οπτική επαφή με το τέλος του διαδρόμου – εδώ και λίγη ώρα έχω χάσει την Εύα ( στην δεύτερη έκρηξη ) ξαφνικά εκεί που ήταν διπλά μου,χάθηκε – λίγο το βλέμμα μου απομάκρυνα από εκείνη και.. Απλά καπνός ( είναι σαν τα μικρά παιδάκια που τα λες να μείνουν σε ένα σημείο και όταν γυρίζεις το βλέμμα σου αλλού έστω για δέκα δευτέρα,έτσι και εκείνη χάθηκε ) και χάος,εδώ και λίγη ώρα φωνάζω το όνομα της αλλά δεν παίρνω καμιά απάντηση. Με τρομάζει αφάνταστα πολύ όλη αυτή η τρομακτική ησυχία που υπάρχει,βαθίζω με αργά βήματα,τα χέρια μου είναι γεμάτα με αίματα,αίμα δικό μου και δικό της. Αυτό όλους τους ανθρώπους – φαντάσματα και μη – μας ενώνει,το αίμα. Και όχι, η αγάπη,ο έρωτας είτε το μίσος που μπορεί να τρέφουμε ο ένας για τον άλλον. Όχι,όλα αυτά πάνε δεύτερα.

Στάθηκα στην άκρη ενός ακόμη διαδρόμου. Ήξερα καλά, πως τουλάχιστον διακόσια με τριακόσια μέτρα μακριά από το σημείο που στέκομαι είναι και αυτή  η αναθεματισμένη πόρτα που θα με οδηγήσει στην καταστροφή. Μόρφασα όταν παρατήρησα ότι η άσπρη μπλούζα μου δεν είχε πλέον αυτό το χρώμα,αλλά ένα κατακόκκινο χρώμα υπήρχε σχεδόν σε όλη την επιφάνεια της. Και τότε ένιωσα αρκετά κοντά στον θάνατο,ήταν λες και το όνομα μου το ψιθύριζαν όλες οι φοβίες μου,έκλεισα τα μάτια μου,και αγνόησα και τις άλλες φωνές.

«Είναι νεκρή!»

«Εσύ ο ίδιος την σκότωσες!»

«Σκότωσες την κόρη των Θεών γιατί φοβάσαι την τέχνη!»

«Δεν θα αγαπηθείς ποτέ...»

«Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον»

«Την Σειρήνα σου δεν θα την γνωρίσεις ποτέ, γιατί σκότωσες το αντίγραφο της»

«Τα φαντάσματα τρώνε την σάρκα σου,σαν το γεράκι τρώει στην σάρκα του Προμηθέα»

«Δεν σου αξίζει να ονομάζεται Άδης. Είσαι τόσο αδύναμος»

«Σκότωσε την μικρέ!»

«Σκότωσε την!»

«Σκότωσε!»

«Μην νιώθεις!»

«Σκότωσε ό,τι θα σου κλέψει τις ευκαιρίες για μια αθάνατη ζωή»

«Σκότωσε την Μάγισσα. Πνίξ'την με τα ίδια σου τα χέρια»

Καταραμμένες σκέψεις. Πάψτε!Και χωρίς να το περιμένω ένα κύμα πόνου τύλιξε το σημείο που το αίμα ήταν πιο πολύ και από τον πόνο στο σώμα μου, έπεσα κάτω σε κάτι χαλασμένα και μισογκρεμισμένα χαλάσματα που ήταν λίγο πιο πέρα. Ένιωσα μερικά παλούκια από ένα χαλασμένο τραπέζι να εισβάλουν μέσα στο σώμα μου κατά την διάρκεια της πτώσης, αλλά το αγνόησα όσο ήταν δυνατόν. Το κεφάλι μου πονούσε υπερβολικά πολύ – ήταν λες και πολλοί θόρυβοι κατοικούσαν μέσα στο σκοτάδι και τις σκιές του μυαλού μου. Και το ένιωθα βαρύ,πιο βαρύ και από το ίδιο το σώμα μου,ήταν αυτό το οικείο συναίσθημα – που το ξέρω από μικρή ηλικία λόγο των προβλημάτων μου – ένιωθα να ραγίζει σιγά σιγά,να σπάει,μα δεν σπάει μόνο εκείνο,ραγίζω και εγώ. Και μάλιστα, χωρίς το δικό μου θέλω . Με δυσκολία πήγα το σώμα μου στον πιο κοντινό τοίχο – με πολύ μεγάλη δυσκολία – και στάθηκα εκεί,ακούμπησα την κορμοστασιά μου στον άσπρο τοίχο...Αλλά μέσα σε πολύ λίγη ώρα,σχεδόν αμέσως το σώμα μου βρέθηκε κατά γης.

Διάολε, – λίγη ώρα μετά,σχεδόν πέντε λεπτά – και εγώ εκεί μόνος ανάμεσα στις φωτιές και στους καπνούς να προσπαθώ να σωθώ – και ας μην αξίζει να σωθώ – αλλά δεν έχω αρκετή δύναμη. Κοίταξα ακόμη μια φόρα τα αιματοβαμμένα πλευρά μου, πριν περάσω τα ακροδάχτυλα μου πάνω από την ανυπόφορη πληγή μου. Ο πόνος ήταν οξύς,διαπερνούσε όλο μου το σώμα μου και έστελνε μηνύματα θανάτου στον εγκέφαλο μου. Και όχι μόνο σε ολόκληρο το σώμα μου – ο χρόνος σου είναι λίγος,ο θάνατος είναι κοντά – θα πεθάνεις!

Θα καείς ζωντανός για ό,τι έκανες ! – για όσες ψυχές κατάσφαξες – θα καείς στην κόλαση φίλε μου! – πριν καν την σώσεις,δεν θα το καταφέρεις,θα την βλέπεις να πεθαίνει,και εκείνη εσένα! – και εφόσον δεν μπόρεσες να την σώσεις είναι νεκρή,η Εύα σου είναι νεκρή,και φταις εσύ,κανείς άλλος μόνο εσύ!!  Οι Δαίμονε δεν έλεγαν να πάψουν,οι φωνές είχαν τον ήχο από πολλά άτομα. Φώναζαν με τόσο μίσος,έσχιζαν το δέρμα μου,τα νύχια τους είχαν μπλεχτεί γύρο από τον λαιμό μου έκλεβαν κάθε ευκαιρία για ζωή... – όλα τα θύματα ήταν εδώ,( ακόμα και εκείνη,η Μητέρα μου )  κι πλέον είχαν γίνει φοβίες .

Δάγκωσα με δύναμη τα χείλη μου,πρώτου κατεβάσω το κεφάλι μου και σηκώσω το ύφασμα ξανά της καταραμένης μπλούζας. Έκλεισα ενοχλημένος από την απαίσια εικόνα που αντίκριζα – μοβ δέρμα πνιγμένο στο αίμα – ενώ έβαλα όση δύναμη που μου είχε απομείνει για σηκώσω το σώμα μου από το βρώμικο πάτωμα. Έσερνα το σώμα μου – μαζί και την ψυχή μου – μέσα σε μια φλεγόμενη Κόλαση. Μα δεν έσερνα μόνο σώμα,αλλά και ψυχή. Με ματιά ποτισμένα στο φουλ γεμάτο δάκρυα. Ούρλιαζα το όνομα της,φώναζα τόσο πολύ που μέχρι όλοι οι δαίμονες μου με ακούσαν,αλλά όλοι αδιαφόρησαν.

Κάνεις δεν την έψαξε,κανείς δεν φώναξε το όνομα της όταν εκείνη δεν μπορούσε. Ούτε καν εγώ,είχα κουραστεί. Μα ήξερα, ήξερα καλά,δεν ήταν εδώ. Είχε βγει ζωντανή από αυτό το κτήριο της Κολάσεως. Όμως,κάτι άλλο σπάραζε κάθε μοχθηρό κομμάτι της μικρής και ηλίθιας ψυχής μου,είναι καλά;ζει;έχει επιζήσει;και το κυριότερο,παραμένει εκείνη;ή όχι..Μάλλον δεν θα μάθω πότε αν παραμείνω και άλλο παγωμένος μέσα σε μια επίγεια Κόλαση που το μόνο που ξέρει είναι να μου κλέβει ό,τι αγαπώ και να τα κάνει στάχτη, Μα ποτέ δεν έκανε στάχτη τις φοβίες μου,ούτε μια. Δεν έκαψε ούτε μια μικρή φοβία. Μόνο εμένα,και ίσως εκείνη.

Πρόλογος –  η νεκρή Πριγκήπισσα πάντα θα ζει στην καρδιά του Πριγκίπα

ΙΙI

Βλαστημούσα σιγανά κάθε φόρα που το σώμα μου δεν με κρατούσε στα πόδια μου,κάθε φόρα που τα κόκαλα μου έσπαζαν σαν τα ξυλάκια του παγωτού,στις προσπάθειες μου να ξεφύγω από τα τέρατα που θέλουν να με σκοτώσουν,κάθε φόρα που τα άκρα μου και η σκέψη μου πάγωναν κι οι δαίμονες με κυριαρχούσαν ( ολόκληρο το σώμα μου ήταν δικό τους,ίσως τότε έκανα το λάθος ), – όπως πριν μερικά λεπτά – ,κάθε φόρα που έπεφτα κάτω είτε χτυπούσα πάνω σε αντικείμενα που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω μέσα σε όλη αυτή την τρέλα.

Η βόμβα δεν έχει πολύ ώρα που εξερράγη, καπνός παντού,γκρεμισμένα πράγματα υπήρχαν σε κάθε διαλυμένη γωνιά,καμμένα κορμιά θα έβλεπες παντού – φοβάμαι μην δω κάπου και το δικό της σώμα μέσα σε όλη αυτή την βρωμιά.

Δεν είναι ωραίο συναίσθημα να πεθαίνει κάποιος που προσπάθησε να σε σώσει και εσύ τον έσπασες σε χίλια κομμάτια. Όντως,δεν την ήθελα νεκρή ήταν πολλά για έμενα. Το βλέμμα μου πήγε σε κάτι καμμένα έπιπλα.. Αυτά τα έπιπλα πριν μια ώρα ήταν γεμάτα αίμα...Και τώρα,φλέγονται ίσως μαζί και τα κορμιά που το αίμα τους είχε στάξει πάνω σε αυτά... Σκόνη υπήρχε παντού – χάος – ,ήμουν από την κορυφή έως τα νύχια γεμάτος με σκόνη και αίμα,σχεδόν αγνώριστος,τα καταγάλανα μάτια μου με πρόδωσαν. Πληγές που με σκότωναν είτε όχι,τύλιγαν κάθε εκατοστό του σώματος μου.

Σύντομα είχα απομακρυνθεί από εκεί που ήμουν πριν,σχεδόν είχα ξεχάσει τις στιγμές που βίωσα,μα κάθε φόρα που για μια στιγμή ξεχνιέμαι και κάνω το μεγάλο λάθος να κλείσω τα μάτια μου,θολές – ζωντανές και πρόσφατες – στιγμές ξανά έρχονται στο έπακρο. Έριξα το σώμα μου πάνω σε έναν τοίχο όταν κατάφερα να βγω έξω από το κτήριο – δεν ήταν αρκετά εύκολο,έπρεπε να αγνοήσω Σειρήνες και Δαίμονες,έπρεπε να αγνοήσω την ψεύτικη εκείνη.

Και τα κατάφερα,για αυτό και είμαι εδώ,στην άκρη ενός δρόμου, να προσπαθώ να κατανοήσω και να βάλω στην σειρά,όλα όσα έγιναν και έζησα. Πλέον μπορούσα να ανασάνω με έναν σωστό τρόπο,ένιωθα καλά για λίγο. Αλλά φυσικά,όλες οι καλές στιγμές έχουν άσχημο τέλος.

Μπορούσα να ακούσω την φωνή της να γκαρίζει και χαράζει μέσα στην σκέψη μου αθάνατες πληγές,βοήθεια. Βοήθεια!Κάποιος...Και ξανά οι ίδιες λέξεις,η καταραμένη βοήθεια,η απαλή αυτή φωνή ήξερα ήδη σε ποιόν ανήκε η φωνή.. Ήταν... Η Εύα.

Η δική μου αμαρτία,που πεθαίνει...Έτρεχα,έτρεχα σαν τρελός μέσα στην Κόλαση,την έψαχνα,μα δεν ήταν πουθενά όμως η φωνή της ο πόνος ήταν εκεί. Με ακολουθούσε σε κάθε μου βήμα,η μορφή της πλέον είναι εδώ. Την είδα πριν λίγο όταν άρχισα να βαδίζω προς την ταράτσα. Ήξερα πως δεν ήταν αυτή, όμως το μόνο που έκανα ήταν να φύγω και να την αφήσω μόνη της και ας πόνεσε αρκετά.

«Βοήθεια,βοήθησε με Άδη μου... Σώσε με. Σώσε με,σε παρακαλώ».Με έσπαζε πως ήταν ψεύτικη,ακόμη ένας δαίμονας που ξέφυγε. Έκανε να με πλησιάσει,να με αγγίξει, με τα ματωμένα χέρια της όμως εγώ ο χαζός και δειλός απομακρύνθηκα.

Λες και φοβήθηκα,φοβάμαι πλέον και το άγγιγμα της;

Και ας είναι απλά ένα φτηνό παρασκεύασμα του μυαλού μου για να μην νιώθω μόνος αλλά γιατί;εγώ θα έπεφτα από τον κόσμο μου στον δικό της και εκατό φόρες αν ήθελε,εγώ έζησα για εκείνη μια φόρα αλλά εκείνη καμιά,γιατί να φοβάμαι το μόνο άτομο που μου θυμίζει το αγόρι κάτω από την μάσκα. Τόσο δειλός για την καταστροφή. Αρνούμαι την φωτιά της λίγο πριν την αρχή,να μου πεις..

Ξέρω πως τελειώνει το παραμύθι μας,ξέρω κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια. Εκείνη η μάγισσα που της μοιάζει λίγο πριν της κόψω τον λαιμό μου είπε:

« Θα διαλέξετε την καταστροφή του χάος σας,και ύστερα λίγο πριν την πτώση σας θα σπάσετε τις αθάνατες υποσχέσεις μίσους και αγάπης,θα χαμογελάσατε ο ένας στον άλλον και θα αλληλοσκοτώσετε ό,τι υπάρχει ανάμεσα σας ».

Όταν μου τα είπε αυτά θυμάμαι νευρίασα τόσο πολύ που σχεδόν κόντεψα να την αποκεφαλίσω. Τόση ώρα είχα κλειστά τα μάτια μου,μα την ένιωθα γύρω μου. Δεν ξέρω αν ζει ή όχι,αν είναι ψεύτικη ή όχι,αν είναι φάντασμα αναζητώντας έναν άγγελο,δεν ξέρω πλέον τίποτα. Μα είμαι δυνατός. Ένας δυνατός αδύναμος.

Ένας αληθινός ψεύτης,είμαι πολλά μα όχι αδύναμος είμαι δυνατός!Μα και πάλι είμαι τέρμα αδύναμος,η αδυναμία μου ξεπερνά την δύναμη μου.

«Φύγε»,είπα αλλά εκείνη χαμογέλασε και άρχισε να μου πειράζει τα μαλλιά. Φύγε μάγισσα,φύγε. Φύγε από τις σκέψεις μου,δεν θα αντέξεις για πολύ ζωντανή – ή ό,τι και να ΄σαι – θα σε φάνε. Θα σε φάμε. Θα σε φάνε ζωντανό. Θα νιώθεις τα δόντια μας να κατατρώνε την σαπισμένη σάρκα σου. Θα μας νιώθεις να σου ρουφάμε μέχρι και την τελευταία σταγόνα αίματος. Άρχισε να πειράζει τα χείλια μου και να πειράζει τις γωνίες του προσώπου μου με τα ακροδάχτυλα της,το τραγούδι που ξέφευγε από τα χείλη της ήταν τέρμα οικείο. Ένα από τα αγαπημένα της,περνούσε ώρες και ώρες να το ακούει,ξανά και ξανά.

Το τραγούδι που τραγουδούσε πολλά μερόνυχτα ήταν αυτό,she's lost control. Μου χαμογέλασε αθώα,είχε μπει ξανά μέσα στις σκέψεις μου. Η φωνή της γκρέμιζε όλους τους τοίχους της πόλης μου,γεννούσε δαίμονες αξημέρωτους. Μα και εγώ ξανά ο δειλός ή ο θαρραλέος έκανα κάτι που έπρεπε ήδη να είχα κάνει.

Άρχισα να ουρλιάζω μπροστά στο πρόσωπο της και να κλαίω σαν κακομαθημένο παιδί,σύντομα άρχισα να την χτυπάω με τόση βία που ούτε εγώ ο ίδιος δεν ήθελα.

«Σ' αγαπάω ...Μα πρέπει να το κάνω,είσαι ψεύτικη καλή μου. Και εγώ δεν δίνω την καρδία μου σε φαντάσματα,γιατί τα φαντάσματα είναι νεκρά και η καρδιά είναι ζωντανή,γιατί τα φαντάσματα φεύγουν πάντα,ενώ οι άνθρωποι πρώτα σου κόβουν τα φτερά από την ρίζα και έπειτα φεύγουν,αφού έχουν κάνει στάχτη τα όνειρα σου δίχως συναίσθημα. Έτσι και αλλιώς δεν θα μου λείψεις φάντασμα.

Για 'μένα είσαι νεκρό και ψεύτικο,εσύ για έμενα είσαι ένα τίποτα... Το αντίθετο με την Εύα μου,η Εύα μου είναι το για πάντα μου!Ακούς;αυτή πρέπει να σώσω και όχι εσένα,μια κακιά εκδοχή της.

Θα έβαζα το σώμα μου μπροστά από μια βροχή φωτιάς αν έτσι θα την έζωσα.

Αλλά όχι για εσένα,εσένα μάγισσα σε μισώ γιατί είχες το θράσος να κλέψεις την μορφή της. Για αυτό σε σκοτώνω χωρίς ένοχες και ας είσαι εκείνη που με έμαθε αυτό,πως πρέπει να πεθάνουμε για να μας αγαπήσουν». Ήταν η τελευταία μου φράση πριν βγάλω το όπλο που είχα στην πίσω τσέπη του τζιν παντελονιού μου και την πυροβολήσω κατευθείαν στην καρδιά.

Εκείνη σιγά σιγά άρχισε να πέφτει κάτω. Αίμα έτρεχε από το στόμα της προς τα έξω,τα μάτια της πιο κόκκινα και δακρυσμένα από πριν. Η έκφραση που έχει το πρόσωπο της αυτή την στιγμή δηλώνει μίσος,και πολλά αλλά,σύντομα το κορμί της έγινε στάχτη πριν φύγει η σκόνη σκορπιστή σε όλο το νεκρό μισό – καμένο σαλόνι με κοίταξε με πονηρό ύφος και είπε:

«Θα κάνεις κάτι που θα σε γεμίσει τύψεις,θα κάνεις κάτι που θα σε φέρει πιο κοντά στην πραγματική καταστροφή σου».

Αυτό ήταν έφυγε,και τελικά ήταν όλα μες το κεφάλι μου,μα ο δαίμονας που πήρε την μορφή της ήταν δικό μας. Ο πρώτος που γεννήθηκε εκείνη την νύχτα. Όταν είχα θάρρος να της πω αυτά που δεν έπρεπε. Όλα ήταν ψέμα,ψευδές σκέψεις,εικόνες. Όλα.

Ακόμα και εγώ.

Σκότωσα πολλές ψεύτικες εκδοχές του εαυτού της,μέχρι να βγω έξω από το κτήριο. Δεν ξέρω αν θα άντεχα άλλο,δεν έχω άλλες δυνάμεις. Τις πήραν όλες οι Μάγισσες,που έψαχναν τις σκέψεις μου για αναμνήσεις καλές και κακές. Πονάω αφάνταστα πολύ,σπάω εσωτερικά,είμαι στα τάρταρα του χάος.. Ενώ εξωτερικά είμαι ένα νεκρό άτομο τυλιγμένο με το ίδιο του το αίμα... Με πνίγει,σαν την θηλιά γύρω από τον λαιμό.

Σέρνω το σώμα μου πάνω στην αιματοβαμμένη γη,βαμμένη κόκκινη με το δικό μου αίμα. Τα πόδια μου δεν με βαστάν άλλο,τα παπούτσια μου αλλά και τα ρούχα μου έχουν λιώσει πάνω στην σάρκα μου.

Πέρασα μέσα από μια φωτιά για να βγω έξω,γιατί ζω ακόμη αυτό το μαρτύριο;γιατί απλά δεν πεθαίνω;Σκέφτομαι ενώ σέρνω το σώμα μου προς ένα αυτοκίνητο που το είδα ανοιχτό και παρατημένο εκεί στην άκρη,κάνω να πλησιάσω και άλλο όμως μια λεπτή και σπασμένη φωνή από το κλάμα με σταμάτησε.

Όχι πάλι Θεέ μου. Δε δεν..Είναι ψέματα. Δεν είναι αληθινό!Δεν μπορεί! Όχι..Όχι.Σκέφτηκα ενώ γύρισα με δυσκολία το σώμα μου γιατί ένα μεγάλο κομμάτι των πλευρών μου είχε μια αναθεματισμένη πληγή,ενώ από την άλλη ήταν και η αίσθηση της καμμένης σάρκας,σχεδόν άγγιζα τα κόκαλα μου. Με δάκρυα στα μάτια κοίταξα ακόμη μια μάγισσα,ήταν χτυπημένη και εκείνη όπως έμενα αλλά όχι τόσο πολύ.

Βοήθησε με. Σώσε με. Είπε ενώ άρχισε να με πλησιάζει,δεν αντέχω άλλο..Θέλω απλά να σταματήσουν όλα.

Το σώμα μου είχε συγκρουστεί με το αμάξι που θα έφευγα,εκείνη κόντευε να με φτάσει,αργούσε επίτηδες,ήδη μπορώ να ακούσω τους ψιθύρους της. Γεμάτος πανικό άρχισα να ψάχνω το εσωτερικό του κάπου στο βάθος είδα ένα μαχαίρι χωρίς δεύτερη σκέψη το έπιασα στα χέρια μου.

Όταν εκείνη πλησίασε αρκετά, έτσι ώστε να απέχουμε μόνο λίγα εκατοστά,κοίταξε το μαχαίρι με φόβο. Ύστερα ήρθε αντιμέτωπη με το τρέμουλο σώμα μου,είχα χάσει κάθε συναίσθημα,δεν μπορούσα άλλο. Οι δαίμονες συνέχεια μου έλεγαν σκότωσε και αυτή την μπάσταρδη μάγισσα και από τις στάχτες της ζήσε.

Άκουγα μέσα στο κεφάλι μου την φωνή της,να μου θυμίζει αναμνήσεις και από την άλλη ήταν και εκείνη η μάγισσα,που με κοιτούσε με ένα θόλο και άνιωθο βλέμμα.

«Σε παρακαλώ ..Μην το κάνεις..Εγώ εί – μαι». Το τρέμουλο στην φωνή της την πρόδιδε. Δεν ήταν αυτή η αγάπη μου έχει πεθάνει,είναι νεκρή,μα αποφάσισα να παίξω λίγο και εγώ αυτό το παιχνίδι..

«Σε πιστεύω..Συγνώμη απλά..απλά δεν είμαι καλά..έγιναν πολλά στην προσπάθεια μου να σε βρω. Μα για δες είσαι εδώ καρδιά μου..Είσαι εδώ»,σχεδόν με πίστευα,αλλά έπρεπε να το κάνω,πρέπει να σκοτώσω και αυτή την Μάγισσα.

Και μετά ελευθερία. Εκείνη έκανε κάτι που δεν το περίμενα,πρώτου καν προλάβω να απομακρυνθώ με πλησιάζει και με αγκαλιάζει. Για μια στιγμή ένιωσα καλά,οικεία μέσα σε αυτή την ξένη αγκαλιά μιας Μάγισσας.. Μα ήταν τόσο ωραία εκεί,δεν ήθελα να φύγω..

Όμως έπρεπε να το κάνω και για αυτό το έκανα κιόλας,χωρίς να το περιμένει απομακρύνθηκα,ενώ όταν πήγε να πει κάτι την πλησίασα με φόρα και την πέταξα με δύναμη στο αυτοκίνητο – όχι μέσα,είχα σκεφτεί να κλείσω την πόρτα,αλλά έπεσε πάνω στην κλειστή πόρτα. Και από την δύναμη της πτώσης το τζάμι έσπασε,κι εκείνη χτύπησε,τρομαγμένη ακούμπησε το χέρι της στο πίσω μέρος του κεφαλιού της,και όταν είδε το αίμα στα χέρια της, άρχισε να κλαίει σαν μωρό – εκείνη έβγαλε μια τσιρίδα όταν με είδε να έρχομαι με αυτό το κενό βλέμμα κρατώντας στα χέρια μου το μαχαίρι. Λάτρευα κάθε κραυγή της.

Λάτρευα την εικόνα του αίματος που έτρεχε από τις ανοιχτές πληγές,δάγκωσα τα χείλη μου πριν την πλησιάσω και άλλο. Δεν είχε άλλη σωματική δύναμη,εγώ όμως ξαφνικά είχα γίνει τόσο δυνατός που σχεδόν το λάτρευα.

Με μίσος τύλιξα το χέρι μου γύρω από τον λαιμό της και άρχισα να το σφίγγω. «Συγγνώμη Μάγισσα μα..Μα..Η Εύα μου με περιμένει κάπου εδώ,συγγνώμη μάγισσα που θα σε ξανά σκοτώσω...»Πονούσα, πονούσα τόσο πολύ,πλέον είχα σπάσει και είχα θολώσει τόσο μα τόσο πολύ που δεν με ένοιαζε τίποτα πλέον. Το πρόσωπο της είχε σχεδόν μελανιάσει,προσπαθούσε να φύγει μα δεν μπορούσε. Αυτά παθαίνεις μάγισσα όταν βγαίνεις έξω σε καιρούς κυνηγιού..

Κι αυτό ( ίσως ) ήταν το κυνήγι μαγισσών μου. Απότομα αφήνω το χέρι μου από τον λαιμό της εκείνη προσπαθούσε να ανασάνει σωστά ενώ έκλαιγε και που και που έλεγε γιατί τα κάνω όλα αυτά..

Πίστεψε με μάγισσα,δε ξέρω.

«Σε μισώ!Ελπίζω η καταστροφή σου να σε σπάσει τόσο πολύ που θα θες να ξεχάσεις ποιος είσαι ελπίζω να πεθάνεις από τα χέρια τ – » Το τέλος της πρότασης ποτέ δεν ήρθε,τα ματιά της άνοιξαν διάπλατα ενώ εγώ πίεζα το μαχαίρι στην κοιλία της την κρατούσα στα χέρια μου ενώ πίεζα ξανά και ξανά την κοιλία της. Το αίμα της υπήρχε παντού,είχα χάσει τον έλεγχο. Η μια μαχαίρια έγιναν είκοσι εφτά,Θεέ μου τις μέτρησα.. Το σώμα της άψυχο και ακόμη να γίνει στάχτη,με τρόμαζε η εικόνα της γεμάτο μαχαιριές... Το σώμα της σε άσχημη κατάσταση,αίμα παντού μα πουθενά στάχτες.. Φοβόμουν ότι αυτή δε ήταν η μάγισσα μα εκείνη..

Φοβόμουν τόσο πολύ,που όταν το κατάλαβα ήτανε ήδη αργά είχε ήδη πεθάνει,είχε ήδη χαθεί πριν καν ζήσει,της είχα κλέψει την ζωή και την άφησα με τα χέρια άδεια. Και υπεύθυνος είμαι εγώ. Εγώ και κανείς άλλος. Δικό μου το φταίξιμο. Εγώ θα την θρίνω για μια ζωή. Εγώ θα θρίνω για εκείνη που χάθηκε. Για εκείνη που έχασα.

Σύρθηκα κοντά στο άψυχο κορμί της,το σώμα μου έτρεμε καθώς την κοιτούσα,τα δάκρυα ήταν πολλά,οι ενοχές πιο πολλές. Την σκότωσα... Την σκότωσα πάνω στον θύμο μου και αυτό είναι που με πονά αφάνταστα,δε μπορώ.. Έφυγε και εκείνη αλλά και.. Και η κόρη μας... Θεέ μου δεν αξίζω τίποτα εκτός από θάνατο. Αξίζω τόσο πολύ τον θάνατο,πετάχτηκα όρθιος από τον ήχο των βημάτων κοιτούσα δεξιά και αριστερά μα δεν έβλεπα κανέναν. Ήταν σκοτάδι,πολύ σκοτάδι,αλλά και πάλι ξέρω ήδη... Ξέρω ήδη ότι ο Κύκλος είναι εδώ.. Ξέρω ήδη ότι δεν υπάρχει επιβίωση. Ξαφνικά οι σκέψεις μου σταμάτησαν από τον κρότο της σφαίρας,τόσο δυνατός που σχεδόν μάτωναν τα αυτιά μου. Κοίταξα μπροστά μου και είδα τον Τόνι να με κοιτάζει με μίσος.

Δεν μπορούσε να πιστέψει μπροστά στα μάτια του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τελικά είχα θάρρος να την σκοτώσω. Όμως,δεν ήταν μονάχα αυτό. Καθώς με κοιτούσε,και έβλεπε το νεκρό σώμα της..Διάολε..Τα μάτια του ήταν γεμάτο δάκρυα. Ολόκληρο το σώμα του έτρεμε,ήταν λες και ήθελε να κλάψει και να αρχίσει να θρίνει,αλλά δε το έκανε. Όμως, αυτό που κατάλαβα ήταν ένα. Την αγαπούσε. Την αγαπούσε τόσο πολύ. Ίσως και πιο πολύ απ'ό,τι εγώ εκείνη. Το βλέπω καλά στα μάτια του καθώς με κοιτάνε.

Θα πάρει εκδίκηση. Θα πάρει εκδίκηση για την Χαμένη μας. Θα έκλαιγα και εγώ,ίσως. Αν είχα τα λογικά μου. Όμως ήμουν και εγω το ίδιο χαμένος. «Όταν αγαπήσεις κάποια,δεν με νοιάζει ποια θα είναι. Δεν με νοιάζει αν της μοιάζει. Αλλά για να ξέρεις. Θα σου την κλέψω όπως εσύ μου την έκλεψες. Θα σας κυνηγάω μέχρι να σας σκοτώσω. Και όταν έρθει η ώρα. Θα την σκοτώσω μπροστά σου. Θα της κλέψω την ζωή μπροστά σου. Δεν θα δώσω οίκτο. Δεν θα δώσω κανένα ίχνος λύτρωσης. Θα σας κλέψω την ευκαιρία για μια ζωή,και θα σας ρίξω. Και πίστεψέ με. Η πτώση του έρωτα πονάει πιο πολύ».

«Αντίο..αδελφέ μου..» Είπε και ακόμη μια σφαίρα ήρθε ενάντια με το δέρμα μου,τα χέρια,τα πόδια μου ολόκληρο το σώμα μου είχε πεθάνει..Αδύναμος έκλεισα τα ματιά μου. Το μόνο που πρόλαβα να ακούσω μέσα από το χάος λέξεων πριν χάσω τις αισθήσεις μου ήταν,και αυτή είναι μονάχα η αρχή. Κρίμα,και έλπιζα τόσο πολύ να ήταν το τέλος.

Seguir leyendo

También te gustarán

50.2K 2.6K 33
Η Δίδω είναι μια 25χρονη κοπέλα που ζει στην Νέα Υόρκη με τους γονείς της και τον αδερφό της.Για τον κόσμο μια φυσιολογική οικογένεια. Για τον υπόκοσ...
156K 17.8K 63
Η μοίρα είναι πουτανα ... Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε τουλάχιστον ύστερα από τόσα χρόνια... Ύστερα από τόσα ψέματα μα και τόσες αλλαγές... Πόσο δ...
83.3K 9.1K 29
Ήταν τόσο δύσκολο να το δεχτώ. Τόσο γαμημένα δύσκολο να πιστέψω πως πιάστηκα κορόιδο. Τόσο δύσκολο να τους αφήσω να εισβάλουν στη ζωή μου ξανά...Κα...
30.6K 1.2K 34
"Λοιπόν είναι η πρώτη σου φορά;" Ρώτησα έκπληκτη. Ήταν πολύ καλός για να είναι η πρώτη του φορά "Ν-ναι. Τα πήγα χαλιά ε;" Ρώτησε αγχωμένος. Α μωρέ ε...