Οι Επαναστάτες του Σήμερα

By i_seira_mou_tora_

609 94 46

«Ας πούμε, εκατό χιλιάδες δολάρια είναι καλά για να ξεχάσετε μαζί και την συνάντησή μας.» Σαν όνειρο κουδούνι... More

0.| Πρόλογος
1.| Ο Μάγος Ναραεγιάν
2.| Κόκκινο Κεφάλι Αετού
3.| Η Οικεία Οσμή του Χρήματος
4.| Ντέρεκ Ερνέστο Σιέρα
6.| Το Καταφύγιο των Αραχνών

5.| Παλιό, Σκισμένο, Ψαρικό Καπέλο

58 10 5
By i_seira_mou_tora_

Ο ήλιος έλαμπε καμαρωτός στον μεσημεριανό ουρανό του Σαν Φρανσίσκο. Έσπερνε τις ακτίνες του στα μοναχικά σοκάκια και έδινε την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής στους καταδικασμένους. Οι φτωχοί ζήλευαν την αρχοντιά του, οι άστεγοι περηφανεύονταν που άραζαν μαζί με την φημισμένη του παρέα κάθε μέρα στο δικό τους αόρατο παλάτι.

Η Σοφία πολύ θα ήθελε και εκείνη να σηκώσει το πρόσωπο κάτω από την βαριά κουκούλα και να καλωσορίσει αυτή την φωτεινή ευτυχία.

Να ξεχάσει για λίγο πως έφευγαν με βήματα κοφτά από το ίδρυμα σαν τους καταζητούμενους, έχοντας στις τσέπες τους μόνο ένα ξερό κομμάτι ψωμί και μια καρδιά πνιγμένη σε έναν μόνιμο θρήνο...

Μα όχι. Το νεαρό κορίτσι έσφιξε περισσότερο το χέρι της αδερφής της και βάλθηκε να βαδίζει κάπως γρηγορότερα στο ζεματισμένο πεζοδρόμιο με τον άγνωστο προορισμό.

Αρκετά έξυπνες για να κλέψουν ένα δεύτερο κλειδί της πόρτας του δωματίου τους από την καμαριέρα -καθώς δεν τους επιτρέπονταν η έξοδος από τους θαλάμους τέτοιες ώρες-, πλέον είχαν αφήσει πίσω τους το κτίριο το οποίο τις φιλοξένησε εκείνη την μοιραία νύχτα. Εδώ και περίπου δύο ώρες περπατούσαν δίπλα σε έναν άδειο δρόμο, με την ελπίδα να φτάσουν στο πάρκο Πρεζίντιο του Σαν Φρανσίσκο πριν νυχτώσει.

Έπειτα, αποσκοπούσαν να διασχίσουν την διάσημη Γκόλντεν Γκέιτ προς την έξοδο της πόλης. Από εκεί και πέρα, ποιος ξέρει; Ίσως έπαιρναν την Μπράιτγουεϊ και κατέληγαν σε ένα ακόμα προσωρινό καταφύγιο, ζώντας σε ένα παρόν κυνηγημένο και υπομένοντας ένα καταδικασμένο μέλλον.

Η Σοφία ανέπνευσε βαθιά. Αγκομαχούσε σκληρά να μην λυγίσει σε όλες αυτές τις αμφιβολίες που έσφαζαν την εφηβική ψυχή της χωρίς οίκτο. Είχε πείσει τον εαυτό της πως αν ήθελαν να παραμείνουν μαζί και ασφαλείς μέχρι τέλους, έπρεπε προσωρινά να αναλάβει την θέση του ενήλικα και να επιτρέψει στα ανάλογα προβλήματα να ταράξουν το μυαλό της.

Άραγε η φυγή είναι η σωστή απόφαση;, αναρωτιόταν πιο συχνά από ότι έπρεπε. Σε έναν εξωτερικό παρατηρητή, πιθανόν αυτή η επιλογή να φάνταζε παρορμητική. Τα κορίτσια -από όσο γνώριζαν τουλάχιστον- δεν διέθεταν άλλους συγγενείς. Παρόλα αυτά, τα καθήκοντα της κηδεμονίας τους μπορούσαν άνετα να ανατεθούν σε ένα έμπιστο άτομο, ενώ η περιουσία τους θα διαχειρίζονταν από τους δικηγόρους των γονιών τους. Οπότε, γιατί να μην απευθυνθούν απλά στην τοπική αστυνομία;

Ακόμα και αν ακούγονταν μακράν απλούστερο και λιγότερο οδυνηρό, η νεαρή κοπέλα δεν είχε σκοπό να διακινδυνεύσει έτσι τη μοίρα τους. Κανείς δεν μπορούσε να τους εγγυηθεί πως η είδηση για την εύρεση των απογόνων δεν θα έφτανε πρώτα στα αυτιά των δολοφόνων· πως η ολοκληρωτική εξάλειψη της οικογένειας Θέμιστον δεν θα γίνονταν ευκολότερη. Έτσι, θεώρησαν πως ήταν προτιμότερο να γίνουν τα ίχνη τους σκόνη στην πολυκοσμία, και ας αργούσαν να ξανά φορέσουν καθαρά ρούχα.

Βέβαια, η Άννα στην αρχή αρνιόταν να συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο. Δυσκολεύονταν πεισματικά να αποδεχθεί την πραγματικότητα και να συμβαδίσει με την ωριμότητα της αδερφής της. Όπως και η Σοφία αδυνατούσε να δει πως ήταν μονάχα ένα παιδί, και όσο η μικρότερη έκλεινε τα αυτιά τόσο η μεγαλύτερη βυθίζονταν στην αγανάκτηση. Εν τέλει, κατάφερε να την συνετίσει, όμως η συμπεριφορά του μικρού κοριτσιού παρέμεινε ίδια. Ένιωθε την παιδική της αθωότητα να συνθλίβεται κάτω από τις συνεχείς γροθιές της άδικης ζωής, και ακόμα και αν αυτό δεν διακρίνονταν με μια πρώτη ματιά, είχε χαραχθεί για πάντα στα εσώψυχα της. Η φωνή της Άννας έπαψε πια να αντηχεί με αυτό το χαρακτηριστικό τσιριχτό τόνο, θαμμένη μαζί με τα υπόλοιπα βάσανα στα βάθη του ψυχικού της -πλέον κατεστραμμένου- κόσμου. Ήταν ο τρόπος της για να διατηρήσει την ψυχραιμία της, όσο μαζί με την Σοφία βάδιζαν προς τα σύνορα της πόλης που μεγάλωσαν...

• • •

Ένα επίμονο γουργουρητό έσπασε την μονότονη σιωπή του μεσημεριού, καθώς τα δύο κορίτσια πλησίαζαν στην είσοδο του πάρκου. Το στομάχι της νεότερης παραπονιόταν που η ιδιοκτήτρια του δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα της από το πρωί.

Η μικρή ξανθομαλλούσα προσπαθούσε εδώ και πολύ ώρα να αγνοήσει τις διαμαρτυρίες του. Η αδερφή της την είχε συμβουλέψει να κρατήσουν το τελευταίο γεύμα για αργότερα, και έτσι συγκρατιόταν μέχρι και εκείνη να γλείψει τα χείλη από την πείνα.

Όμως, το πρόβλημα ήταν πως η Σοφία δεν φαίνονταν να πτοείται καθόλου. Έτσι όπως οι σκέψεις ροκάνιζαν τα νεύρα της, θα αργούσε πολύ να καταναλώσει την δική της μερίδα. Διέθετε -δυστυχώς για το κορίτσι- το ζηλευτό χάρισμα να αναβάλλει τις λειτουργίες του οργανισμού της που δεν προείχαν.

Σε αντίθεση με την Άννα, που μάλιστα είχε επιτύχει κιόλας να πειστεί πως αυτή ήταν η καταλληλότερη στιγμή να επιβραβεύσει τον εαυτό της για την ιδιοφυΐέστατη κίνησή της να βουτήξει εκείνη την φέτα από την τραπεζαρία.

Έχωσε το χέρι της διακριτικά στην τσέπη της ζακέτας και έφερε έξω εκείνο το μπαγιάτικο κομμάτι ψωμί. Για μια στιγμή, το χέρι της δραπέτευσε από την ιδρωμένη παλάμη της Σοφίας -η οποία, παραδόξως, δεν αντέδρασε. Ίσως να έφταιγε ο ήλιος που δεν σταματούσε να τις σκεπάζει με ένα αφόρητο πέπλο ζάλης, ίσως ο ταλαίπωρος κόσμος της ενηλικίωσης. Ίσως -από την άλλη- να είχε θεωρήσει πως δεν ήταν πλέον τόσο απαραίτητο. Μα το σίγουρο ήταν πως εκείνη συνέχισε να περπατά, αγνοώντας τις συνέπειες που θα επέφερε μια κίνηση τέτοιας αφέλειας.

Η αδερφή της τύλιξε ανυπόμονα το γεύμα της και με τις δύο της χούφτες. Έκανε την πρώτη γενναία μπουκιά. Μια άνοστη γεύση από ξερό ζυμάρι απλώθηκε στο στόμα της, αλλά τα παράπονα του στομαχιού της ήταν εντονότερα από την αίσθηση της γεύσης της για να σταματήσει να μασουλάει. Πήγε να ξανά δαγκώσει...

Όμως, τότε, σκόνταψε πάνω σε κάτι. Το αδέξιο κορίτσι κατόρθωσε να διατηρήσει την ισορροπία του, γλυτώνοντας παρά τρίχα την πτώση στο τσιμεντένιο δάπεδο. Ένας χτύπος χάθηκε, και μια ανακούφιση την συνεπήρε που το ψωμί βρίσκονταν ακόμη υπό την κατοχή της. Αν είχε πέσει, πιθανόν να αναγκάζονταν να παραμείνει νηστική μέχρι η τύχη να τους ξανά χαμογελάσει προσφέροντας τους άλλο ένα άγευστο φαγώσιμο -κάτι που υπέθεταν πως θα αργούσε αρκετά.

Όχι βέβαια πως τώρα θα το απέφευγε.

Καθώς, σύντομα γύρισε και συνειδητοποίησε πως εμπόδιο στον δρόμο της είχε βρεθεί ένα καπέλο. Ένα παλιό, σκισμένο, ψαρικό καπέλο το οποίο πρέπει να είχε μετακινηθεί από την ορμή του ποδιού της, αφού ο κάτοχος του βρίσκονταν λίγα εκατοστά πιο πίσω.

Ένα αγόρι με λερωμένη φορεσιά κάθονταν στην άκρη του πεζοδρομίου, στηρίζοντας την πλάτη του στην κλειστή γκαραζόπορτα ενός καταστήματος. Είχε χώσει το κεφάλι μέσα στα γυμνά μπράτσα του, καλύπτοντας το ταυτόχρονα από τον ήλιο και την ντροπή της κατάντιας του. Μονάχα λίγα χρόνια μεγαλύτερο από την Σοφία, ζητιάνευε περιμένοντας υπομονετικά να έρθει το απόγευμα, όπου οι περαστικοί θα πλήθαιναν στην περιοχή.

Το μικρό κορίτσι τότε έκανε ένα τρομερό λάθος.

Σε αυτήν και στο βρόμικο παιδί παρουσιάζονταν ως μια γενναιόδωρη πράξη καλοσύνης. Πρόσφερε τις τελευταίες μπουκιές μιας κουραστικής μέρας σε έναν άγνωστο. Έκοψε από ευγένεια το κομμάτι που είχε δαγκώσει και πέταξε το υπόλοιπο στο καπέλο του, με τη φωνή της παιδικής της συνείδησης να της υπενθυμίζει πως εκείνο μπορεί να είχε μείνει νηστικό περισσότερο καιρό.

Η Άννα συνήθιζε να βασίζεται σε εκείνη την φωνή, που αν μη τι άλλο την καθοδηγούσε σε κάθε δύσκολη συνθήκη που είχε χρειαστεί να αντιμετωπίσει. Δεν την είχε προδώσει ποτέ.

Αλλά εκείνη τη φορά, ίσως θα ήταν καλύτερα να μην την είχε ακούσει. Να μην είχε σταματήσει στη μέση του πεζοδρομίου και ενδώσει στις καλοπροαίρετες προθέσεις της.

Γιατί εκείνη τη στιγμή, η Άννα έσυρε το καπέλο μπροστά στο αγόρι -μαντεύοντας που μπορεί να ήταν αρχικά τοποθετημένο. Εκείνος αισθάνθηκε τη σκιά που τον κάλυψε και σήκωσε το βλέμμα ξαφνιασμένος. Δεν περίμενε κάποια προσφορά μέχρι να καταλαγιάσει λίγο η ζέστη.

Αλλά να που τώρα ένα κορίτσι στέκονταν μπροστά του, και πέρα από ένα πολυπόθητο γεύμα του πρόσφερε επίσης και μια σπίθα ελπίδας. Ένα κορίτσι που είχε αφήσει ασυναίσθητα λίγες από τις χρυσές του μπούκλες να ξεπηδήσουν κάτω από την κουκούλα, πριν βαλθεί να ακολουθήσει ξανά την αδερφή της.

Πόσο μεγάλο λάθος...

• • •

Την ίδια ώρα, αλλά σε μια άλλη άκρη της γνωστής πόλης, το έφερε έτσι η ιστορία ώστε η παρέα των πέντε παιδιών -ελεύθερη πλέον- να κατευθύνεται προς το μοναδικό μέρος που θα μπορούσε να τους βοηθήσει στην -αδιαμφισβήτητα- περίεργη έρευνα τους.

Προσπαθούσαν εδώ και αρκετή ώρα να αποδεχτούν την αλλόκοτη εξέλιξη των γεγονότων, υποσχόμενοι να δράσουν κατάλληλα με απώτερο σκοπό την εύρεση των δύο κοριτσιών, και -φυσικά- το αξιόλογο κέρδος που θα τερμάτιζε ολοκληρωτικά τον εξευτελισμό της λιτής ζωής τους.

«Είσαι τρελός!»

Το πρόβλημα όμως ήταν πως η ορολογία κατάλληλα στο μυαλό του Τόμας αντήχησε επεξεργασμένη· αλλοιώθηκε από τα συμφραζόμενα και εν τέλει μετατράπηκε σε επικίνδυνα.

Τουλάχιστον αυτό φαντάστηκε η Αντζελίνα, όταν η ωμή απάντηση του φίλου της στο ερώτημα «Τι κάνουμε τώρα;» πυροδότησε βίαια το πιο δυνατό της ένστικτο.

«Δεν μπορούμε να αρχίσουμε να ψάχνουμε σε όλα τα στενά της πόλης με την ελπίδα να μας περιμένουν στη γωνία, και το ξέρεις.», απάντησε εκείνος ανασαίνοντας βαριά, μαχόμενος να φυλακίσει όλες αυτές τις ανησυχίες που έκαιγαν εξίσου και στα δικά του σωθικά.

Ακόμα και αν είχε προβλέψει όλες τις δικαιολογημένες αντιρρήσεις, ο πεισμωμένος νεαρός προχωρούσε πάνω στον δρόμο με αποφασιστικό παράστημα. Βασανισμένος από σκέψεις που δεν χωρούσαν εναλλακτικές, δεν χρειάζονταν να του υπενθυμίσουν πως μονάχα ένας τρελός θα επέλεγε να καταφύγει στις εφιαλτικές λύσεις του παρελθόντος.

«Σε παρακαλώ, Τομ. Σύνελθε! Έχεις καθόλου σκεφτεί τι θα γίνει αν σε βρει; Αν μας βρει;»

Το χέρι της τεντώθηκε να τον φτάσει, μα εκείνος απέρριψε την συμπόνια της φοβούμενος να μην λυγίσει η ψυχή του τρομοκρατημένη κάτω από το δροσερό της άγγιγμα.

«Σας είπα πως δεν χρειάζεται να έρθετε μαζί μου.», μουρμούρισε.

Και εύχονταν βαθιά να είχαν υπακούσει τις επικλήσεις του. Να είχαν παραμείνει στην αποθήκη όπως τους είχε προστάξει. Κάτω από τις αντίξοες συνθήκες όπου είχαν καταλήξει, δεν τολμούσε να ρισκάρει έτσι την ασφάλεια τους για τα δικά του λάθη.

Αλλά έπρεπε να το γνωρίζει. Ούτε και εκείνοι δεν θα άφηναν τον στρατιώτη να παρευρεθεί μόνος στο μέτωπο του πολέμου.

«Κοίτα, όσο απίστευτα δελεαστική και αν ακούγεται αυτή η προσφορά, αν πας ξεκάρφωτος η τύχη σου είναι καταδικασμένη.», ο Ντέρεκ αποπειράθηκε να πείσει τον φίλο του να αναθεωρήσει., «Γιατί δεν το ξανά σκεφτόμαστε όμως, ε; Έχεις ακούσει καθόλου για το τι είδους παρέες αράζουν στον Ιστό; Τομ, το ποινικό τους μητρώο μόνο να δεις-»

«Φίλοι σου από τα χρόνια της φυλακής να υποθέσω;», η Άλις διέκοψε με τόνο βουτηγμένο στην ειρωνεία.

Άφησε άφοβα από τα χείλη της να ξεχυθεί μια ερώτηση για ένα θέμα που κανείς δεν είχε βρει την όρεξη να σχολιάσει. Βαριεστημένα όπως συνήθιζε να κλοτσάει τα πόδια της στην άσφαλτο, ούτε το βλέμμα δεν σήκωσε να αντικρίσει την απρόσμενη ένταση που φώλιασε απότομα στην έκφραση του Ντέρεκ.

«Δεν είναι ώρα.», ψέλλισε μέσα από τα δόντια.

«Αλήθεια; Αναρωτιέμαι πότε επιτέλους έχει σκοπό να έρθει αυτή η ώρα. Γιατί τα τελευταία τέσσερα χρόν-»

«Βουλώστε το και οι δύο!»

Ο Τόμας θέλησε στιγμιαία να ουρλιάξει, καθώς το άγχος του τέντωνε τα νεύρα σαν σχοινιά που προσπαθούσαν να κρατήσουν ένα βαρύ ετοιμόρροπο αντικείμενο. Ο στοιχειώδης έλεγχος που ασκούσε στον εαυτό του είχε καταρρεύσει, ηττημένος μπροστά στα ασυνάρτητα ξεσπάσματα των συντρόφων του που δεν έλεγαν να λάβουν τέλος.

Ανέπνευσε αργά και κατάπιε έναν κόμπο πριν ξεστομίσει τα επόμενα λόγια:

«Πρόκειται... Πρόκειται να κάνουμε κάτι πάρα πολύ κακό. Πρέπει να το κάνουμε. Και αν νομίζετε πως έχουμε χρόνο για μπηχτές, καλύτερα γυρίστε πίσω έτσι όπως ήρθατε.»

Μια ενοχοποιητική σιωπή απλώθηκε, και κάλυψε μέχρι και τα ανυποψίαστα κελαϊδίσματα των πουλιών που παρακολουθούσαν με αγωνία την σκηνή πάνω στα καλώδια των στύλων.

Ο Ντέρεκ και η Άλις δεν έκανα κάποια κίνηση μεταβολής, μα ο Τόμας ήλπιζε για το αντίθετο.

Γνώριζε καλά πως η αναπόφευκτη τραγωδία που θα ακολουθούσε θα του στερούσε πολλά περισσότερα από όσα ήταν διαθέσιμος να δώσει για χάρη μερικών ανόητων δολαρίων.

•°•°•

"Is this the last time that I lay my eyes upon you?
Is this the last time that I ever watch you leave?"

Continue Reading

You'll Also Like

258K 4K 32
"Τι θέλεις εσύ εδώ?"ρώτησα "Δεν είσαι τόσο σκληρή όσο δείχνεις!"είπε και γουρλωσα τα μάτια μου. "Τι θέλεις από μένα πια?" "Εσένα!"είπε και ήρθε πιο κ...
7.9K 1.9K 37
Το φεγγάρι εκεί ψηλά, κρύβει μεγάλα μυστικά. Το μονοπάτι του σαν πάρεις, σε περιπέτεια θα σαλπάρεις. Το φως του κρύβει την αλήθεια, αν τη μάθεις, πο...
740 164 22
Η ιστορία της Μελίνας μας τελείωσε αφού βρήκε τον άντρα της ζωής της! Είπα όμως μην αφήσουμε τον Μίμη χωρίς γυναίκα! Τι λέτε; Πάμε να βρούμε τον Πισι...
58 7 4
What if Grace is the only person who she's the hidden butterfly while Alpheus will know the true? This book based with series 'The Deep' and with my...