Γενικά έτσι νόμιζα πως θα τελείωνε η ιστορία μας. Με ένα ευχάριστο τέλος αλλά όλα άλλαξαν πολύ απότομα.
Ήταν πριν τρεις μέρες. Ετοιμαζόμασταν για το καινούριο σχολείο που είχα γραφτεί. Φόρεσα τα μαύρα βανς μου την κλασική μπορντό ζακέτα μου και ένα μαύρο τζιν σορτσάκι και αφού περίμενα τον Τζακ να κατέβει για να φύγουμε έφτιαξα καφέ και για τους δύο μας.
Κατέβηκε μετά από λίγο και φύγαμε. Περπατήσαμε μέχρι εκεί και κάναμε κανονικά μάθημα. Οι γονείς μου μέχρι τότε είχαν προσπαθήσει να επικοινωνήσουν μαζί μου με κάθε μέσω. Με έψαχναν ακόμη και με την αστυνομία.
Αλλά η φάση ήταν ότι δεν με απασχολούσε από τη στιγμή που όλα πήγαιναν ρολόι. Ήμουν με εκείνον που ήθελα εκεί που ήθελα και δεν είχα κανέναν να κανονίζει για τις επιλογές μου.
Αλλά παρόλα αυτά εκείνη τη στιγμή που σκεφτόμουν όλα αυτά τα πράγματα ένα περιπολικό πάρκαρε μπροστά από την κεντρική είσοδο. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία αλλά την επόμενη στιγμή παρατήρησα τους μπάτσους να μπαίνουν στο σχολείο μας και προβληματίστηκα. Ήταν για εμένα? Με βρήκαν? Ο Τζακ ήρθε δίπλα μου και με πήρε από το χέρι.
"Καλύτερα να φύγουμε." Είπε παρατώντας τη μπάλα και παίρνοντας την τσάντα του από κάτω. Έγνεψα και με κατεύθυνε προς την έξοδο όταν η φωνή της διευθύντριας με έκανε να αφαιρεθώ από την κατάσταση που βρισκόμουν.
"Χατζιλάμπρου ακούς?" Φώναζε πίσω μου και πριν το καταλάβω δύο από τα γουρούνια που είχαν βγει πριν από το περιπολικό είχαν πιάσει τον Τζακ από τα χέρια και ένα άλλο ήταν πίσω μου κρατώντας τα δικά μου.
"Τι θέλετε?" Φώναζε ο Τζακ και όλο το σχολείο είχε γυρίσει προς το μέρος μας.
Προσπαθούσα να φύγω από την λαβή του μπάτσου πίσω μου αλλά ήταν αδύνατο. Ένας από αυτούς ήρθε αντιμέτωπα μου και με ρώτησε με έναν βαρύ τόνο στην φωνή του.
"Είσαι η Ζωή Χατζιλαμπρου?" Είπε εκείνος.
"Τι θες?" Του είπα στα ίσια περιμένοντας απάντηση.
"Απαντά στην ερώτηση και όχι πολλά πολλά."
"Ναι. Σειρά σου." Αντιμιλησα χωρίς να το περιμένει.
"Ακολούθα με." Οι μπάτσοι άφησαν τον Τζακ και παρά το σπρώξιμο που έριξε προσπαθώντας να έρθει ξανά κοντά μου Δεν τα κατάφερε.
Ήμουν πλέον μέσα στο περιπολικό με εκείνους γύρω μου.
"Πώς με βρήκατε?" Ρώτησα.
"Γράφτηκες σε ένα σχολείο με τα κανονικά σου στοιχεία." Είπε ένας με ένα ειρωνικό ύφος. Δεν έδωσα σημασία και κοιτούσα έξω από το παράθυρο ξέροντας που θα καταλήξω. Ένιωθα αδύναμη ξανά. Ήταν απαίσιο μόνο στην σκέψη πως θα ξαναπάω εκεί.
Το αμάξι σταμάτησε και ο συνοδηγός βγήκε και μου άνοιξε την πόρτα. Εκείνοι στέκονταν στην πόρτα του σπιτιού και με κοιτούσαν με απέχθεια. Δεν θα γίνουν γονείς μου ποτέ αυτοί.
Στάθηκα απέναντι στην και καλά μητέρα μου και έγινε αυτό που περίμενα. Το χέρι της έκαψε το μάγουλο μου και ενώ έσκυψα το κεφάλι για να μην την κοιτάζω εκείνη άρχισε να φωνάζει. Την έσπρωξα και κλειδώθηκα στο παλιό δωμάτιο μου. Δεν είχα τίποτα. Ούτε ρούχα ούτε τίποτα μαζί μου. Μονο την τσάντα του σχολείου την οποία είχα ξεχάσει μέσα στο περιπολικό και ήμουν σιγουρη πως ήταν πλέον στην κατοχή της μάνας μου.
"Είσαι τιμωρία για πολύ καιρό να ξέρεις." Άκουσα την φωνή της έξω από το δωμάτιο.
"Και αν σε δω να καπνίζεις ποτέ θα σε στείλω από εκεί που σε έφεραν." Τα λόγια της ήταν τελειωτικά. Θυμίζεις σε ορφανό ότι δεν έχει γονείς? Ωραία οικογένεια έχω.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι και σκεφτόμουν για την καθημερινότητα που πρόκειται να επανέλθω. Γαμώτο. Το μόνο που έκανα ήταν να βγω στο κλασικό μπαλκόνι του δωματίου και να κοιτάω κάτω την θέα της απέναντι πόλης. Ήξερα πως ήταν κάπου εκεί και με σκεφτόταν. Έτσι θέλω να νομίζω. Κι ας μην ισχύει.
Τζακ POV
Μαλάκες. Πώς μπορούσαν να το κάνουν αυτό? Γιατί να την έχουν κλεισμένη κάπου που την αναγκάζουν? Κάπου που δεν ανήκει? Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να τρέξω στο σπίτι. Δεν είχα όρεξη για τίποτα.
Ο Άγγελος ήρθε μετά από ώρα και με ρώτησε για το τι είχε παιχτεί πιο πριν. Δεν του απαντούσα για αρκετή ώρα μέχρι που επαναλάμβανε συνεχώς της ερώτηση και δεν άντεχα να τα κρατάω άλλο μέσα μου.
"Την πήραν ρε μαλάκα τι δεν κατάλαβες?" Είπα εξοργισμένος δίνοντας μια δυνατή μπουνιά στον τοίχο δίπλα μου.
"Τι? Που είναι?"
"Και που θες να ξέρω ρε μαλάκα. Το θέμα είναι πως δεν είναι εδώ."
"Πούστη έχεις γίνει πολύ φλώρος τελευταία." Σηκώθηκα και πήγα δίπλα του.
"Θα σου έχωνα μπουκέτο αυτή τη στιγμή αλλά επειδή είμαι φλώρος δεν θα σε βαρέσω γιατί δεν έχω όρεξη."
"Ρε Τζακ δεν το είπα για κακό ρε μαλάκα."
"Βγες έξω Άγγελε δεν έχω όρεξη για παπαριές."
"Τι θα κάνεις τώρα? Αν φύγω θα κάθεσαι να ανοίγεις πληγές στα χέρια σου περιμένοντας να γυρίσει? Σήκω και κάνε κάτι ρε άχρηστο."
"Όπα είπες κάτι σωστό ή το άκουσα μόνος μου?" Χαμογέλασε ειρωνικά και σηκώθηκε πηγαίνοντας προς την κουζίνα. Τον αγνόησα και μετά από λίγο ακούστηκε η φωνή του.
"Πάρε τηλέφωνο ξέρω γω?" Οπ εγώ γιατί δεν το σκέφτηκα? Γιατί βάραγες τους τοίχους λες και κάτι θα γινόταν και θα άνοιγε ο τοίχος και θα εμφανιζόταν δια μαγείας. Μιλάω με τον εαυτό μου? Πάλι το έκανα. Και πάλι. Σταματάω.
"Εεε με ακούς ρε νουμπά?" Φώναζε ο Άγγελος μπροστά μου.
"Έλα ναι σε άκουσα πάω να πάρω και έρχομαι." Ο ήχος ακούστηκε αρκετές φορές μέχρι που βγήκε ο συνδρομητής. Ξανά πήρα και ξανά πήρα αλλά δεν απαντούσε. Προσπάθησα μια τελευταία και μια γυναικεία φωνή απάντησε στην κλήση.
"Η Ζωή είναι εκεί?" Ρώτησα.
"Ποιος είσαι?" Ρώτησε πίσω εκείνη αυστηρά.
"Δεν θα σου δώσω και ταυτότητα που είναι η Ζωή είπα."
"Αγόρι μου έχεις πολύ θράσος." Είπε εκείνη και πριν κλήσει πρόλαβα να φωνάξω μέσα στο μικρόφωνο.
"Θα μου πεις που είναι γαμω τη μάνα της την ψάχνω εδώ και τόση ώρα?" Η έντονα εκνευρισμένη φωνή μου ακουγόταν πίσω στην κλήση.
"Μην ξαναπλησιάσεις την κόρη μου όποιος κι αν είσαι." Είπε εκείνη και έκλεισα το τηλέφωνο αργά ξέροντας πλέον με ποιον μιλούσα.
Μαλάκα. Την έχω γαμήσει άσχημα. Η απορημένη έκφραση του Άγγελου μου την έσπασε και αφού τον έσπρωξα ελαφρά κάθισα ξανά στον καναπέ μου.
"Τι έγινε?" Είπε εκείνος.
"Άκουσες τι έλεγα?" Έγνεψε και συνέχισα.
"Μιλούσα με τη μητέρα της.
"Τα περαστικά μου." Ε θες ξύλο και εσύ τώρα.
Προχώρησα προς το μπάνιο και αφού έπλυνα τη μάπα μου κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Τι έχεις κάνει ρε μαλάκα? Ξεκόλλα.
______________________________________
Παρτ 33 δικό σας. Προσπαθώ να μην τελειώσει τόσο εύκολα.
💬+⭐όποιος θελει Γιατί με βοηθάει
Θενξ