You Changed Me

Por CallMeMar

185K 13.8K 1K

Η Άλισον είναι ένα 17χρονο κορίτσι της τρίτης λυκείου. Της αρέσει να κάθεται σπίτι βλέποντας ταινίες, σειρές... Más

Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 2
Κεφάλαιο 3
Κεφάλαιο 4
Κεφάλαιο 5
Κεφάλαιο 6
Κεφάλαιο 7
Κεφάλαιο 8
Κεφάλαιο 9
Κεφάλαιο 10
Κεφάλαιο 11
Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13
Κεφάλαιο 14
Κεφάλαιο 15
Κεφάλαιο 17
Κεφάλαιο 18
Κεφάλαιο 19
Κεφάλαιο 20
Κεφάλαιο 21
Κεφάλαιο 22
Κεφάλαιο 23
Κεφάλαιο 24
Κεφάλαιο 25
Κεφάλαιο 26
Κεφάλαιο 27
Κεφάλαιο 28
Κεφάλαιο 29
Κεφάλαιο 30
Κεφάλαιο 31
Κεφάλαιο 32
Κεφάλαιο 33
Κεφάλαιο 34
Κεφάλαιο 35
Κεφάλαιο 36
Κεφάλαιο 37
Κεφάλαιο 38
Κεφάλαιο 39
Επίλογος

Κεφάλαιο 16

4.5K 366 0
Por CallMeMar

Καθόμασταν εδώ και δέκα λεπτά περίπου στο σαλόνι του σπιτιού του χωρίς να μιλάμε καθόλου. Ο Ντέιβιντ ήταν χαμένος στις σκέψεις του και εγώ παρατηρούσα το σπίτι για να διώξω κάπως την αμηχανία που ένιωθα. Καθόμουν στην μία μεριά του καναπέ και ο Ντέιβιντ στην άλλη. Καθώς έβλεπα πως δεν έκανε κάποια κίνηση να μιλήσει, γύρισα το σώμα μου προς το μέρος του και τον κοίταξα, τραβώντας με αυτό τον τρόπο την προσοχή του. Γύρισε και αυτός το σώμα του προς το μέρος μου, με αποτέλεσμα τα σώματα μας να κοιτάνε το ένα το άλλο.

"Ντέιβιντ, τι έγινε; Θες να μου μιλήσεις;", τον ρώτησα ήρεμα. Με είχε ανησυχήσει πολύ η στάση του.

Στήριξε τον αγκώνα του στο πάνω μέρος του καναπέ και ακούμπησε μηχανικά συνάμα κουρασμένος το κεφάλι πάνω στο χέρι του. Πήρε μία βαθιά ανάσα και με κοίταξε κατάματα° το έβλεπα στα μάτια του πως δεν είχε καμία όρεξη να μιλήσει.

"Ο Κάμελοτ", ψέλλισε άψυχα, "τον δολοφόνησαν". Είχα μείνει να τον κοιτάω χωρίς να ξέρω τι να πω° δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ο Κάμελοτ αλλά ο θάνατος του πρέπει να είχε πληγώσει πολύ τον Ντέιβιντ. Φαινόταν στο βλέμμα του. "Ο Κάμελοτ ήταν ο καλύτερος μου φίλος", συνέχισε τελικά. "Σπουδάσαμε και δουλεύαμε μαζί στην αστυνομία", πρόσθεσε εξηγώντας μου με λίγα λόγια την κατάσταση.

"Ντέιβιντ, λυπάμαι ειλικρινά. Πώς έγινε όμως;" αποκρίθηκα ενώ ένιωθα άσχημα για αυτόν και τον φίλο του. Μπορεί ο Κάμελοτ να έχασε την ζωή του, που δεν είναι διόλου λίγο, όμως και ο πόνος που αφήνει ο θάνατος σε αυτούς που είναι ζωντανοί δεν είναι και λίγος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα, ο πόνος έδειχνε να τον τρώει.

Ο Ντέιβιντ στην ερώτηση μου έκλεισε τα μάτια του για λίγο, σαν να προσπαθούσε να διώξει κάποια εικόνα από το μυαλό του, και μετά με πλησίασε. Έκανε μία κίνηση που δεν περίμενα. Μου χάιδεψε απαλά τα μαλλιά και έπειτα, με τράβηξε προς το μέρος του και ακούμπησε το κεφάλι του στη καμπύλη του λαιμό μου. "Ας μιλήσουμε άλλη φορά για αυτό το θέμα. Θέλω να ηρεμήσω" απάντησε ενώ η φωνή του πλέον ακουγόταν αδύναμη, σαν ψίθυρος.

"Εντάξει", συμφώνησα και ακούμπησα το κεφάλι μου στο κεφάλι του. Ένιωσα τα απαλά μαλλιά του καθώς ακούμπησα πάνω τους και μία όμορφη μυρωδιά εισχώρησε στα ρουθούνια μου. Τον χάιδεψα στην πλάτη και με κράτησε πιο σφικτά.

"Άλισον, σε ευχαριστώ που ήρθες" ψέλλισε ενώ έκανε να βολευτεί καλύτερα και ένιωσα την ανάσα του να χτυπάει στο λαιμό μου.

"Μπορείς πάντα να στηριχτείς σε εμένα" είπα και ανασήκωσε το βλέμμα του για να με κοιτάξει και παράλληλα μου χαμογέλασε. Άφησε την μέση μου και έπιασε απαλά το μάγουλο μου, το οποίο χάιδεψε και έπειτα εγκλώβισε το πρόσωπο μου στη λαβή του και με τα δυο του χέρια και στη συνέχεια, κίνησε προς τα πάνω ώστε να μου αφήσει ένα φιλί στο μέτωπο. 
Αμέσως μετά, με τράβηξε προς το μέρος του και με έβαλε στην αγκαλιά του. Είχε ένα υπέροχο άρωμα, ένα χαρακτηριστικό άρωμα το οποίο σίγουρα δεν θα μπορούσα να ξεχάσω.

Μου χάιδευε τα μαλλιά για κάτι λεπτά και λίγο ακόμα ήθελε και θα κοιμόμουν στην αγκαλιά του, έτσι όπως ακουμπούσα το κεφάλι μου στον ώμο του. Ωστόσο, ο χαρακτηριστικός ήχος του κινητού μου με ανάγκασε να απομακρυνθώ από κοντά του. Κοίταξα την οθόνη του κινητού και είδα τον αριθμό της μαμάς μου. Σηκώθηκα απότομα από την θέση μου και έκατσα κανονικά στον καναπέ. Μετά είδα την ώρα και πανικοβλήθηκα° είχε πάει σχεδόν δύο τα μεσάνυχτα. Κοίταξα τον Ντέιβιντ για βοήθεια και κατευθείαν κατάλαβε τι γινόταν. "Πες της ότι είσαι στην Εύη και τώρα θα έρθεις" αποκρίθηκε και έκανε νόημα να σηκώσω το τηλέφωνο. Του έγνεψα θετικά και έσυρα με το δάχτυλο μου προς τα δεξιά το πράσινο κυκλάκι πάνω στην οθόνη.

"Έλα μαμά".

"Που στο καλό είσαι Άλισον δύο η ώρα τα μεσάνυχτα;" φώναξε ανήσυχη από την άλλη γραμμή.

"Στην Εύη είμαι μαμά, τώρα θα έρθω" της απάντησα ψύχραιμα.

"Θα έρθω να σε πάρω" είπε και έκανα όσο πιο γρήγορα γίνεται για να απαντήσω.

"Όχι! Δεν χρειάζεται, θα με φέρει η μαμά της Εύης" απάντησα τρομοκρατημένη.

"Εντάξει, μην αργήσεις" αποκρίθηκε και τερμάτισα την κλήση. Ύστερα, χωρίς πολλά πολλά, σηκωθήκαμε για να ετοιμαστούμε και να φύγουμε.

Αφού φτάσαμε έξω από το σπίτι μου, τον ευχαρίστησα και έκανα κίνηση να βγω από το αυτοκίνητο, όμως με σταμάτησε πιάνοντας με απ' τον καρπό μου.

"Άλισον, και πάλι ευχαριστώ που ήρθες" είπε ενώ με κοίταξε έντονα.

"Δεν κάνει τίποτα", του χαμογέλασα και τον φίλησα στο μάγουλο. Μου ανταπέδωσε το χαμόγελο και βγήκα από το αμάξι. Μισό λεπτό. Μόλις τον φίλησα; αναρωτήθηκα μόλις συνειδητοποίησα τι έκανα.

Όταν πλέον το αυτοκίνητο είχε φύγει, μπήκα μέσα στο σπίτι.

"Μαμά;", φώναξα ενώ ανέβηκα τις σκάλες για να πάω στο πάνω όροφο. Μπήκα πρώτα στο δωμάτιο της μαμάς και την είδα να κοιμάται. Πρέπει να ήταν πολύ κουρασμένη για να αποκοιμήθηκε πριν έρθω. Έκλεισα σιγά σιγά την πόρτα για να μην την ξυπνήσω και έπειτα πήγα στο δωμάτιο μου. Φόρεσα τις πιτζάμες μου και έπεσα κατευθείαν για ύπνο.

Το επόμενο πρωί με ξύπνησε ο ήχος του κινητού μου. Με το ζόρι άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα διστακτικά έξω από το παράθυρο° ίσα ίσα που έβγαινε ο ήλιος. Πήρα στο χέρι μου το κινητό και κοίταξα την οθόνη για να δω ποιος με έπαιρνε. Όπως το περίμενα, ήταν η Εύη. Μόνο αυτή με ξυπνούσε τόσο νωρίς.

"Καλημέρα", φώναξε ενθουσιασμένη.

"Τι στο καλό Εύη;" ρώτησα και κοίταξα την ώρα. Ήταν εφτά και μισή το πρωί. "Για πιο λόγο με παίρνεις τόσο νωρίς και μου στερείς το πολύτιμο ύπνο μου;"

"Γιατί κάποια αύριο φεύγει και θέλω να έρθω να την δω" αποκρίθηκε και απλά δεν μπορούσα να μην χαμογελάσω.

"Σε περιμένω" είπα χαρούμενη ενώ έτριψα τα μάτια μου.

"Σε ένα τέταρτο θα είμαι εκεί", με ενημέρωσε. "Δεν έχω φάει, για αυτό περίμενε με να φάμε μαζί".

"Εντάξει" απάντησα και το κλείσαμε. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και το έστρωσα. Έκανα στα γρήγορα την καθημερινή πρωινή μου ρουτίνα και κατέβηκα στο σαλόνι, αφού βέβαια πρώτα φόρεσα κάποια άνετα ρούχα. Όταν πλέον βρισκόμουν κάτω, έκατσα στο σαλόνι και άναψα την τηλεόραση καθώς περίμενα την Εύη. Η οποία ήρθε μέσα σ' ένα εικοσάλεπτο. Μόλις ήρθε, πήγαμε στη κουζίνα και φτιάξαμε από δύο τοστ στη καθεμία. Ύστερα, κάτσαμε στο σαλόνι μπροστά απ' τη τηλεόραση συζητώντας για διάφορα θέματα.

"Και δεν μου λες, με το μπατ- τον αστυνομικό θέλω να πω, τι γίνεται;" με ρώτησε και της έριξα ένα τάχα δολοφονικό βλέμμα.

"Τον λένε Ντέιβιντ" αποκρίθηκα αγνοώντας την ερώτηση της.

"Εντάξει. Με τον Ντέιβιντ τι γίνεται;" ρώτησε κοροϊδευτικά. Της διηγήθηκα όλα όσα είχαν γίνει το προηγούμενο βράδυ και μόνο από την έκφραση του προσώπου της είχα καταλάβει πόσο πολύ είχε ενθουσιαστεί.

"Πλάκα κάνεις; Λες να νιώθει κάτι για εσένα; Τι ρωτάω; Σίγουρα!", άρχισε να παραμιλάει χαρωπά σαν ένα πεντάχρονο. Γέλασα με την αντίδραση της και άρχισε να χτυπάει παλαμάκια.

"Ηρέμησε Εύη, δεν είναι τίποτα σίγουρ-", προσπάθησα να μιλήσω, όμως με διέκοψε.

"Το γεγονός ότι σε φώναξε, ΕΣΈΝΑ, σε μία δύσκολη στιγμή, ΜΕΣ ΣΤΑ ΜΕΣΆΝΥΧΤΑ, δείχνει πολλά γλυκιά μου!" είπε τονίζοντας κάθε της λέξη.

"Ό,τι πεις" απάντησα ηττημένη χωρίς να θέλω να συνεχίσω της συζήτηση. Δεν ήθελα περισσότερες ελπίδες, ήδη είχα κάποιες αλλά θεωρούσα πως δεν έπρεπε. Δεν ήθελα να απογοητευτώ στο τέλος. Ήξερα πόσο πολύ πονάει.

"Και δεν μου λες; Σήμερα θα τον δεις;", με ρώτησε περίεργη.

"Δεν νομίζω. Άσε που πρέπει να ετοιμάσω την βαλίτσα μου, διότι αύριο φεύγω".

"Μάλιστα. Τι ώρα θα φύγεις αύριο;"

"Νωρίς, κατά τις 7 το πρωί λογικά, γιατί αργότερα η μαμά μου πρέπει να πάει στη δουλειά" απάντησα και έπειτα αλλάξαμε συζήτηση.

Συζητούσαμε για διάφορα θέματα μέχρι που ήρθε η ώρα για να φύγει η Εύη. Είχε ήδη νυχτώσει έξω όταν με ενημέρωσε πως έπρεπε να πάει σπίτι. Έτσι, την συνόδευσα μέχρι την πόρτα και εκεί την καληνύχτισα. Στη συνέχεια, ανέβηκα πάνω στο δωμάτιο μου και πήγα να ετοιμάσω την βαλίτσα μου. Έβαλα μέσα όλα τα απαραίτητα και ό,τι άλλο ήθελα να πάρω μαζί μου. Όταν τελείωσα, πήρα ένα βιβλίο και ξάπλωσα στο κρεβάτι για να διαβάσω. Ωστόσο, χτύπησε το τηλέφωνο μου, διακόπτοντας με και άφησα το βιβλίο για να δω ποιος με καλούσε. Ήταν ο Ντέιβιντ και αμέσως ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου.

"Παρακαλώ;" απάντησα αφού το σήκωσα.

"Γεια σου Άλισον, τι κάνεις;", με ρώτησε και πρόσεξα πως ακουγόταν καλύτερα από εχθές. Πιο ευδιάθετος.

"Καλά είμαι, εσύ;" αποκρίθηκα εύθυμα.

"Καλά και γω" απάντησε. "Έχεις σχέδια για αύριο;", συνέχισε πριν προλάβω να μιλήσω.

"Αύριο θα φύγω σε ένα χωριό για μία εβδομάδα", εξήγησα. "Γιατί;", τον ρώτησα αμέσως μετά.

"Έλεγα να βρεθούμε αλλά αφού θα φύγεις, εντάξει, κανονίζουμε άλλη φορά αν θες". Εννοείτε πως θέλω, σκέφτηκα.

"Ναι, εννοείτε. Πώς ήταν η μέρα σου σήμερα;" ρώτησα στη συνέχεια.

"Το πρωί έγινε η κηδεία του Κάμελοτ και μετά ήρθα σπίτι" απάντησε.

"Ω, συλλυπητήρια".

"Ευχαριστώ πολύ" αποκρίθηκε. "Άλισον, με καλούν από την δουλειά, θα τα πούμε άλλη στιγμή" είπε βεβιασμένα.

"Εντάξει" απάντησα και το κλείσαμε.

Μετά το τηλεφώνημα, άλλαξα φορώντας τις πιτζάμες μου και έπεσα κατευθείαν να κοιμηθώ. Έχοντας όμως τον Ντέιβιντ συνέχεια στο μυαλό μου δυσκολεύτηκε να με πάρει ο ύπνος. Έτσι, κοιμήθηκα πιο αργά απ' όσο ήθελα.

Seguir leyendo

También te gustarán

238K 8.4K 71
"Απλά δεν θέλω να βρίσκεσαι γύρω μου. Μείνε μακριά μου" με κοίταξε με ανέκφραστο βλέμμα και μου γύρισε την πλάτη, ενώ άρχισε να απομακρύνεται από το...
820K 39.6K 78
▪️Girl's pov▪🔞💦 _ «Σε θέλω» Το βλέμμα μου τον κοιτάει έντονα πριν χυμήξει πάνω μου και μου δώσει ένα παθιασμένο φιλί στα χείλη. «Και γω μικρή μου...
877K 61.9K 72
[ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΈΝΗ] "Για που νομίζεις ότι το έβαλες;" Με ρώτησε, ενώ εγώ εστίασα το βλέμμα μου στα καταγάλανα μάτια του που ξεπρόβαλαν μέσα από την μαύρη...
278K 9.4K 50
Η Βικτόρια Μίλερ, στους φίλους Βι ,είναι 18 ετών, μαθήτρια της τελευταίας (12ης) τάξης του high school (λυκείου) και μένει με τους γονείς της και τον...