Μπλεγμένες Ζωές

By fenia_9

39.3K 6K 368

Βορράς και Νότος. Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Μαύρο και άσπρο. Όλα αντίθετα, κανένα κοινό σημείο. Η χρυσή τομή; Πά... More

Πρόλογος
Κεφάλαιο 1ο
Κεφάλαιο 2ο
Κεφάλαιο 3ο
Κεφάλαιο 4ο
Κεφάλαιο 5ο
Κεφάλαιο 6ο
Κεφάλαιο 7ο
Κεφάλαιο 8ο
Κεφάλαιο 9ο
Κεφάλαιο 10ο
Κεφάλαιο 11ο
Κεφάλαιο 12ο
Κεφάλαιο 13ο
Κεφάλαιο 14ο
Κεφάλαιο 15ο
Κεφάλαιο 16ο
Κεφάλαιο 17ο
Κεφάλαιο 18ο
Κεφάλαιο 19ο
Κεφάλαιο 20ο
Κεφάλαιο 21ο
Κεφάλαιο 23ο
Κεφάλαιο 24ο
Κεφάλαιο 25ο
Κεφάλαιο 26ο
Κεφάλαιο 27ο
Κεφάλαιο 28ο
Κεφάλαιο 29ο
Κεφάλαιο 30ο
Κεφάλαιο 31ο
Κεφάλαιο 32ο
Κεφάλαιο 33ο
Κεφάλαιο 34ο
Κεφάλαιο 35ο
Κεφάλαιο 36ο
Κεφάλαιο 37ο
Κεφάλαιο 38ο
Κεφάλαιο 39ο
Κεφάλαιο 40ο
Κεφάλαιο 41ο
Κεφάλαιο 42ο
Κεφάλαιο 43ο
Κεφάλαιο 44ο
Κεφάλαιο 45ο
Κεφάλαιο 46ο
Κεφάλαιο 47ο
Κεφάλαιο 48ο
Κεφάλαιο 49ο
Κεφάλαιο 50ο
Κεφάλαιο 51ο
Κεφάλαιο 52ο
Κεφάλαιο 53ο
Κεφάλαιο 54ο
Κεφάλαιο 55ο
Κεφάλαιο 56ο
Κεφάλαιο 57ο
Κεφάλαιο 58ο
Κεφάλαιο 59ο
Κεφάλαιο 60ο
Κεφάλαιο 61ο
Κεφάλαιο 62
Κεφάλαιο 63ο
Κεφάλαιο 64ο
Κεφάλαιο 65ο
Κεφάλαιο 66ο
Κεφάλαιο 67ο
Κεφάλαιο 68ο
Κεφάλαιο 69ο
Κεφάλαιο 70ο
Κεφάλαιο 71ο
Κεφάλαιο 72ο
Κεφάλαιο 73ο
Κεφάλαιο 74ο
Κεφάλαιο 75ο
Κεφάλαιο 76ο
Κεφάλαιο 77ο
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Κεφάλαιο 22ο

501 74 2
By fenia_9

Ισμήνη

Μμμμμ, το σφηνάκι τεκίλα σοκολάτας ήταν κόλαση. Έτσι άφησα το άδειο ποτήρι στον δίσκο που είχε αναλάβει κάποιος που δεν γνώριζα να τριγυρίζει μέσα στο σπίτι και πήρα δύο άλλα. Τα κατέβασα και αυτά με την ίδια ταχύτητα. Έπειτα γύρισα στα παιδιά από το kick boxing και συνεχίσαμε να μιλάμε για τους αγώνες που προγραμμάτιζε ο coach. Όλη αυτή την ώρα, από την στιγμή που μπήκα στο σπίτι προσπαθούσα να αντισταθώ στην παρόρμηση να κοιτάξω τον Άρη. Ένιωθα την διαβολεμένη ανάγκη να ξέρω κάθε ώρα και στιγμή που βρισκόταν. Ήταν πραγματικά μαρτύριο. Αφού τελείωσα ότι αλκοολούχο ποτό κρατούσα στα χέρια μου πέρασα ανάμεσα στους καλεσμένους του Τέλη και κατευθύνθηκα προς τον πάγκο με τα ποτά. Λίγο πιο δίπλα στεκόταν η Θάλεια με τον μεταπτυχιακό της και έναν φίλο του υπέθεσα αφού δεν τον είχα δει ξανά. Γέμισα το ποτήρι μου με ρούμι και κόλα και χώθηκε μέσα στα σώματα που λικνίζονταν στο ρυθμό της μουσικής. Η Νιόβη είχε ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπο της καθώς χόρευε με την Δήμητρα.

«Η Λυδία που είναι;» ρώτησα

«Πήγε να φέρει την Νάντια από την πλατεία της Αγίας Σοφίας γιατί δεν μπορούσε να βρει το σπίτι»

Την Νάντια; Για κάποιο λόγο σκεφτόμενη την ξαδέρφη της εκνευρίστηκα πολύ περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Άλλωστε δεν μου είχε κάνει και τίποτα η κοπέλα. Ίσα ίσα που ήταν φιλική με όλους μας. Εντάξει της άρεσε λιγάκι παραπάνω από όσο θα έπρεπε να κουτσομπολεύει αλλά σοβαρά τώρα και σε ποιον δεν αρέσει; Ίσως αυτό που έφταιγε να ήταν...

Το κουδούνι χτύπησε. Ο Τέλης ήταν κάπου χαμένος, το πιο πιθανό στον κόσμο του. Έτσι αποφάσισα να ανοίξω εγώ. Η Λυδία και η Νάντια. Χαιρετηθήκαμε και πέρασαν μέσα. Το βλέμμα της αφού γύρισε όλο το δωμάτιο στάθηκε στον Άρη και τον Γιώργο. Να το πάλι. Νευρίασα. Ή μήπως ζήλευα;

Θα τρελαθώ, σκέφτηκα, δεν είναι δυνατόν να ζηλεύω. Δεν φτάνει που σήμερα στο μαγαζί του όρμησα λες και ήταν τα τελευταία μου λεπτά πάνω στην Γη, τώρα ζήλευα και από πάνω; Ήταν ο Άρης.

Γύρισα την πλάτη μου σε αυτόν και την Νάντια που κατευθυνόταν προς το μέρος του και εισέβαλα στην συνομιλία που είχε ο Περικλής με τον Τέλη και ακόμη έναν τύπο που είχα γνωρίσει πριν μερικές εβδομάδες στην σχολή του Τέλη. Ποδόσφαιρο. Εκείνη την στιγμή βλαστήμησα το γεγονός ότι όλες οι γνώσεις μου σταματούσαν στο οφσάιντ. Ο Τέλης με κοίταξε και σούφρωσε τα χείλη του. Τα φρύδια του υψώθηκαν σε μια έκφραση απορίας. Άφησε τους άλλους δύο και με πήρε από το χέρι. Με τράβηξε μέσα στην κουζίνα. Είχε άλλα δύο άτομα μόνο που έβαζαν νερό από την βρύση. Μόλις έφυγαν έβαλε τα χέρια του στο στήθος του.

«Πες μου τώρα τι έχεις»

«Τίποτα»

«Θέλεις να μου πεις ότι αυτή είναι η φυσιολογική σου συμπεριφορά όταν βρίσκεσαι σε πάρτι;»

«Εντάξει μπορεί και να μην είναι αλλά νομίζω ότι έχω ένα πρόβλημα»

«Τι πρόβλημα;» ρώτησε εκείνος ανήσυχος «Πονάς πουθενά;»

«Όχι τέτοιο βρε βλάκα»

«Τότε;»

«Άσ' το, δεν θέλω να σου πω»

«Ισμήνη λέγε»

«Ζηλεύω»

«Τι ζηλεύεις;» ρώτησε έκπληκτος

Τον τράβηξα από το χέρι αφού δεν μπορούσα να πω δυνατά αυτά τα λόγια και βρεθήκαμε στο σαλόνι. Τον γύρισα ώστε να είναι απέναντι από τον Άρη και την Νάντια. Εκείνη τον είχε στριμώξει πάνω στον τοίχο και του μιλούσε σε πολύ κοντινή απόσταση.

«Πλάκα μου κάνεις τώρα» ακούστηκε η φωνή του Τέλη

«Όχι, δεν σου κάνω πλάκα» γύρισα και τον κοίταξα

Το βλέμμα του ήταν στραμμένο σε λάθος κατεύθυνση. Το ακολούθησα και συνειδητοποίησα γιατί είχε γουρλώσει τα μάτια του. Η Θάλεια χόρευε με τον Κίμωνα. Πολύ κοντά. Χαμογέλασα. Κάτι καλό βγήκε από την αποψινή βραδιά.

Απορροφημένη από αυτούς αισθάνθηκα ένα χέρι στην μέση μου. Ήξερα ότι ήταν εκείνος.

«Χρειαζόμαστε σφηνάκια» είπε ο Τέλης και εξαφανίστηκε για μερικά λεπτά. Εγώ από την άλλη ήπια μια, δύο, τρεις γενναίες γουλιές από το ποτό που κρατούσα στο χέρι μου και έπειτα γύρισα να αντικρίσω τον Άρη. Νομίζω ότι ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει σε τόσο ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Όχι πάλι, σκέφτηκα. Συγκρατήσου.

«Έλα να χορέψουμε» μου είπε και πήρε από τα χέρια μου το μισοάδειο ποτήρι μου κρατούσα

«Δεν θέλω, πήγαινε να χορέψεις με την Νάντια» ψέματα. Ήθελα σαν τρελή να χορέψω μαζί του. Από την στιγμή που με ακούμπησε το ένιωθα ότι δεν υπήρχε τίποτα άλλο μέσα σε εκείνο το σαλόνι εκτός από εκείνον. Τα μάτια του, τα χείλη του, το χαμόγελο του. Η φωνή του τόσο βραχνή όσο να με αναστατώνει ακουγόταν μετά βίας μέσα στον θόρυβο από τις συνομιλίες και την μουσική. Το κατάλαβε. Έσκυψε και τα χείλη του σχεδόν ακούμπησαν το αυτί μου. Ένιωθα την ανάσα του καυτή πάνω στο δέρμα μου.

«Ζηλεύεις;» με ρώτησε και μπόρεσα να διακρίνω ένα γελάκι

Γύρισα πλάτη σε αυτόν ώστε να μην δει το πρόσωπο μου. Ένιωθα όλο το αίμα να έχει σταματήσει στα μάγουλα μου. Εκείνος φυσικά βρήκε την ευκαιρία να κολλήσει ακόμη περισσότερο πάνω μου. Μόνο τα ρούχα μας βρισκόντουσαν ανάμεσα μας. Και τότε ξαφνικά ένιωσα τα χείλη του στο λαιμό μου. Εκείνη την στιγμή ήξερα ότι μπορούσα να κάνω δύο πράγματα. Να μείνω εκεί, ακριβώς έτσι όπως ήμουν και να απολαύσω ότι εκείνος μπορούσε να μου προσφέρει. Μια νύχτα στην αγκαλιά του και αύριο όλα θα ήταν όπως πριν. Τίποτα δεν θα είχε αλλάξει για εκείνον. Για εμένα πάλι δεν ήμουν και τόσο σίγουρη. Έτσι επέλεξα το δεύτερο. Έφυγα. Πέρασα όσο πιο γρήγορα μπορούσα από τον διάδρομο αποφεύγοντας τα άτομα που εμφανίζονταν μπροστά μου και μπήκα μέσα στο μπάνιο. Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Ήμουν ένα μαύρο χάλι. Δάγκωσα το κάτω χείλος μου σκεφτόμενη τον ''χορό'' μας. Ήθελα σαν τρελή να γυρίσω εκεί μέσα μόνο που δεν έπρεπε. Θα ήταν σαν να επιζητούσα μόνη μου να καταστραφώ γιατί πλέον ήξερα ότι ήταν πολύ επικίνδυνος. Ήξερα ότι είχα αρχίσει να την πατάω άσχημα μαζί του.

Όταν βγήκα από το μπάνιο έψαξα τα κορίτσια. Δεν ήταν πουθενά. Έψαξα τον Τέλη. Άφαντος. Πήγα στον πρώτο γνωστό που ήξερα ότι θα γνώριζε.

«Περικλή, που είναι ο Τέλης ή κάποια από τα κορίτσια;»

«Ο Τέλης είναι κάτω γιατί ήρθε η αστυνομία και νομίζω τα κορίτσια είναι στο δωμάτιο γιατί η Λυδία δεν νιώθει καλά»

«Ευχαριστώ» του απάντησα και αποφάσισα να πάω στο δωμάτιο αρχικά.

Η Λυδία βρισκόταν πάνω από ένα κουβά και ξέρναγε. Η Θάλεια βρισκόταν τέζα στο κρεβάτι και έλεγε ασυναρτησίες.

«Πόσο ήπιαν;» ρώτησα την Νιόβη

«Δεν ξέρω, αλλά δεν είναι καλά»

Και τότε η Θάλεια έσκυψε πάνω από το κεφάλι της Λυδίας και ξέρασε μέσα στον κουβά. Αηδία. Έπειτα ξάπλωσε στο πάτωμα. Βγήκα έξω. Ο Κίμωνας βρέθηκε ακριβώς μπροστά μου και ήταν έτοιμος να μπει στο δωμάτιο. Έψαχνε την Θάλεια.

«Δεν μπορείς να μπεις» είπα ξερά

Εκείνος απόρησε. Πως μπορούσε κάποια που δεν γνώριζε να του μιλάει έτσι;

«Που είναι η Θάλεια;»

«Μια φίλη μας δεν είναι καλά και είναι μέσα. Την βοηθάει. Για αυτό δεν μπορείς να μπεις»

«Μα..»

«Πιες ένα ποτό και θα βγει σε λιγάκι»

Εκείνος ακολούθησε τις οδηγίες μου.

«Που είναι ο Τέλης;» ψιθύρισα και ήμουν έτοιμη να πεταχτώ έξω από το διαμέρισμα και να τον βρω όταν συνειδητοποίησα ότι κάποιος είχε χαμηλώσει την μουσική και ο κόσμος έφυγε σιγά σιγά. Έτσι άλλαξα δρόμο και πήγα προς το ηχείο. Ο Περικλής.

«Δυνάμωσε το καλέ»

«Όχι» είπε εκείνος «ήρθε η αστυνομία και διέλυσε το πάρτι, κάποιος γείτονας έκανε παράπονα. Αν δεν το χαμηλώσω μπορεί να κάνουν ακόμη και μήνυση στον Τέλη»

Ενδιαφερόταν. Καλό σημάδι αυτό.

«Εντάξει» είπα απλά και πήγα προς την κουζίνα. Ένα ελληνικός καφές μπορεί να τις βοηθήσει, σκέφτηκα αν και η Θάλεια καλό θα ήταν να λουστεί πριν μιλήσει ξανά με τον μεταπτυχιακό.

Αφού έψαξα όλα τα ντουλάπια και βρήκα επιτέλους αυτά που έψαχνα ξεκίνησα να φτιάχνω τους καφέδες. Βασικά προσπάθησα να ξεκινήσω να φτιάχνω τους καφέδες αφού δεν το είχα κάνει ξανά. Από πίσω μου ο Άρης με παρατηρούσε τόση ώρα. Δεν είχα πάρει είδηση.

«Άσε με να σε βοηθήσω» είπε τελικά αφού συνειδητοποίησε μάλλον πόσο άσχετη ήμουν. Με έκανε στην άκρη και πήρε τα ηνία. Κάθισα πάνω στον πάγκο δίπλα του και τον παρατηρούσα.

«Αν συνεχίσει να με καρφώνεις έτσι θα τα κάνω όλα μαντάρα»

Κοίταξα τον τοίχο απέναντι μου.

«Ευχαριστώ που τους φτιάχνεις»

Μου έδωσε τα δύο φλιτζάνια και πήγα προς το δωμάτιο. Πλέον στο σπίτι είχαμε μείνει ελάχιστοι. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Η Λυδία ήταν αυτή τώρα ξαπλωμένη στο πάτωμα. Η Θάλεια είχε πάρει την θέση της πάνω από τον κουβά. Η Νιόβη ήταν κοντά στην Θάλεια και η Δήμητρα προσπαθούσε να μετακινήσει την Λυδία πάνω στο κρεβάτι. Η Θάλεια μόλις κατάλαβε ότι κάποιος μπήκε γύρισε το κεφάλι της προς τα πίσω και με κοίταξε. Γέλασε.

«Ισμήνη» είπε και άρχισε να γελάει. Έπειτα αγκάλιασε τον κουβά και έπεσε πάλι πάνω. Το φόρεμα μου είχε καταστραφεί. Μετά από εκείνη την νύχτα ακόμη και να το έπλενα δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να το φορούσα ξανά.

Η πόρτα άνοιξε πάλι πίσω μου. Δεν κοίταξα. Ο Τέλης θα ήταν. Η Θάλεια έκανε την ίδια κίνηση με εμένα. Μόνο που τώρα δεν μίλησε αλλά πήρε ένα ηλίθιο χαμόγελο.

Ωχ, σκέφτηκα, ο Κίμωνας. Ήθελε να την χαιρετήσει πριν φύγει. Το βλέμμα του έμοιαζε λιγάκι ανήσυχο.

«Καληνύχτα» είπε τελικά

Έδωσα τους καφέδες στην Νιόβη και τον πήγα μέχρι την έξοδο. Ο φίλος του περίμενε υπομονετικά.

«Αν χρειαστείτε κάτι να με πάρετε τηλέφωνο»

Μα δεν το έχουμε, σκέφτηκα, αλλά δεν του το είπα.

Πάει.Έφυγε και αυτός. Στο σαλόνι ο Τέλης με τον Περικλή και τον Γιώργο είχανσωριαστεί στον καναπέ. Και ο Άρης; Ήξερα ότι δεν ήταν στο μπάνιο γιατί πέρασααπό μπροστά μόλις βγήκα από το δωμάτιο. Η κουζίνα επίσης ήταν άδεια. Στομπαλκόνι. Ήμουν σίγουρη. Θα μπορούσα να μείνω στο σαλόνι ή να γυρίσω στοδωμάτιο όμως μπήκα όσο πιο ήρεμα μπορούσα στην κουζίνα και άνοιξα την μπαλκονόπορτα. Βγήκα έξω στην παγωνιά εκείνης τηςχειμωνιάτικης νύχτας. 

Continue Reading

You'll Also Like

576K 27.5K 69
Τι γίνεται όταν η γονείς σου, σου ετοιμάζουν έναν γάμο, πίσω από την πλάτη σου? Τι γίνεται όταν φτάνεις στα σκαλιά της εκκλησιάς και δεν έχεις δει ού...
16.1K 2.1K 31
Αλεκατρίδες. Το αμέντι. Το τρίτο βιβλίο της σειράς.
30.7K 3.4K 37
- Θα σου αλλάξω την ζωή, πίστεψέ με! είπε με απόλυτη σιγουριά. - Ναι. Κάπου εδώ πρέπει να σε ενημερώσω για το ότι δεν μου αρέσουν οι αλλαγές. Καθόλο...
256K 13.1K 60
~ το παρόν τους χωρίζει αλλά το παρελθόν τους φέρνει πιο κοντά ~