Ισμήνη
Ντριν. Ντριν. Ισμήνη το ξυπνητήρι, σκέφτηκα και άπλωσα το χέρι μου για να το απενεργοποιήσω. Σιχαινόμουν το πρωινό ξύπνημα και, πάνω από όλα, αυτό τον ενοχλητικό ήχο.
Ντριν. Ντριν. Καθώς,όμως, έβγαινα από το στάδιο εκείνο μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, συνειδητοποιούσα ότι αυτός ο ήχος δεν ήταν το ξυπνητήρι, αλλά το κινητό μου που χτυπούσε. Το πήρα στα χέρια μου και προσπάθησα με μεγάλη δυσκολία να ανοίξω τα μάτια μου. Σκατά. Η Άννα. Χαμήλωσα τον ήχο και το άφησα δίπλα, πάνω στο κομοδίνο μου. Έπειτα χώθηκα ξανά μέσα στα σκεπάσματα μου. Τι ήθελε τόσο πρωί; Έκλεισα τα μάτια μου ξανά και με το πείσμα δεκάχρονου προσπάθησα να κοιμηθώ.
Δέκα λεπτά αργότερα συνειδητοποίησα ότι αυτό ήταν ακατόρθωτο. Μέσα στο μυαλό μου τριγυρνούσε η ερώτηση: Γιατί με πήρε η Άννα τηλέφωνο; Ειδικά μετά από όλα όσα είχαν συμβεί. Είχαμε να μιλήσουμε κοντά πέντε μήνες. Από εκείνη την ημέρα... Πάντα την είχα σαν αδερφή μου και μου έλλειπε τρομερά όλον αυτόν τον καιρό, αλλά είχα υποσχεθεί ότι δεν θα την έβαζα στην ζωή μου πάλι τόσο εύκολα.
Πέταξα από πάνω μου το πάπλωμα και σηκώθηκα όρθια. Οι πατούσες μου ακούμπησαν το παγωμένο πάτωμα και, σχεδόν τρέχοντας, μπήκα στο μπάνιο. Άνοιξα την βρύση της ντουζιέρας και, αφού βεβαιώθηκα ότι είχε καυτό νερό, ξεντύθηκα και χώθηκα μέσα.
Είχε περάσει ένας ολόκληρος μήνας από τότε που η ζωή μου είχε γίνει φυσιολογική. Ή μάλλον σχεδόν φυσιολογική. Από τότε που είχα βγει σε εκείνο το τσιπουράδικο και είχα γνωρίσει τον Τέλη και τους υπόλοιπους. Μέσα σε αυτόν τον μήνα είχαμε γίνει αχώριστοι. Βγαίναμε όλοι μαζί και περνούσαμε υπέροχα. Τουλάχιστον εγώ περνούσα υπέροχα. Ένα αγκάθι σε όλο αυτό ήταν η Θάλεια. Όσο και αν την συμπαθούσαν οι υπόλοιποι και όσο και αν προσπάθησα εκείνη την ημέρα στο σπίτι του Τέλη να την πλησιάσω, εκείνη παρέμενε η βασίλισσα του πάγου. Ανέκφραστη, με κοίταζε λες και της είχα καταστρέψει τον τέλειο κόσμο στον οποίο ζούσε. Πράγμα που δεν είχα κάνει γιατί ήξερα πως ήταν να καταστρέφω τον κόσμο κάποιου. Το είχα κάνει πολλές φορές πριν. Ήμουν αρκετά δημιουργική στο να το κάνω. Τέλος πάντων, όλα αυτά ήταν παρελθόν. Και, ακριβώς για αυτό τον λόγο, είχα αποφασίσει να την αγνοώ πλήρως.
Βγαίνοντας από την ντουζιέρα γέμισε όλο το μπάνιο και ο διάδρομος προς το δωμάτιο μου νερά. Το κινητό μου ακουγόταν κάτω από τα σκεπάσματα όπου το είχα πετάξει μετά την τέταρτη αναπάντητη της Άννας, να βαράει ακόμη. Σκατά. Κάτι συνέβαινε. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή στην σκέψη όλων εκείνων που είχα αφήσει πίσω. Ήθελα να μπορούσα να σηκώσω το τηλέφωνο και να την ρωτήσω τι στο καλό ήθελε. Αλλά δεν μπορούσα. Φοβόμουν. Έτσι, έκανα αυτό που ήξερα να κάνω από μικρή. Το αγνόησα. Ντύθηκα γρήγορα και ετοιμάστηκα για την σχολή.
Φτάνοντας στην στάση είδα το λεωφορείο να σταματάει. Άρχισα να τρέχω και σχεδόν πήδηξα τελευταία στιγμή πριν κλείσουν οι πόρτες. Χρειαζόμουν επειγόντως αμάξι, σκέφτηκα.
Όταν κατέβηκα έκανα μια στάση στο Επίκεντρογια καφέ. Στην ουρά πιο μπροστά μου τι έκπληξη συνάντησα τον Τέλη. Αφού είπαμε τα τυπικά δώσαμε ραντεβού κατά τις 12 ξανά εδώ για καφεδάκι και κουτσομπολιό με τις υπόλοιπες.
Το μάθημα ξεκίνησε. Οι ώρες κυλούσαν θεαματικά αργά και εγώ βαριόμουν όσο ποτέ άλλοτε. Δεν ήξερα αν έφταιγε το τηλεφώνημα το πρωί, ο μουντός καιρός ή ότι απλά δεν είχα όρεξη για μάθημα. Ακόμη και η Νιόβη είχε παρατηρήσει ότι κάτι με απασχολούσε και προσπαθούσε με χαρωπά σημειωματάκια και παιχνιδάκια που παίζαμε στο δημοτικό να μου φτιάξει το κέφι. Όταν επιτέλους η ώρα πήγε δώδεκα, κατευθυνθήκαμε και οι τρεις στο Επίκεντρο. Βρήκαμε ένα άδειο κεντρικό τραπέζι και καθίσαμε. Η ξαδέρφη της Λυδίας, τεταρτοετής και χωμένη σε όλα, ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μας βλέποντας μας. Οι δύο τους άρχισαν να μιλάνε μεταξύ τους για κάτι που δεν έδωσα και ιδιαίτερη σημασία, ενώ εγώ πήγα να πάρω μια ζεστή σοκολάτα με γεύση φράουλα, η αγαπημένη μου.
Μέχρι να γυρίσω στο τραπέζι είχαν έρθει και οι υπόλοιποι τρεις. Ο Τέλης μίλαγε για το εργαστήριο Οργανικής με την Δήμητρα, ενώ η Θάλεια κοίταζε το απόλυτο κενό. Μάλιστα, σκέφτηκα, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται...
«Δεν φαίνεσαι καλά εσύ σήμερα» είπε ο Τέλης κοιτάζοντας με
«Ξύπνησα απότομα»
«Για ανεβείτε όλες σας λιγάκι» ανέβασε τον τόνο της φωνής του «Παρασκευή σήμερα»
Όλες τον κοιτάζαμε απορημένες. Που το έβρισκε τόσο κέφι; Η Νιόβη γέλασε ξαφνικά.
«Συγγνώμη» είπε χωρίς να το εννοεί «αλλά μου φάνηκε τόσο μα τόσο αστείο»
«Λοιπόν Νάντια για πες μας καμία καλή κατάσταση για σήμερα. Πρέπει να ανοίξουμε φορτωτική» ρώτησε ο Τέλης την ξαδέρφη της Λυδίας.
Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορούσε να μην τραβάει τα βλέμματα πάνω του... Μα φορτωτική; Ήμουν σίγουρη ότι καμία από τις υπόλοιπες δεν είχε καταλάβει τι εννοούσε.
«Εεεε;» είπε η Λυδία
«Να βρούμε γκομενάκια εννοεί» έδωσα την εξήγηση, αφού εκείνος την κοίταζε με εκείνο το δήθεν υπεροπτικό χαμόγελο που δεν ήξερε τι σήμαινε αυτό που μόλις είχε πει.
«Ασχολίαστο» είπε η Δήμητρα πάντα σοβαρή.
«Ελάτε τώρα. Είμαστε εδώ τόσο καιρό. Δεν έχετε ανάγκη από κάτι ιδιαίτερο στην ζωή σας;»
«Όχι;» ήταν η πρώτη λέξη της Θάλειας.
Ήπια μια γουλιά από την σοκολάτα μου που πλέον δεν έκαιγε τόσο. Ακουμπώντας το ποτήρι στο τραπέζι αισθάνθηκα ένα περίεργο κύμα σιωπής τριγύρω μου. Σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα τόσο τους φίλους μου όσο και όλους τους υπόλοιπους που καθόντουσαν στα γύρω τραπέζια. Με έκπληξη συνειδητοποίησα ότι όλος ο γυναικείος πληθυσμός κοιτούσε προς την είσοδο. Ακολούθησα την πορεία των βλεμμάτων τους και εντόπισα μια παρέα αγοριών. Ήταν τρεις για την ακρίβεια. Ο ένας καλύτερος από τον άλλο. Ο πρώτος ήταν μελαχρινός και με καστανά μάτια. Όμως είχε πάνω του κάτι τόσο τραβηχτικό που μόνο απαρατήρητος δεν περνούσε. Ο δεύτερος ήταν πιο μυώδης με ξανθωπά μαλλιά και γαλάζια μάτια. Ήταν αρκετά γλυκούλης. Ο τρίτος ήταν το απόλυτο αρσενικό. Ψηλός, καστανά μαλλιά και αρκετά πιο ωραίος από τους υπόλοιπους. Σκέτη κόλαση! Το πρόβλημα όμως ήταν ότι εγώ τον είχα συναντήσει ξανά. Και η συνάντηση μας ήταν αρκετά επεισοδιακή.
«Το παγωτό» είπα τραβώντας την προσοχή των υπολοίπων
«Ποιος από τους τρεις;» με ρώτησε ο Τέλης
«Ο πιο ψηλός»
«Έχετε την καλοσύνη να μας εξηγήσετε τι στο καλό εννοείτε;» ρώτησε η Νιόβη
«Ο μελαχρινός που μόλις μπήκε είχε πέσει πάνω μου την ώρα που έτρωγα παγωτό μερικές μέρες πριν και είχαμε γίνει και οι δύο χάλια» εξήγησα
«Και ζεις ακόμη;» ρώτησε η Νάντια
«Όπως βλέπεις...» απάντησα
«Τι εννοείς;» ρώτησε η Δήμητρα
«Αυτός είναι ο Άρης Δάβαρης»
«Και;» ρώτησα
«Είναι απλό» είπε η Νάντια «από την στιγμή που θα βρεθείς στον δρόμο του υπάρχουν δύο επιλογές με την ίδια κατάληξη. Να σε ρίξει στο κρεβάτι και μετά να μην σου δώσει σημασία ποτέ ξανά ή να σε αγνοήσει από την αρχή. Και στα δύο στο τέλος θρηνούμε θύματα»
«Σιγά το γόη» είπε η Θάλεια
«Μην τον υποτιμάς. Δώσε προσοχή απλώς γύρω σου στο πως τον κοιτάζουν όλοι εδώ μέσα. Έχει λεφτά, εξουσία και ομορφιά»
«Οκ, λεφτά και ομορφιά να το καταλάβω, αλλά εξουσία; Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε τώρα η Λυδία
«Τι σημαίνει το ένα και τι σημαίνει το άλλο» είπε ο Τέλης κοιτάζοντας τους τρεις τους
«Ακούγονται πολλά για αυτόν και την οικογένεια του. Μια φορά είχε ακουστεί ακόμη και ότι είναι μέλος της μαφίας στην Πάτρα»
«Υπάρχει μαφία στην Πάτρα;» απόρησα
«Πλάκα κάνεις τώρα!» μου είπε η Θάλεια «Πού ζεις; Την προηγούμενη εβδομάδα δεν είχε γίνει το σκηνικό με τους πυροβολισμούς σε εκείνο το μαγαζί όπου σκοτώθηκαν δύο μπράβοι; Είχε βουίξει όλη η Ελλάδα»
Μαφία ε; Έστρεψα τη ματιά μου πάλι πάνω του. Το παραδεχόμουν ότι ήταν πειρασμός και σίγουρα φώναζε από μακριά ότι τα καλά κορίτσια έπρεπε να μείνουν μακριά. Πώς όμως να μείνεις μακριά από το απαγορευμένο; Άλλωστε όλες μας έχουμε ερωτευτεί ένα κακό παιδί. Και εκείνος όπως άκουγα ήταν το απόλυτοbadboy... Χαμογέλασα. Μου έφτανε η εμπειρία που είχα με τέτοιους για μια ολόκληρη ζωή. Έτσι σταμάτησα να τον κοιτάζω. Ποτέ ξανά είχα δηλώσει στον εαυτό μου τότε. Κάτι που συνέχιζε να ισχύει μέχρι και σήμερα...
«Λοιπόν, τι λέτε να κάνουμε απόψε;» ρώτησε αυτή την φορά η Λυδία
~~
«Μισώ τις Δευτέρες» σχολίασα στον Τέλη
Εκείνος έβγαζε τα γάντια του. Τελικά το kickboxing είχε γίνει μια αγαπημένη συνήθεια.
«Τι είπες, αγάπη;» με ρώτησε
«Πού έχεις σήμερα το μυαλό σου;» τον ρώτησα
«Μμμμ... Για μάντεψε»
«Μήπως γνώρισες κάποιο πρόσωπο;»
Εκείνος γέλασε.
«Πάμε για φαΐ και θα σου πω.»
«Να αρχίσω να φοβάμαι;»
«Κοίτα, μην ταραχτείς από αυτό που θα σου πω»
«Εντάξει» είπα αρχίζοντας να τρομάζω.
Βγήκαμε από το γυμναστήριο και περπατήσαμε μπροστά από το γήπεδο της Παναχαϊκής. Πήραμε την Έλληνος Στρατιώτου και στρίψαμε αριστερά στην Αγίας Σοφίας. Καθίσαμε σε ένα μικρό καφενέ και παραγγείλαμε ρακόμελο και μεζέδες. Μόνο όταν έφτασε το ποτό εκείνος πήρε την σοβαρή του έκφραση και αποφάσισε να μπει στο θέμα.
«Αυτό που θα σου πω το ξέρει μόνο η Θάλεια. Και νομίζω ότι ήρθε η ώρα να σε εμπιστευτώ»
«Πες μου, είμαι όλη αυτιά»
«Δεν μου αρέσουν οι γυναίκες» πέταξε λες και πέταγε καμία χειροβομβίδα προς το μέρος μου.
«Το ξέρω» του απάντησα
«Από πότε;» με ρώτησε έχοντας ζωγραφισμένη την απορία στο πρόσωπο του
«Από το πρώτο βράδυ που σε γνώρισα»
«Πώς;»
«Τέλη, δεν είμαι ηλίθια. Άλλωστε τσεκάρουμε τους ίδιους τύπους»
«Σωστό»
«Λοιπόν, θα μου πεις για το πρόσωπο;»
«Βασικά δεν έχουμε γνωριστεί ακόμη, αλλά την Παρασκευή στο Επίκεντρο...»
«Μη μου πεις τον Άρη»
«Όχι καλέ. Αυτός είναι straight. Τον καστανό που μπήκε πρώτος θα σου έλεγα...»
«Ωραίο παιδί» του απάντησα «αλλά από πού κατάλαβες ότι ταιριάζετε;»
«Δεν είμαι και 100% σίγουρος, αλλά αξίζει η προσπάθεια»
«Γιατί όχι;»
«Έμαθα ότι είναι ξάδερφος του Άρη και κολλητός του»
«Δύσκολα τα πράγματα τότε»
«Ισχύει. Το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να τους πλησιάσουμε»
«Όταν λες κάνουμε»
«Εσύ, εγώ και οι υπόλοιπες»
«Ωχ. Άσχημα τα πράγματα»
«Δεν θέλω τέτοια από εσένα, μωρό. Το πάρτι της Παρασκευής είναι η τέλεια ευκαιρία»
Η τέλεια ευκαιρία, επανέλαβα μέσα μου. Κακά ξεμπερδέματα θα είχαμε. Αυτοί οι τύποι δεν ήταν καλοί και φοβόμουν ότι ο Τέλης θα πληγωνόταν. Αλλά αν δεν πληγωθείς καμιά φορά, δεν αξίζει να ζεις. Γιατί ζωή και αγάπη θέλουν τον πόνο, το δάκρυ και ό,τι άλλο συνεπάγεται. Ισμήνη τι λες; σκέφτηκα. Μήπως ήπιες λιγάκι παραπάνω απόψε; Για σύνελθε...