Κρασί...Θάλασσα...έρωτας

By margaritapoly

1.1M 79.6K 1.8K

Η Άννα πρέπει οπωσδήποτε να φύγει από την Αθήνα και να βρει μια δουλειά χωρίς να μάθει ο πρώην της τίποτα. Η... More

κεφάλαιο 1
κεφάλαιο 2
κεφάλαιο 3
κεφάλαιο 4
κεφάλαιο 5
κεφάλαιο 6
κεφάλαιο 7
κεφάλαιο 8
κεφάλαιο 9
κεφάλαιο 10
κεφάλαιο 11
κεφάλαιο 12
κεφάλαιο 13
κεφάλαιο 14
κεφάλαιο 15
κεφάλαιο 16
κεφάλαιο 17
κεφάλαιο 18
κεφάλαιο 19
κεφάλαιο 20
κεφάλαιο 21
κεφάλαιο 22
κεφάλαιο 23
κεφάλαιο 24
κεφάλαιο 25
κεφάλαιο 26
κεφάλαιο 27
κεφάλαιο 28
κεφάλαιο 29
κεφάλαιο 30
κεφάλαιο 31
κεφάλαιο 32
κεφάλαιο 33
κεφάλαιο 34
κεφάλαιο 35
Part 36
κεφάλαιο 37
κεφάλαιο 38
κεφάλαιο 39
κεφάλαιο 40
κεφάλαιο 41
κεφάλαιο 42
κεφάλαιο 43
κεφάλαιο 44
κεφάλαιο 45
κεφάλαιο 46
κεφάλαιο 47
κεφάλαιο 48
κεφάλαιο 49
κεφάλαιο 50
κεφάλαιο 51
κεφάλαιο 52
κεφάλαιο 53
κεφάλαιο 54
κεφάλαιο 55
κεφάλαιο 56
κεφάλαιο 57
κεφάλαιο 58
κεφάλαιο 59
κεφάλαιο 60
κεφάλαιο 61
κεφάλαιο 62
κεφάλαιο 63
κεφάλαιο 64
κεφάλαιο 65
κεφάλαιο 66
κεφάλαιο 67
κεφάλαιο 69
κεφάλαιο 70

κεφάλαιο 68

16.1K 1K 20
By margaritapoly


ΣΤΕΦΑΝΟΣ

Μόλις η Άννα έφυγε από το γυμναστήριο ανέβηκα στην κουζίνα και πήρα τις πιατέλες με τα υπόλοιπα ορεκτικά. Βγήκα έξω και η μητέρα μου αμέσως τα μοίρασε στα τραπέζια, έβλεπα τον κόσμο να χορεύει και χαιρόμουνα. Κοίταξα γύρω μου και ένιωσα μία ανατριχίλα, την ίδια στιγμή βλέπω την Ελπίδα να βγαίνει πίσω από το σπίτι και να φωνάζει το όνομα μου δυνατά. Το βλέμμα της ήταν λες και είδε φάντασμα, τρέχω προς το μέρος της και την ακολουθώ, πίσω μου έρχονται ο Νικήτας και ο Στρατής. Βλέπω τον Πέτρο να κρατάει στο έδαφος τον Νικ και δίπλα την Ελπίδα να προσπαθεί να συνεφέρει την Άννα. Την σηκώνω στην αγκαλιά μου,

«Πηγαίνετε το κάθαρμα μέσα από την πίσω πόρτα και πείτε ότι η γιορτή σχόλασε!» Την ανεβάζω στο κρεβάτι μας και λέω στην Ελπίδα να καλέσει τον οικογενειακό μας γιατρό. Φωνάζω τον Πέτρο για να μου πει τι έγινε.

«Λέγε!»

«Σου είπα, πηγαίναμε προς τον στάβλο με την Ελπίδα για να μείνουμε λίγο μόνοι και ακούσαμε μία κραυγή, ευτυχώς ήμασταν πολύ κοντά. Την είχε κολλημένη στον τοίχο...»

«Συνέχισε.»

«Ξέρεις... προσπαθούσε... της είχε σκίσει τα ρούχα..»

«Θα τον σκοτώσω, δε μου γλιτώνει..»

«Την ώρα που φώναξε... της χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο..»

«Σταμάτα. Μην τον ακουμπήσει κανείς μέχρι να κατέβω!» έρχεται η Ελπίδα και με βοηθάει αν της βάλουμε μία μπλούζα. Μετά από λίγο φτάνει ο γιατρός, της καθαρίζει την πληγή στο κεφάλι και της κάνει μερικά ράμματα. Κάθομαι δίπλα της και παρακαλάω να συνέλθει και να είναι καλά, αν δεν της είχα στείλει το μήνυμα δε θα ήταν σε αυτή τη κατάσταση. Έχει περάσει περίπου μία ώρα όταν την ακούω να λέει το όνομα μου, την κοιτάω με βουρκωμένα μάτια, την αγκαλιάζω και της λέω πόσο την αγαπάω. Σιγα σιγά συνειδητοποιεί τι έχει γίνει και αρχίζει να κλαίει με αναφιλητά, της λέω λόγια παρηγορητικά αλλά τα αναφιλητά της γίνονται εντονότερα και δε μπορεί να ανασάνει.

«Γιατρέ!» φωνάζω δυνατά, μπαίνει μέσα, μαζί και η μητέρα της, της κάνει μια ηρεμιστική ένεση και σε δευτερόλεπτα βυθίζεται ξανά στον ύπνο.

«Τι έπαθε γιατρέ?» με ενημερώνει ότι ήταν μια απλή κρίση πανικού, την εξετάζει και βγαίνει έξω, θα περιμένει να ξυπνήσει και θα τη δει τότε. Η Ελπίδα μπαίνει μέσα και της λέω ότι πάω κάτω.

«Ότι και να γίνει φώναξε με να ανέβω!»

Κατεβαίνω κάτω και δε τους βλέπω πουθενά. Ο Φίλλιπος κάθεται σε μία καρέκλα και πίνει, μου λέει ότι είναι κάτω στο γυμναστήριο. Κατεβαίνω και βλέπω ότι τον έχουν βάλει να κάτσει σε έναν πάγκο , το πρόσωπο του από τη μία πλευρά είναι μελανιασμένο, κάποιος με πρόλαβε. Στέκομαι μπροστά του και του λέω να σηκωθεί. Το κάνει και του ρίχνω μια δυνατή μπουνιά στο στομάχι. Σηκώνεται ξανά, του ρίχνω άλλη μία στα πλευρά και γονατίζει. Δεν αντιστέκεται, το ξέρει ότι είναι χαμένος. Όρθιος πάλι, τις τρώει στο πρόσωπο χωρίς να σταματάω ούτε για ανάσα. Νιώθω να με τραβάνε προς τα πίσω και η λύσσα μου μεγαλώνει.

«Στέφανε σταμάτα! Αν τον σκοτώσεις θα πας φυλακή...» σκέφτομαι ότι έχει δίκιο ο Νικήτας, πάω να φύγω και ο αλήτης μιλάει μέσα από τα σκισμένα χείλη του,

«Λίγο ακόμα να αργούσε και θα την είχα σκίσ..» δεν προλαβαίνει να τελειώσει τη φράση του και τα χέρια μου βρίσκονται στο λαιμό του, δε μπορεί να πάρει ανάσα, με τραβάνε από πάνω του με το ζόρι. Ο Νικήτας με τραβάει στον πάνω όροφο λέγοντας μου ότι δε θα βοηθήσει κανέναν αν πάω φυλακή για αυτόν τον λεχρίτη.

Κάθομαι πάλι στην πολυθρόνα δίπλα στην Άννα, ο γιατρός μου περιποιείται τα χέρια, είναι ματωμένα, δε με νοιάζει, θέλω να είναι καλά εκείνη. Ο γιατρός βγαίνει έξω και μπαίνει η Ελπίδα, μου λέει ότι θέλει να του βγάλει τα μάτια και ευτυχώς που βρέθηκαν εκεί. Συμφωνώ μαζί της και της λέω ότι έχω τύψεις που το άφησα να συμβεί, αν δε της είχα στείλει μήνυμα όλα θα ήταν μια χαρά. Την ακούω να με φωνάζει και τρέχω δίπλα της. Την ρωτάω πως είναι και μου λέει ότι διψάει. Αμέσως στέλνω κάτω την Ελπίδα να της φέρει νερό, κάτι να φάει και να φωνάξει το γιατρό.

Ο γιατρός έρχεται και με διώχνει για να την εξετάσει, δε θέλω να φύγω αλλά δε μπορώ να κάνω αλλιώς. Τους δίνω δέκα λεπτά, με το που περνάει το δέκατο μπαίνω μέσα, κανονίζουμε πότε θα βγάλει τα ράμματα και εκείνος φεύγει. Μένουμε μόνοι μας και μετά από λίγο μου λέει ότι θέλει να τον δει και να τον κοιτάξει στα μάτια. Τη βοηθάω να κατέβει κάτω, όσο και αν δεν την ήθελα κοντά του η κλοτσιά που του δίνει στο επίμαχο σημείο ήταν όλα τα λεφτά, μπράβο το κορίτσι μου! Είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι και την κρατάω αγκαλιά, αρχίζει συζήτηση για την Άλισον, θέλει να μη πάθει κάτι, φοβάται ότι θα πληγωθεί η Λίζα. Της υπόσχομαι ότι θα κάνω ότι μπορώ και αμέσως την παίρνει ο ύπνος, την κρατάω εκεί για ώρες...

Νιώθω κάποιον να με σκουντάει και ανοίγω τα μάτια μου, η Άννα κοιμάται ακόμα στην αγκαλιά μου, την μετακινώ προσεκτικά και ακολουθώ την Ελπίδα έξω από το δωμάτιο.

«Τι έγινε?»

«Ήρθε η αστυνομία και σε περιμένουν στον ξενώνα, τώρα πήγε και ο Νικήτας.»

Πάω στον ξενώνα και βλέπω την Άλισον να κάθεται στον καναπέ κλαμένη και δίπλα της κάποιον που μοιάζει στον Νικ. Ο Νικήτας μιλάει ήδη με τους αστυνομικούς και τους ενημερώνει για το τι έχει συμβεί. Η είδηση ότι δε θέλουμε να κάνουμε μήνυση πέφτει σα βόμβα. Κανονίζουμε να φύγουν απόψε. Φωνάζω την Άλισον έξω και της μιλάω σα φίλος. Της εξηγώ ότι με όλα αυτά το μόνο που καταφέρνει είναι να πληγώσει την Λίζα και τον εαυτό της. Μου ζητάει συγνώμη και για ακόμα μία φορά μου λέει ότι δεν είχε ιδέα για τις κινήσεις του Νικ. Της δηλώνω ότι δε πρόκειται ποτέ να την συγχωρήσω και για το μόνο λόγο που την αφήνω να φύγει χωρίς γρατζουνιά, τουλάχιστον εξωτερικά, είναι η Λίζα. Της δίνω ένα φάκελο και τον κρατάει σα χαμένη,

«Τι είναι αυτό Στέφανε?»

«Αυτά είναι κάποια χρήματα, πες ότι σου τα δίνει η Λίζα! Κάνε κάτι καλό με αυτά και προσπάθησε να γίνεις η μάνα που θα ήθελε η κόρη σου!» Τους αφήνουμε να μαζέψουν τα πράγματά τους και επιστρέφουμε στο σπίτι μαζί με τον Νικήτα. Ανοίγω την πόρτα και βλέπω μπροστά μου την Άννα.

«Καλημέρα! Πας κάπου?» της λέω και τα χάνει

«Όχι, ήθελα να βρω εσένα!»

«Με βρήκες! Πάμε να πιούμε καφέ και να φας κάτι..» καθόμαστε στο τραπέζι και ζητάει να πιει χυμό, σκέφτομαι ότι μάλλον είναι ακόμα ταραγμένη, για να μη θέλει καφέ. Με ρωτάει για την Άλισον και της λέω ότι το μεσημέρι φεύγουν και δε θα τους ξανά δούμε. Την ενημερώνω για τα χρήματα που της έδωσα και της λέω επίσης ότι θα πάρω τη Λίζα στο αεροδρόμιο για να την αποχαιρετήσει.

Έχουν περάσει τρεις μέρες και τα πράγματα δείχνουν να πηγαίνουν πολύ καλά. Όλοι μας, έχουμε επιστρέψει στην ρουτίνα μας, ή μάλλον σχεδόν όλοι. Η Άννα είναι συνεχώς αφηρημένη και σκεπτική, από εκείνο το βράδυ δεν έχουμε ξανά κάνει έρωτα και ας κοιμόμαστε μαζί. Ο Φίλλιπος έρχεται κάθε μέρα για να τη δει, συνήθως τα πρωινά που λείπω, πίνουν λεμονάδα στη βεράντα, κάθονται με τις ώρες και συζητάνε, πολλές φορές μαζί τους είναι και η Λίζα ή οι μητέρες μας. Σήμερα έχει ραντεβού με το γιατρό. Δεν ήθελε να πάω μαζί της αλλά εγώ επέμενα. Στη διαδρομή είμαστε και οι δύο σιωπηλοί, μου έχει κολλήσει η ιδέα ότι κάτι τρέχει με τον Φίλλιπο και δε μπορώ να μη τη ρωτήσω.

«Μπορείς να μου πεις τι τρέχει με τον Φίλλιπο?»

«Είμαστε φίλοι.» το λέει τόσο απλά, λες και είναι κάτι φυσικό!

«Μάλιστα.. και πόσο καλοί φίλοι είστε? Τόσο, ώστε να σου αλείφει την πλάτη με αντηλιακό?» ο τόνος μου είναι απότομος και συνειδητοποιώ ότι ζηλεύω.

«Δεν ξέρεις τι λες! Η πρώην σου μπορεί να έφυγε αλλά έχει ακόμα την δύναμη να μας πληγώνει!» είναι νευριασμένη,

«Πες μου ότι δε σε άγγιξε!»

«Μου έβαλε αντηλιακό... φιλικά!»

«Κανένας άντρας δε θα σου έβαζε απλά αντηλιακό, θα είχε τα χέρια του πάνω σου και θα σκεφτόταν άλλα πράγματα! Σκέψου ότι εγώ αυτή τη στιγμή σκέφτομαι πως θα ήταν αν σταματούσα το αμάξι και σε τραβούσα πάνω μου..»

«Δε θα το κάνεις γιατί είναι πρωί και κυκλοφορεί κόσμος! Άσε που μου φαίνεται ότι απλά ζηλεύεις!»

«Ναι! Ζηλεύω σα τρελός! Δε θέλω να σε αγγίζει κανένας!»

«Με τον Φίλλιπο δεν είναι έτσι...» σταματάμε την συζήτηση γιατί έχουμε φτάσει, όταν βγαίνουμε από το αυτοκίνητο της λέω:

«Η συζήτηση δεν έχει τελειώσει!» σκέφτομαι ότι θα μου πει κάτι του τύπου "ξέχνα το" αλλά εκείνη με τρελαίνει με την απάντηση της,

«Σε καμία περίπτωση δεν έχει τελειώσει! Έχω να σου πω πολλά για τον Φίλλιπο! Αργότερα!» προχωράει μπροστά, σήμερα φτάνει και ο Άλκης και δε θα μπορώ να τον διώξω...


Το κρασί..θάλασσα..έρωτας σιγά σιγά φτάνει στο τέλος του... έχει ακόμα λίγα κεφάλαια!! (επόμενο αύριο!!)

Χαίρομαι πάρα πολύ επίσης, που το Βαρέα και ανθυγιεινά δείχνει να σας αρέσει το ίδιο... σε κάποιους μπορεί και περισσότερο!!

Ευχαριστώ πάρα πολύ για ακόμα μια φορά!


Continue Reading

You'll Also Like

104K 3.7K 63
Η ταραγμένη σχέση του Νικ και της Νόα περνάει τη χειρότερη στιγμή της και φαίνεται ότι τίποτα δεν μπορεί να ξαναγίνει όπως ήταν πριν. Θα πρέπει να ξε...
2.6M 181K 69
"Σταμάτα να τρέχεις, αστυνομία!" άκουσα μια ανδρική φωνή πίσω μου. Σκατά!Άρχισα να τρέχω πιο γρήγορα. Τελικά ,ο μπάτσος με έφτασε και με άρπαξε. Τα...
15.7K 2K 30
Αλεκατρίδες. Το αμέντι. Το τρίτο βιβλίο της σειράς.
575K 27.5K 69
Τι γίνεται όταν η γονείς σου, σου ετοιμάζουν έναν γάμο, πίσω από την πλάτη σου? Τι γίνεται όταν φτάνεις στα σκαλιά της εκκλησιάς και δεν έχεις δει ού...