Ξεχασμένες Αναμνήσεις

Oleh Nanakon989

686 66 1K

Η ζωή της Εμίλιας φαντάζει με εφιάλτη· η ύπαρξη μιας κακοποιητικής μητέρας με ένα σκοτεινό παρελθόν, η συμβίω... Lebih Banyak

·Περίληψη·
Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει (360 μέρες πριν).
Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει (345 μέρες πριν)
Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει (330 μέρες πριν)
Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει (315 μέρες πριν)
Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει (250 μέρες πριν)
Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει (230 μέρες πριν)
Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει (200 μέρες πριν)
Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει(150 μέρες πριν)
Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει (145 μέρες πριν)
Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει (110 μέρες πριν)
Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει (50 μέρες πριν)
Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει (30 μέρες πριν)
Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει (10 μέρες πριν)
Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει (1 μέρα πριν)
Μέρος (ΙΙ): Εκείνος που θυμάται ακόμα
Μέρος (ΙΙ): Εκείνος που θυμάται ακόμα (730 μέρες μακριά σου)
Μέρος (ΙΙ): Εκείνος που θυμάται ακόμα (735 μέρες μακριά σου)
Μέρος (ΙΙ): Εκείνος που θυμάται ακόμα (750 μέρες μακριά σου)
Μέρος (ΙΙ): Εκείνος που θυμάται ακόμα (755 μέρες μακριά σου)
Μέρος (ΙΙ): Εκείνος που θυμάται ακόμα (770 μέρες μακριά σου).
Μέρος (ΙΙ): Εκείνος που θυμάται ακόμα (835 μέρες μακριά σου).
Μέρος (ΙΙ): Εκείνος που θυμάται ακόμα (855 μέρες μακριά σου).
Μέρος (ΙΙ): Εκείνος που θυμάται ακόμα (885 μέρες μακριά σου)

Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει (365 μέρες πριν)

46 5 9
Oleh Nanakon989

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ:
ΟΛΑ ΟΣΑ ΕΙΧΑ ΞΕΧΑΣΕΙ

365 μέρες πριν…

Σκοτάδι. Μα ταυτόχρονα χιλιάδες φώτα είναι αναμμένα γύρω μου, που με τυφλώνουν. Άσπρο, απέραντο άσπρο απλώνεται στα πόδια μου, προκαλώντας μου την αίσθηση πως βρίσκομαι σε κάποιο νοσοκομείο και όχι στο ‘‘σπίτι’’. Στο σπίτι που αναγκάστηκε να με αφήσει εκείνη η γυναίκα που κάποτε αποκαλούσα «μητέρα». Μα, τι κρίμα που είμαι παγιδευμένη μέσα σε τέσσερις τοίχους μιας ‘‘φυλακής’’, ενός ιδρύματος… όχι, όχι δεν είναι το κανονικό μου σπίτι. Άλλωστε, ποιο είναι το πραγματικό σου σπίτι, αν δεν νιώθεις πουθενά ασφαλής;

Ακόμα και τώρα, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, θυμάμαι το μπλε του ουρανού να αντανακλά σ’ εκείνο το μικρό παράθυρο του κοινόχρηστου μπάνιου και την καρδιά μου να χτυπάει το ίδιο δυνατά, όπως τότε. Τότε.. εκείνη την νύχτα. Εκείνη την νύχτα που άρχισαν όλα. Εκείνη την νύχτα που κόντεψα να χάσω- εκτός από τον εαυτό μου- και τον μοναδικό άνθρωπο που προσφέρθηκε να με βοηθήσει. Εκείνον.
Κόκκινο. Μονάχα κόκκινο μπορούσα να αντικρύσω, σαν έγερνα το κεφάλι μου προς τα κάτω. Μαύρο. Κόκκινο. Μαύρο και άσπρο, αλλά και μπλε. Κόκκινο, απέραντο κόκκινο υγρό έσταζε από τις φλέβες μου και το μόνο που έκανα, ήταν να γείρω το κεφάλι μου επάνω στα πλακάκια και να παραδοθώ στην μοίρα που είχε γραφτεί για μένα- ή μήπως την είχα γράψει εγώ η ίδια; Κανένας μας δεν ήξερε, ούτε καν εγώ.

Ήμουν νεκρή; Πάντως ο πόνος δεν ήταν τίποτα μπροστά στα σημάδια του σώματος, που είχαν χαραχτεί βαθιά στο δέρμα μου και δεν έλεγαν να φύγουν, όσες φορές και να τα κοιτούσα, όσες φορές και να παρακαλούσα τον Θεό να φύγουν. Εκείνα συνέχιζαν να παραμένουν πάνω μου, κάνοντας με να θυμάμαι τις χιλιάδες φορές που ξεπερνούσα τα όρια και τους κανόνες, φτάνοντας σχεδόν στην ύβρη. Και μετά τι; Η νέμεσις.

«Μην κλείσεις τα μάτια σου!», η ανάσα μου κόπηκε στην μέση, όταν η θολή του φιγούρα, φάνηκε μπροστά μου. Αυτό είναι το τέλος. Κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι, για να με βοηθήσει. Αυτό είναι. Σε λίγο θα κλείσω τα μάτια μου και όλος αυτός ο πόνος, θα σταματήσει. Αυτό είναι το τέλος μου. Εδώ, σε αυτό το δωμάτιο, στο κρύο πάτωμα μιας κοινόχρηστης τουαλέτας, θα αφήσω την τελευταία μου ανάσα. Τελείωσε. Και το ξέρουμε και οι δύο, πολύ καλά.

«Εμίλια, τι έκανες;» Γύρισα προς το μέρος που είχα αφήσει το γυάλινο αντικείμενο και έκανα να το πιάσω, μα τα χέρια μου ήταν τόσο αδύναμα. Λίγο ακόμα, και θα χάσω τις αισθήσεις μου.

«Εμίλια, σου μιλάω!», εκείνος δεν σταματούσε να φωνάζει. Τι ήθελε επιτέλους, για να με αφήσει ήσυχη; Γιατί δεν σταματούσε; Γιατί με βασάνιζε με αυτόν τον τρόπο;
«Θα μας βρουν και μετά…», ήθελα να σταματήσει. Ήθελα να φύγει. Ήθελα να μείνω μόνη.Ήθελα να σταματήσει να πονάει. Ήθελα να σταματήσει

«Φύγε», ψιθύρισα και εκείνος έμεινε να με κοιτάζει, χωρίς να μιλάει. Έπειτα το πρόσωπο του θόλωσε και δεν μπορούσα να αναγνωρίσω το χρώμα των ματιών του- να ήταν καστανό ή μήπως πράσινο;- αλλά και όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του χάνονταν, ήταν μία θολή και σκοτεινή, φιγούρα. Μαύρο. Απέραντο μαύρο, απλώθηκε και στην συνέχεια άρχισα να νιώθω πως όλο το δωμάτιο γυρνούσε, προκαλώντας μου αναγούλα.
Εκείνος φάνηκε πως απομακρύνθηκε για λίγο από πάνω μου, κάνοντας με να ανοιγοκλείσω τα μάτια. Άλλωστε μου αξίζει αυτό το τέλος. Άλλωστε δεν θα πονάω άλλο. Δεν θα κλαίω και δεν θα ουρλιάζω καθώς τα χέρια τους θα αγγίζουν το κορμί μου με τον πιο βίαιο τρόπο. Σε λίγο τα μάτια μου θα κλείσουν και δεν θα πονάω άλλο. Θα έχει περάσει. Όλα θα έχουν περάσει. Όλα θα είναι καλά. Μα, σίγουρα θα έχουν περάσει όλα, σε λίγο; Ή ο πόνος θα μετατραπεί σε κάτι μεγαλύτερο; Τώρα δεν υπάρχει γυρισμός. Όλα τελείωσαν.

Το κλάμα του κάλυψε το δωμάτιο και ξαφνικά κάτι μέσα μου έσπασε σε εκατομμύρια κομματάκια. Ήχοι. Απέραντοι ήχοι. Ήχοι από βήματα, ήχοι από τακούνια, ήχοι από το μυαλό μου, ο ήχος του αέρα που χτυπούσε το μικρό παράθυρο, έκανε την καρδιά μου να θέλει να βγει από το σώμα μου.
«Σε αγαπάω!», ψέλλισε δίπλα μου και έπιασα τον εαυτό μου να θέλει να κλάψει, μα η ζαλάδα, σε συνδυασμό με τον πονοκέφαλο, με έκαναν απλά να κλείσω για λίγο τα μάτια μου. Συγγνώμη. Συγγνώμη, Αχιλλέα.
Πλέον έκλαιγε με λυγμούς. «Σταμάτα», ήθελα να του φωνάξω, μα οι λέξεις δεν μπορούσαν να βγουν από το στόμα μου. Σταμάτα. Σε αγαπάω, μην μου το κάνεις αυτό.

Ο ήχος του νερού, ακουγόταν σαν νανούρισμα στ’ αυτιά μου, ενώ τα μάτια μου ανοιγόκλειναν βαριά, χωρίς να μπορούν άλλο να μείνουν ανοικτά.
«Φοβάμαι», τον άκουσα να μουρμουράει, μα ένιωθα ανήμπορη να προφέρω την παραμικρή λέξη. Εκείνος έκανε να με αγγίξει, μα σύρθηκα μακριά του με όση δύναμη μου είχε απομείνει. Μην μ’ αγγίζεις, με μισώ ήδη.

Μαύρο. Σκοτάδι. Η όραση μου άρχισε να εξασθενεί, όπως και η μιλιά μου, ενώ η καρδιά μου, άρχισε να μην ακούγετε στ’ αυτιά μου, δίνοντας τώρα θέση σε ένα παράξενο βουητό. Θέλω να σταματήσει.
«Δεν θέλω να φύγεις. Θέλω να μείνεις εδώ, μαζί μου, γιατί σε αγαπάω», η φωνή του αδύναμη, μου προκαλούσε πληγές και περισσότερο πονοκέφαλο. «Σε παρακαλώ, Εμίλια». Η ανάσα μου άρχισε να κόβεται και παραδόθηκα σε εκείνη την δύνη. Όλα τελείωσαν.

«Μην κλείνεις τα μάτια!». Τα έκλεισα.

Η πόρτα άνοιξε, κάνοντας τα μάτια μου να ανοίξουν και εκείνα διάπλατα, μόνο και μόνο για να καταλάβω πως εκείνη η χαλαρωτική μουσική σταμάτησε να ακούγεται και στην θέση της, βρέθηκε ένας νεαρός, που φυλλομετρούσε τις σελίδες του τετραδίου που κρατούσε στα χέρια του. Ήταν αρκετά γοητευτικός, με τα καστανόξανθα μαλλιά του να πέφτουν ακατάστατα στο πρόσωποτου, ενώ στα χέρια του παρατήρησα πως υπήρχαν μικρά τατουάζ, με διάφορα γράμματα. Από ύψος, φαινόταν ότι με περνάει σχεδόν δύο κεφάλια, ενώ το σώμα του δεν φαινόταν ξεκάθαρα, αφού φορούσε την ιατρική ρόμπα.

Σκανάροντας την περιοχή του προσώπου, σκάλωσα στα ροζ χείλη του, ενώ ανάμεσα στη μύτη και στο στόμα, υπήρχε ένα μουστάκι, λίγων ημερών.
Εκείνος, σαν κατάλαβε πως τον κοιτούσα έντονα, γύρισε το βλέμμα του, σε εμένα, στα μάτια μου. Μελί. Καστανό-μελί.
Αφού με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω χωρίς να πει λέξη και μου χαμογέλασε, με εκείνη την οδοντοστοιχία, την οποία θα ζήλευαν και τα μοντέλα στις διαφημίσεις για οδοντόκρεμες, ύστερα μίλησε με σιγανή και προσεγμένη φωνή.

«Λοιπόν, αν δεν κάνω λάθος, εσύ πρέπει να είσαι η Εμίλια». Κούνησα το κεφάλι μου.
«Αν και δεν θυμάμαι αν λεγόμουν έτσι από πάντα ή αν το απέκτησα στην πορεία», εκείνος έπιασε στα χέρια του ένα στυλό και άρχισε να γράφει, μιλώντας παράλληλα. «Πιθανώς να σε είχαν βαπτίσει Αιμιλία. Αλλά αν το σκεφτείς, είναι το ίδιο πράγμα. Το μόνο που αλλάζει είναι ένας τόνος και η ορθογραφία».

Σιωπή. Γιατί ήρθα εδώ; Αμέσως θυμήθηκα την Ελένη να μου μιλάει για τον ετεροθαλή αδερφό της… πως πιστεύει ότι θα με βοηθήσει. Πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Για αρχή θα ήθελα να ξέρεις πως μπορείς να μ’ εμπιστευτείς και πως ό,τι ειπωθεί εδώ, θα μείνει μεταξύ μας», άρχισε να μιλάει και το μυαλό μου σκάλωσε στην λέξη «εμπιστοσύνη».

Να τον εμπιστευτώ; Ο τελευταίος άνθρωπος που εμπιστεύτηκα, με πούλησε.«Θα κάνω εγώ λοιπόν την αρχή, ώστε να σε κάνω να νιώσεις πιο άνετα. Λέγομαι Πέτρος Ιωακειμίδης και είμαι είκοσι-τριών χρόνων. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Θεσσαλονίκη αλλά στα δεκαοκτώ μου αναγκάστηκα να αφήσω την πόλη και την χώρα ολόκληρη, για να πάω να σπουδάσω ψυχολογία σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια της Αγγλίας. Τώρα μένω στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, σε ένα διαμέρισμα με θέα τον Λευκό Πύργο», έκανε μία παύση και συνέχισε. «Τα χόμπι μου- εκτός από το να δουλεύω στο νοσοκομείο της πόλης-, είναι να εξερευνώ καινούργια μέρη, να ταξιδεύω και να μαγειρεύω. Όπως θα ξέρεις οι γονείς μου είναι χωρισμένοι, αλλά παρ’ όλα αυτά έχω καλές σχέσεις με όλους. Ακόμη, λατρεύω τα βιβλία, όπως και το να γυμνάζομαι».

Βλέποντας με να τον κοιτάζω ακόμη, με εκείνο το κενό βλέμμα, ξερόβηξε, χαμογελώντας. «Σειρά σου, τώρα», έδωσε τον λόγο σε μένα και εγώ κοίταξα το δάπεδο, όπου υπήρχε ένα γκρι χαλί.
«Το όνομα μου, όπως ξέρεις, είναι Εμίλια. Είμαι δεκαοκτώ χρονών, γεννήθηκα μάλλον εδώ, στην Θεσσαλονίκη, οι γονείς μου με άφησαν σε ένα ορφανοτροφείο και από τότε δεν έχω νέα τους,- με είχαν αφήσει γύρω στα πέντε και έπειτα δεν ενδιαφέρθηκαν για εμένα- ζω μαζί με την Ελένη- την καλύτερη μου φίλη-, μέχρι να μαζέψω χρήματα για να μπορώ να νοικιάσω μόνη μου κάποιο διαμέρισμα, χόμπι δεν έχω, ούτε σπούδασα κάπου, αν και στο ορφανοτροφείο είχαμε κανονικά ώρες που ερχόταν κάποιος δάσκαλος και μας έκανε μάθημα».

Κοίταξα το παράθυρο που υπήρχε δίπλα από εκεί που καθόμουν. «Το μόνο ενδιαφέρον στην ζωή μου είναι ότι δουλεύω σε ένα βιβλιοπωλείο, βοηθώντας με τα βιβλία και με την εξυπηρέτηση των πελατών». Εκείνος δεν σταμάτησε λεπτό να με κοιτάζει, κάνοντας με να νιώθω αρκετά άβολα, μα δεν είπα τίποτα. Άλλωστε έχω συνηθίσει να με κοιτάζουν έτσι. Πάντα το έκαναν.

«Θέλεις να μου μιλήσεις για τους γονείς σου, μιας και αναφέρθηκες σε εκείνους;» Η ερώτηση, ήταν σαν εκείνο το γυαλί, από εκείνο το βράδυ. Να μιλήσω για τους γονείς μου;Και να πω, τι; Ότι με παράτησαν και όποτε έρχονταν άλλοι γονείς, για να πάρουν κάποιον από εμάς, εμένα δεν με διάλεγε κανένας με συνέπεια να τους κατηγορώ που με έκαναν έτσι, «άσχημη»;Τι να πω; Αφού δεν θυμάμαι τίποτα.

«Δεν θυμάμαι», απάντησα και εκείνος με πλησίασε λιγάκι, με τα χέρια του να κάνουν την κίνηση να πιάσουν τα δικά μου, προφανώς ως ένδειξη παρηγοριάς, αφού το να τον κοιτώ στα μάτια μου προκαλούσε έντονη θλίψη. Μα, δεν θα τον άφηνα ποτέ να με αγγίξει. Το μισώ να με αγγίζουν.
Εκείνος σαν να διάβασε το μυαλό μου, έβηξε, για να καθαρίσει τον λαιμό του και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν κάνει την ερώτηση που κάνουν σχεδόν οι περισσότεροι.

«Δεν θυμάσαιꓼ» η φωνή του το ίδιο προσεγμένη, όπως στην αρχή, ενώ εγώ απλά κούνησα το κεφάλι μου. «Το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό, είναι κάτι θολές εικόνες και φωνές, πολλές φωνές», το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με το δικό του και έπειτα κοίταξε το ρολόι που υπήρχε στο ξύλινο τραπεζάκι.

Το δωμάτιο δεν ήταν πολύ μεγάλο, καλυμμένο όλο με αυτό το γκρι χαλί που κοιτούσα πριν, ενώ δίπλα ακριβώς στην πόρτα ήταν το γραφείο του. Απέναντι από το γραφείο υπήρχαν οι καναπέδες όπου καθόμαστε, μαζί με το τραπεζάκι, ενώ από το διπλανό παράθυρο, μπορούσες να δεις μονάχα πολυκατοικίες. Πίσω από τον καναπέ του ψυχολόγου και αδερφού της καλύτερης μου φίλης, υπήρχε ένας καλόγερος, με ακουμπισμένο ένα μπουφάν και δίπλα του μία βιβλιοθήκη, γεμάτη με βιβλία. Οι τοίχοι βαμμένοι στο άσπρο, μου προκαλούσαν αναγούλα.

«Ο χρόνος μας τελείωσε αλλά θα ήθελα όταν πας στο σπίτι και μέχρι την επόμενη φορά που θα βρεθούμε, να σκεφτείς τα παιδικά σου χρόνια- ό,τι θυμάσαι βέβαια- πριν οι γονείς σου σε αφήσουν στο ορφανοτροφείο». Κούνησα και πάλι το κεφάλι μου, πηγαίνοντας προς την πόρτα.
Οι αναμνήσεις τελείωσαν.

Lanjutkan Membaca

Kamu Akan Menyukai Ini

721K 24.3K 32
Princess Lilyanne Blythe sneaks out to a party and has a one night stand. Assuming that was in the past, that one night stand stranger ends up living...
618K 20.3K 70
Η Μελίνα, μια 18 χρόνη μαθήτρια Τρίτης λυκείου, οι γονείς της δεν παντρεύτηκαν ποτέ , μια εφηβική τρέλα , η μητερα της μόλις την γέννησε εφυγε και απ...
766K 33.5K 55
Απόσπασμα: Σου έλειψα;» Ειπε διακόπτοντας την ησυχία «Τι;» Ρώτησα μπερδεμένη «Με άκουσες γατακι» ειπε παιχνιδιάρικα «Εγω σου έλειψα;» Αντιστρεψα τ...
12.2M 625K 55
Soren McKinin; the disappointment of the family, the child his parents wished did not belong to them, the type fathers warned their daughters not to...