Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλα...

By Marypap04

6.3K 817 3.8K

Στη Φιλανδία της δεκαετίας του 1850, ένας πλούσιος ξεπεσμένος ιδιοκτήτης εμπορικής εταιρείας κι ο πρώην καπετ... More

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού
Playlist
Φιλική σημείωση
Αφιέρωση
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Ι)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (V)
Β' μισό βιβλίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (V)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (V)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Ι)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
Ευχαριστίες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙΙ)

71 10 52
By Marypap04

Ο Νταλ και ο Μπλομ ξεκίνησαν με άμαξα για το λιμάνι. Κατέβηκαν μέσα σ’ ένα στενό και βρώμικο σοκάκι όλο υπόγειες κακόφημες ταβέρνες και δωμάτια κλειστά με κουρτίνες και κουρέλια που από μέσα τους άκουγες τη συναυλία των βογκητών των καλντεριμιτζούδων με τους πελάτες τους. Του Άλφρεντ Νταλ πλέον του προκαλούσαν αρρώστια, του έφερναν στη μνήμη πράγματα που δεν ήθελε πια να θυμάται. Κοίταξε γύρω του. Η πόλη ολόκληρη είχε πια βυθιστεί στο νυχτερινό σκοτάδι. Τα χλωμά της φώτα σκορπούσαν εδώ κι εκεί λάμψεις περισσότερο ανατριχιαστικές παρά παρηγορητικές. Η τέλεια κάλυψη, συλλογίστηκε ο δαιμόνιος καπετάνιος καθώς πλήρωνε τον αμαξά και τον διέταζε να φύγει. Είχε σταθεί τυχερός. Το σκοτάδι θα κατάπινε μέσα του την εκδίκησή του και κανείς δε θα μάθαινε τίποτα.

Πήραν τον δρόμο για το λιμάνι, την ακροθαλασσιά και τα πλοία που στέκονταν το ένα δίπλα στο άλλο κι άφηναν να τα λικνίζει η αγκαλιά της σκοτεινής θάλασσας. Ο ουρανός είχε γίνει κατάμαυρος πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Αστέρια δεν υπήρχαν, μόνο ένα χλωμό φεγγάρι που, σαν να ήξερε κι αυτό τους σκοπούς του καπετάνιου, είχε κρυφτεί και ίσα που έλαμπε λούζοντας με το φως του μια μικρή γωνιά της θάλασσας όπου ήταν δεμένη και χόρευε μπρος πίσω μια ταλαιπωρημένη ψαρόβαρκα. Μέσα της καθόταν ένας ψαράς με σκαμμένα μάγουλα, τραχύ δέρμα κι αξύριστα γένια, τυλιγμένος σ’ ένα παλιό και ξηλωμένο ναυτικό πανωφόρι κάποιου πνιγμένου που το είχε ξεράσει η θάλασσα και φορώντας έναν σκούφο στο κεφάλι. Έπαιζε ακορντεόν και μουρμούριζε μια μελωδία, τόσο σιγανά, που ίσα που τον άκουγες. Δεν πρόσεξε καν τον Νταλ και τον Μπλομ που πέρασαν από πίσω του, κι ας έκαναν θόρυβο τα βήματά τους πάνω στην άμμο και τα χαλίκια της ακτής.

Ο Άλφρεντ Νταλ ήταν απορημένος, φοβόταν και κρύωνε. Κοίταζε τα κατάρτια των πλοίων που έσκυβαν από πάνω τους σαν εξεταστικά μάτια, μερικά σπασμένα, με τα πανιά τους να κρέμονται σε κομμάτια. Στο τέλος της μακριάς τους σειράς ξεχώριζε το Μπέλουα. Κάπου μακριά τους, ο Χολστ και ο Όσκαρ, καθισμένοι στο μικρό καμαράκι κοντά στο γραφείο του Γιάνσεν όπου ο νεαρός υπάλληλος δούλευε, είχαν την τέλεια θέα στο σκαρί αυτό που είχε τολμήσει να κυνηγήσει τον Ιπτάμενο Ολλανδό τον ίδιο• όμως δεν θα μπορούσαν με τίποτα να ξεχωρίσουν τον καπετάνιο του και τον εχθρό που έπαιζε τον ρόλο του φίλου του. Από το ψηλό τους παράθυρο δεν έμοιαζαν κι οι δυο παρά μικροσκοπικές σκιές που τα χαρακτηριστικά τους δεν ξεχώριζαν στο σκοτάδι και που τα αδύναμα φώτα της πόλης δεν άγγιζαν.
Ο Όσκαρ καθόταν σκυμμένος πάνω από το μικρό του τραπέζι και τελείωνε τις αντιγραφές που του είχε αναθέσει το αφεντικό του. Απέναντί του, ο Βάλντεμαρ Χολστ βημάτιζε πάνω κάτω προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο. Φορούσε μόνο το γιλέκο του -  η αλήθεια είναι, πως ό,τι και να ήταν, ο Γιάνσεν δεν ήταν σίγουρα τσιγκούνης με το τζάκι - και κάθε τόσο έτριβε το σαγόνι του σαν να τον απασχολούσε κάτι πολύ σοβαρό. Τόσο, που ο φίλος του κάποια στιγμή δεν κρατήθηκε.
«Ωραία, για πες επιτέλους, τι σε βασανίζει;» ρώτησε χωρίς καν να σηκώσει κεφάλι από τη δουλειά του και χωρίς να σταματήσει να γράφει.
«Χμμ;» έκανε ο Χολστ, σαν να μην είχε ακούσει με την πρώτη.
«Τριγυρνάς πάνω κάτω κοντά είκοσι λεπτά» του εξήγησε ο Όσκαρ με ένα αμυδρό χαμόγελο. «Σε ξέρω. Κάτι σκέφτεσαι και δεν σ’ αφήνει ήσυχο. Αν θέλεις, μπορείς να το πεις κιόλας. Κι εδώ που τα λέμε, δε θα ήταν κακή ιδέα. Από τότε που ήρθες εδώ μου φαίνεσαι πολύ προβληματισμένος.»

Ο Χολστ αναστέναξε και στηρίχτηκε στο περβάζι του παραθύρου, καρφώνοντας επίμονα το βλέμμα του στο Μπέλουα, τελευταίο στη σειρά των καραβιών που ξεκουράζονταν δεμένα στους κάβους, ακριβώς δίπλα στο δικό του καράβι.
«Από τη στιγμή που άκουσα στο Βίσμπυ για αυτήν την ιστορία με τον Μπλομ και τον Ολλανδό» ξεκίνησε να λέει συννεφιασμένος, «δε μπορώ να σταματήσω να το γυροφέρνω στο μυαλό μου. Εννοώ, ο άνθρωπος δεν είναι δα και κανένας βλάκας. Τι τον έκανε να πιστέψει κάτι τέτοιο; Τι μπορεί να ψάχνει;»
Ο Όσκαρ χαμογέλασε καλοσυνάτα.
«Αναρωτιέσαι μήπως τελικά είναι αληθινός ο θησαυρός και μετανιώνεις που δεν βγήκες πρώτος με τους άντρες σου να τον ψάξεις;» ρώτησε.
Ο καπετάνιος Χολστ γύρισε και τον κοίταξε μ’ ένα παρόμοιο χαμόγελο. Και σε λίγο άρχισαν κι οι δυο τους να γελάνε σιγανά, όπως γελάνε οι φίλοι όταν αστειεύονται μεταξύ τους με αστεία που κανένας άλλος δε θα καταλάβαινε.
«Αν ήθελα να κάνω τέτοια τρέλα» είπε ο Βάλντεμαρ Χολστ, «θα την έκανα εντελώς μόνος μου. Δε θα ρίσκαρα τη ζωή ενός ολοκλήρου πληρώματος για τις ανόητες φαντασιώσεις μου. Άκου, θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού! Δεν με εκπλήσσει που ο δικός σου θέλει να τον διώξει μια για πάντα από την εταιρεία. Είναι τουλάχιστον ανεύθυνος• ευτυχώς που θα τον προλάβουμε εδώ στο Άαλμποργκ, πριν βάλει τις ζωές των αντρών του σε κίνδυνο σέρνοντάς τους προς το άγνωστο στα ανοιχτά της θάλασσας. Αναλογίσου απλά πόσο άτιμος είναι! Να τους κρατάει με δήθεν συμβόλαια και με εκβιασμούς!»
Κούνησε το κεφάλι εκνευρισμένος, γύρισε κι αφού στηρίχτηκε στον τοίχο σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος του. Ο Όσκαρ σηκώθηκε κι εκείνος από το γραφείο για λίγο και τον πλησίασε.
«Είναι πράγματι απαίσιο» έκανε, πιο συγκρατημένα βέβαια. «Ελπίζω όμως πως ο κύριος Όλαφσον τουλάχιστον θα τους υπολογίσει ως θύματα της όλης ιστορίας.»
«Το καλό που του θέλω» γρύλισε ο καπετάνιος Χολστ. «Και αν δεν το κάνει αυτός, θα τον ζαλίσω εγώ μέχρι ή να συμφωνήσει ή να με απολύσει.»

Ο φίλος του χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά. Πάντα τον θαύμαζε για το θάρρος και την αποφασιστικότητά του, προνόμια που εκείνος, όσο και να προσπαθούσε, δυσκολευόταν να κατακτήσει με τον χαρακτήρα που είχε. Ίσως γι’αυτό να είχαν συνδεθεί τόσο στενά από μικροί οι δυο τους. Γιατί συμπλήρωνε ο ένας τον άλλον κι ο καθένας έδινε στον άλλον αυτό που δεν είχε.
«Πάντοτε θαρραλέος υπερασπιστής των αδυνάτων» είπε ο Όσκαρ.
Ο Χολστ τον χτύπησε στον ώμο, σαν ένα είδος διαμαρτυρίας, κι ο νεαρός γέλασε συγκρατημένα.
«Όσο δεν τους υπερασπίζεται κανείς, τόσο χειρότερα πάνε τα πράγματα» είπε τελικά ο Χολστ. «Έχω δουλέψει με πολλούς καπετάνιους της σχολής του Μπλομ• ήμουν μαθητευόμενός τους. Πού νομίζεις πως οδηγούσαν τους άντρες τους το μαστίγιο, οι σκληρές τιμωρίες, οι φυλακίσεις μέσα στα αμπάρια με ξερό ψωμί και νερό; Τους εξαγρίωναν όλο και περισσότερο. Το ίδιο ακριβώς που συμβαίνει όταν κακομεταχειρίζεσαι ένα ζώο ισχύει και για τον άνθρωπο. Αν τον πληγώσεις, αν τον καταστρέψεις, αν του κουρελιάσεις ό,τι έχει και δεν έχει μέσα του, ο πόνος θα γίνει μίσος και η αγριάδα θα γίνει η ασπίδα του απέναντι στον έξω κόσμο, ώστε να μην μπορέσει κανείς να τον αγγίξει ξανά. Θα τον καταντήσεις ένα θηρίο χωρίς καρδιά, χωρίς λύπηση, χωρίς αγάπη. Ένα άδειο σώμα που όταν μπει στον λάκκο και το φάνε τα σκουλήκια, δε θα μείνει τίποτα.»
Μιλούσε ήρεμα, σχεδόν ψιθυριστά, με τα μάτια χαμηλωμένα. Το φως στο δωμάτιο έπεφτε κατευθείαν πάνω του και δημιουργούσε θερμές σκιές. Ο Όσκαρ τον κοίταζε σαν τρομαγμένος, κάνοντας εικόνα στο μυαλό του το κάθε τι που περιέγραφε.
«Αλήθεια δεν υπάρχει καμιά ελπίδα από εκεί και μετά;» ρώτησε.
Ο Βάλντεμαρ Χολστ το σκέφτηκε για λίγο πριν απαντήσει.
«Για λίγους» έκανε τελικά, «μπορεί. Δεν ξέρεις άλλωστε πώς τα φέρνει η τύχη του καθενός.»

Πίσω στην παραλία, ο Άλφρεντ Νταλ και ο Έιναρ Μπλομ είχαν σχεδόν φτάσει πια στο Μπέλουα. Ο πρώτος εξακολουθούσε να νιώθει το άσχημο εκείνο προαίσθημα να τον βαραίνει στο στήθος σαν σίδερο. Και όσο πιο μακριά τον οδηγούσε ο καπετάνιος, τόσο αυτό το βάρος μεγάλωνε. Δε μιλούσαν καθόλου στη διαδρομή. Ο Μπλομ ούτε χαζογελούσε, ούτε τον κορόιδευε, ούτε τίποτε από τις παλιές του ενοχλητικές ανόητες συνήθειες. Σαν να είχε αλλάξει σε μια νύχτα. Κι αυτή η αλλαγή πολύ ανησυχούσε τον Νταλ. Κάτι κακό θα συνέβαινε, ήταν σίγουρος. Για μια στιγμή, του ήρθαν απροειδοποίητα στο μυαλό τα παιδιά του. Σκέφτηκε τον Λούκας, σκέφτηκε την Κλάρα. Τους είδε να κάθονται μαζί, αγαπημένοι όπως ήταν πάντα.
Δεν τα αποχαιρέτησα φεύγοντας, σκέφτηκε, μα αμέσως διόρθωσε τον εαυτό του: Και γιατί να το κάνω; Μήπως πάω κανένα μακρινό ταξίδι δίχως αυτά; Μήπως πεθαίνω;

Κοίταξε τον Μπλομ που είχε ξαφνικά σταματήσει μπροστά στο καράβι και τον περίμενε. Το Μπέλουα του φάνηκε τρομακτικό, έτσι έρημο που ήταν και χτυπημένο. Πλησίασε διστακτικά.
«Πού είναι ο άνθρωπος που έλεγες;» ρώτησε κοιτώντας γύρω του ανήσυχα• δεν έβλεπε κανέναν.
Ο καπετάν Μπλομ, με κάθε νεύρο του σώματός του τεντωμένο, πάλεψε για να αναγκάσει τη φωνή του να βγει ήρεμη, αλλά και πάλι σκληρή.
«Έλα μαζί μου στο καράβι. Εκεί θα τον συναντήσουμε» αποκρίθηκε.
Περίμενε τον Νταλ να προπορευτεί. Τον είδε αγχωμένος να μαζεύεται, να διστάζει, σαν να είχε υποπτευθεί πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Το ένα του χέρι μετακινήθηκε προσεκτικά στο σακάκι του, έτοιμο, αν χρειαζόταν, να τραβήξει το όπλο.
Δε χρειάστηκε ωστόσο. Ο Άλφρεντ Νταλ άρχισε διστακτικά να πλησιάζει τη σανίδα που ανέβαζε στο πλοίο και αργά αργά να περπατά προς τα πάνω. Ο καπετάνιος τον ακολούθησε, με τους χτύπους της καρδιάς του ν’ αντηχούν στα μηνίγγια του. Διέσχισαν έτσι το μοναχικό κατάστρωμα. Έπειτα, ανάβοντας με σπίρτο ένα φανάρι, ο Μπλομ έδειξε στον Νταλ την κάθοδο για το εσωτερικό του πλοίου. Θα τον οδηγούσε σ’ ένα αμπάρι, εκεί όπου δε θα υπήρχε κίνδυνος ούτε να τους δει ούτε να τους ακούσει κανένας. Αν κι ο Άλφρεντ φοβόταν και ανησυχούσε όλο και πιο πολύ με κάθε βήμα, αντιστεκόταν σθεναρά στην έκκληση του ενστίκτου του να γυρίσει πίσω. Αγνοούσε τις άσχετες σκέψεις που τον κατέκλυζαν, ανεξήγητο γιατί: τις δυο συζύγους του, την εταιρεία Νταλ και Κάρλσον και το γραφείο του κοντά στο λιμάνι, τον συνέταιρό του τον Χανς, κι όλες, όλες τις αμαρτίες που είχε διαπράξει στη ζωή του μαζί: τον περιστασιακό τζόγο σε κουτούκια σαν τον Θαλασσόλυκο, τα βράδια που ξέδινε με τις ιερόδουλες στον δρόμο και κυρίως με εκείνη την ιερόδουλη, εκείνη που δε θα έπαυε ποτέ να τον βασανίζει, που ακόμα και στην Κόλαση θα έτρεχε ξοπίσω του να του θυμίζει όλα όσα είχε κάνει.
Θεέ μου, τέτοιος ήμουν πράγματι; αναλογίστηκε, πιο πολύ ως αναγκαία αντίδραση σε όσα σκεφτόταν.

Μόλις είδε το αμπάρι κατασκότεινο και άδειο, τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Και πριν καν αρθρώσει λέξη, γύρισε και αντίκρισε τον Μπλομ να κλειδώνει την πόρτα και να σπρώχνει το κλειδί κάτω από τη χαραμάδα της. Τα μάτια του γούρλωσαν. Του Έιναρ Μπλομ γυάλιζαν με μίσος και σκοτεινή μοχθηρία. Κρέμασε το φανάρι δίπλα του, στάθηκε όρθιος με σταυρωμένα τα χέρια και περίμενε να μιλήσει ο άσπονδος εχθρός του.
«Τι σημαίνουν όλα αυτά;» έκανε εκείνος κοιτώντας γύρω του. «Δεν υπάρχει κανένας εδώ. Τι κόλπα είναι αυτά; Εξηγήσου! Και πρώτα πρώτα, άνοιξε την πόρτα να βγούμε!»
Ο Μπλομ έγνεψε αρνητικά.
«Από δω μέσα δε θα βγει κανείς μας απόψε, Άλφρεντ» είπε με τρομακτική ηρεμία κοιτώντας τον κατάματα. «Όχι μέχρι να τελειώσει αυτό που πρέπει να τελειώσει.»
«Να τελειώσει;» επανέλαβε ο Νταλ, σαν να είχε ακούσει κάτι εξωφρενικό, κάτι παράλογο. «Τι να τελειώσει; Έχεις τρελαθεί, Μπλομ; Ξεκλείδωσε την πόρτα!»
«Ξέρεις, χρόνια προσπαθούσα να σχεδιάσω στο μυαλό μου πώς ήθελα, πώς έπρεπε να είναι αυτή η στιγμή» τον αγνόησε ο Μπλομ. «Δεν ξέρω γιατί κατέληξα σ’ ένα τέτοιο θέατρο, τόσο πολύπλοκο και τόσο επίπονο να το φέρεις εις πέρας. Πάντως, πέτυχα τους σκοπούς μου μ’ αυτό. Πρώτον, σ’ έκανα να με εμπιστευτείς, έστω και λίγο. Γίναμε συνέταιροι, ενωμένοι για τον ίδιο στόχο. Δεύτερον, έπαιξα μαζί σου κι αυτό μου άρεσε. Δεν υπολόγισα βέβαια ότι θα έσερνες και τα παιδιά σου μαζί. Αλλά, τέλος καλό, όλα καλά. Ιδιαίτερα για την κόρη σου. Δε θα μείνει στη μοίρα της τώρα που εσύ δε θα ’σαι πια εδώ. Χάρη στον Βάλτερ και στα αισθήματά τους, θα έχουν ο ένας τον άλλον τουλάχιστον, κι ο γιος σου θα έχει μια οικογένεια να τον προστατεύει και να τον καθοδηγεί καθώς θα μεγαλώνει. Μπορώ λοιπόν κι εγώ να μείνω ήσυχος.»

Διέκοψε τον μονόλογό του για να εξετάσει για λίγο την αντίδραση του αντιπάλου του. Ο Νταλ τον κοίταζε άφωνος. Ονειρευόταν, δεν μπορεί. Σίγουρα ονειρευόταν. Ή αυτό ή ένας από τους δυο τους, είτε εκείνος είτε ο Μπλομ, είχε αποτρελαθεί.
«Με κοροϊδεύεις;» ψέλλισε ξέπνοα, κάθιδρος και χλωμός. «Τι είναι όλα αυτά που μου λες, τι σχέδια, τι θέατρο, τι σημαίνει πως δε θα ’μαι πια εδώ;»
«Αντιθέτως» έκανε ο Μπλομ. «Σ’ όλο το ταξίδι μέχρι εδώ σε κορόιδευα. Τώρα σου λέω την αλήθεια. Ήταν όλα μια καλά υπολογισμένη παγίδα στην οποία έπεσες, και που έφτασε απόψε στην τελευταία φάση της.»
Ο Άλφρεντ βρισκόταν σε σύγχυση. Το πρόσωπό του είχε τόσο χλωμιάσει, που έμοιαζε έτοιμος να σωριαστεί. Η έκφρασή του ήταν σαν φοβισμένου μικρού παιδιού που βλέπει τον εφιάλτη του να ζωντανεύει μπροστά του και αναρωτιέται απελπισμένα πώς να ξεφύγει.
«Μα...» έκανε αδύναμα. «Μα ο χάρτης...Ο θησαυρός...Ο γέρος...Ο Ιπτάμενος Ολλανδός...»
«Εγώ είμαι ο Ιπτάμενος Ολλανδός, Άλφρεντ Νταλ» είπε επιβλητικά ο Μπλομ και τα μάτια του έλαμψαν.

Ο Νταλ ένιωσε τον τρόμο να τον συνταράσσει, να μαρμαρώνει κάθε εκατοστό του κορμιού του, να τον ζαλίζει. Προσπάθησε να πισωπατήσει, σκόνταψε και βρέθηκε στο έδαφος. Ο καπετάνιος Μπλομ απέναντί του του φάνηκε πραγματικά υπερφυσικός, σαν να είχε αποκτήσει ξαφνικά αλυσίδες γύρω από το σακάκι του, σαν να είχε λουστεί σ’ ένα απόκοσμο ιριδίζον φως, σαν να αιωρούνταν λίγα εκατοστά απ’ το καραβόξυλο. Μίλησε ακόμα πιο ξεψυχισμένα, τρέμοντας ολόκληρος σαν ένα λεπτό φύλλο χαρτί στον άνεμο.
«Ε...εσύ;» ρώτησε.
«Ναι» γρύλισε ο Μπλομ. «Αν το θέλεις έτσι. Είμαι, ας πούμε, ένας θνητός που του μοιάζει, ένας μέλλων κολασμένος που ορκίστηκε πως δεν θα φύγεις από αυτή τη γη παρά μόνο από τα δικά του χέρια, σαν εκδίκηση για αυτά που του έκανες, Άλφρεντ Νταλ. Και σήμερα, σε αντίθεση με τον Ολλανδό, που θα πλέει αιώνια στις Επτά Θάλασσες χωρίς να πιάσει ποτέ το Ακρωτήριο των Τρικυμιών*, εγώ θα εκπληρώσω τον δικό μου όρκο σήμερα.»
Άνοιξε το σακάκι του και έβγαλε ένα από τα πιστόλια. Πλησίασε τον Νταλ, που μαζεύτηκε θλιβερά κάτω στο έδαφος, μην έχοντας φωνή για να καλέσει σε βοήθεια, όπλισε και τον σημάδεψε με σταθερό χέρι.
«Έχεις τίποτα να πεις πριν τελειώσω μαζί σου μια για πάντα;» είπε. «Ή, καλύτερα, θέλεις να σου θυμίσω γιατί σε σκοτώνω;»
Ο Άλφρεντ Νταλ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Ξαφνικά, αισθάνθηκε το μυαλό του απόλυτα διαυγές και με ευκολία ψάρεψε τις μακρινές μαύρες αναμνήσεις που έπρεπε.
«Ξέρω γιατί το κάνεις αυτό» είπε. «Για το παιδί. Το παιδί της Λίζμπεθ, που το αφήσαμε σ’ εκείνο το μοναστήρι. Έτσι δεν είναι;»

Ο Μπλομ έσφιξε τα χείλη του και πήρε μια βαθιά έντονη ανάσα.
«Δικό μου παιδί ήταν!» φώναξε. «Δικό μου και μόνο! Μονάχα εγώ ένιωσα αγάπη γι’αυτό, όχι εκείνη, εκείνη το πέταξε σαν να της ήταν βάρος! Ξέρεις» συνέχισε χαμηλώνοντας ξαφνικά τη φωνή του, «τι όνειρα έκανα; Ήταν λάθος να παρασυρθούμε πριν τον γάμο με τη Λίζμπεθ, το ξέρω και το αναγνωρίζω και το μετανιώνω, όμως η είδηση πως ήταν έγκυος μου έδωσε τόσο μεγάλη χαρά! Από πάντα ήθελα να γίνω πατέρας, να έχω μια οικογένεια. Έβλεπα τον Χανς, όσο ζούσε, με τον Βάλτερ κι ένιωθα να ζηλεύω κάθε στιγμή. Να ζηλεύω το πώς έτρεχε και χωνόταν στην αγκαλιά του πατέρα του, απλώς και μόνο επειδή τον αγαπούσε, το πώς έπαιζαν μαζί, πώς κάθονταν κοντά κοντά στην λειτουργία τις Κυριακές κι ο Χανς του χάιδευε κάθε τόσο το κεφαλάκι. Τους έβλεπα κι έλεγα στον εαυτό μου: αυτό θέλω. Ένα παιδί, να το αγαπάω και να με αγαπάει, να το φροντίσω, να το μεγαλώσω, και να το δω ύστερα να ανοίγει τα φτερά του, να ανθίζει σαν λουλούδι και να ξέρω πως εγώ ήμουν που φύτεψα και φρόντισα τον σπόρο.
»Όσο βρισκόμουν στον δρόμο για την Αμερική και η Λίζμπεθ περίμενε το παιδί μας, δεν κοιμήθηκα ούτε ένα βράδυ. Συνέχεια σκεφτόμουν πώς θα ήταν το παιδί μου, κορίτσι, αγόρι, δεν είχε σημασία. Σκεφτόμουν τα παιχνίδια μας, τα παραμύθια που θα του έλεγα, όλα όσα θα κάναμε μαζί. Πόσο ονειρεύτηκα...Κι ύστερα» έκανε και σκλήρυνε ξανά, «ήρθες εσύ και μαζί με τη μέγαιρα που έκανα το λάθος να ερωτευτώ μου διαλύσατε όλα αυτά τα όνειρα!»

Το χέρι του άρχισε να τρέμει.
«Πες μου» είπε ήρεμα, «τι είχατε στις καρδιές σας όταν την παρατήσατε σ’ εκείνο το μοναστήρι;»
«Πιστέψαμε...πως εκεί...θα ήταν ασφαλής» απολογήθηκε ο Νταλ. «Η Λίζμπεθ δηλαδή σκέφτηκε...»
«Σκέφτηκε ανοησίες!» φώναξε ο καπετάνιος έτοιμος να δακρύσει, σφίγγοντας το όπλο στο χέρι του. «Τι νομίζετε, πως μπορεί να επιβιώσει ολομόναχο ένα παρατημένο βρέφος; Θα σου πω μόνο αυτό: κίνησα τόσα χρόνια γη και ουρανό προσπαθώντας να βρω την κόρη μου. Από το μοναστήρι μου είπαν πως την έδωσαν σε ένα ορφανοτροφείο, το οποίο όμως έκλεισε λίγα χρόνια αργότερα. Στάθηκα τυχερός και βρήκα έναν απ’ αυτούς που δούλευαν εκεί. Μου τα διηγήθηκε όλα: πώς προσπάθησε να την επιστρέψει στις καλόγριες, μα δεν τη δέχτηκαν, πώς τελικά την έδωσε σ’ ένα μούτρο στο Ελσίνκι που έκρυβε ένα μάτσο ορφανά σ’ ένα καταγώγι. Τα έβαζε να ανοίγουν το χέρι στους περαστικούς και τσέπωνε μετά όλα τα χρήματα, αλλά τουλάχιστον τα τάιζε και τα έντυνε. Κι η κορούλα μου, όπως είπε αυτός ο άνθρωπος, πότε ζητιάνευε με κουρέλια για ρούχα και με το πρόσωπο βαμμένο με κάρβουνο για να φαίνεται βρώμικο, πότε πουλούσε λουλούδια έξω από τις εκκλησίες και το νεκροταφείο, πότε την έπαιρνε αυτός, την έντυνε με κάτι μεγαλίστικα φουστάνια και την έβαζε να τραγουδάει μαζί του στον δρόμο.»
Κι άρχισε εντελώς ξαφνικά, με το πρόσωπό του κόκκινο και παραμορφωμένο από τα δάκρυα και τον πόνο, με τη φωνή του να σπάει και να τρέμει, να τραγουδάει τον σκοπό από ένα τραγούδι του δρόμου:

Χείλη μου ρόδινα, γλυκά
Λαμπερά μάτια γαλανά
Δέρμα φίνο, λευκό
Το κορίτσι που αγαπώ

Αυτό το θέαμα συγκλόνισε τον Νταλ. Άρχισε μεμιάς να δακρύζει και να κλαίει με λυγμούς, χωρίς να ξέρει ούτε ο ίδιος γιατί, αν ήταν από τον φόβο του θανάτου που ερχόταν προς το μέρος του με την ψυχρή αγκαλιά του ανοιχτή, από λύπηση και πόνο για το κατεστραμμένο πλάσμα που έβλεπε μπροστά του ή από μετάνοια και πίκρα στη συνειδητοποίηση όσων κακών είχε προκαλέσει στη ζωή του. Έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια του. Όλα είχαν καταρρεύσει μπροστά του μέσα σε μια στιγμή. Ω, πόσο έτρεμε την τιμωρία! Πόσο δεν ήταν έτοιμος γι’αυτό, όπως κανένας θνητός!
Όταν ο Μπλομ σταμάτησε το τραγούδι, είχε πλέον γεμίσει δάκρυα.
«Αυτή τη μοίρα δώσατε, εσύ και η Λίζμπεθ, στο κοριτσάκι μου» είπε ανασαίνοντας έντονα. «Την αφήσατε να ζητιανεύει, ταπεινωμένη και αβοήθητη, μπροστά σε υποκείμενα σαν εσάς! Την βρήκαν νεκρή, πριν καν μεγαλώσει, μπροστά στην πόρτα του νεκροταφείου που πήγαινε για να πουλήσει λουλούδια. Χάθηκε σε μια χιονοθύελλα, δεν μπόρεσε να γυρίσει πίσω στην πόλη! Την φαντάζομαι ακόμα...Μόνη της, παγωμένη, να προσπαθεί να ζεσταθεί, να θέλει βοήθεια και εγώ...εγώ να μην είμαι εκεί να την πάρω στην αγκαλιά μου, να τη ζεστάνω, να της πω να μη φοβάται γιατί ο πατέρας της είναι εδώ και πάντα θα είναι εδώ!»
Ο Νταλ κουνούσε απελπισμένα εδώ κι εκεί το κεφάλι του.
«Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ...» έλεγε και ξανάλεγε μόνο.
«Με παρακαλάς να κάνω τι;» άστραψε και βρόντηξε ο Μπλομ. «Να λυπηθώ το τομάρι σου το τόσο πολύτιμο για σένα; Να σε συγχωρήσω που επειδή εσύ ήσουν ανίκανος να αγαπήσεις τη δική σου κόρη μου στέρησες τη δική μου! Σκέψου πόσο άδειος, πόσο τιποτένιος είσαι, Νταλ! Εσύ και η γυναίκα σου φέρατε στον κόσμο ένα θαύμα κι αντί να το αγαπάτε και να το προστατεύετε το περιφρονούσατε και το πληγώνατε! Αλλά έννοια σου, έννοια σου κι απόψε πληρώνονται όλα! Έχασα ήδη πολύ χρόνο. Ώρα να φεύγεις επιτέλους και ν’ απαλλάξεις τον κόσμο από την άθλια ύπαρξή σου που δεν ωφέλησε ποτέ κανέναν!»

Σήκωσε το πιστόλι και σημάδεψε το στήθος του Νταλ σταθερά.
«Στάσου, Μπλομ!» φώναξε εκείνος, με μια ξαφνική αναλαμπή στα μάτια. «Τα παιδιά μου...»
«Τα παιδιά σου είναι δικά μου τώρα πια» απάντησε σκληρά ο Μπλομ. «Κι η γυναίκα σου το ίδιο. Θα την στείλω στο πιο απομακρυσμένο μοναστήρι, να ντυθεί στα μαύρα και να γεράσει εκεί μέσα, ολομόναχη, μετανιώνοντας κάθε μέρα για την αμαρτία της να δώσει το ίδιο της το σπλάχνο στην αγκαλιά του Θανάτου!»
Πήρε μια ανάσα.
«Οι τελευταίες σου λέξεις;» ρώτησε.
«Μπλομ, σε παρακαλώ...»
«Αντίο, Νταλ.»

Δύο απανωτοί πυροβολισμοί αντήχησαν στο στενό αμπάρι. Το πουκάμισο του Νταλ βάφτηκε με αίμα. Το πρόσωπό του πάγωσε σε μια έκφραση απόλυτου τρόμου, πόνου και αγωνίας κι έτσι έμεινε καθώς το σώμα του έπεφτε μ’ έναν κρότο στο ξύλο του καραβιού, άψυχο και νεκρό. Η τελευταία του σκέψη πριν η ψυχή του δραπετεύσει από το κουφάρι του ήταν όλως περιέργως η Κλάρα, αν και δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει. Ο Μπλομ κατέβασε το όπλο και τον πλησίασε. Έσκυψε δίπλα του κι έλεγξε αν η καρδιά του ακόμα χτυπούσε. Ψύχραιμα διαπίστωσε τον θάνατο και χαμογέλασε μακάβρια. Για μια στιγμή σκέφτηκε να του κλείσει τα βλέφαρα που είχαν μείνει ανοιχτά, αλλά εγκατέλειψε αυτήν την πρόθεση σχεδόν αμέσως μόλις του ήρθε.
Κοίταξε το ρολόι του. Δεν έπρεπε να χάνει άλλο χρόνο. Συμμαζεύοντας τη στολή του, ξεκρέμασε το φανάρι από τη θέση του και το πέταξε με δύναμη στο πάτωμα.

Το καραβόξυλο άρπαξε αμέσως. Οι φλόγες ξεκίνησαν να γλύφουν κάθε γωνιά του δωματίου ηδονικά, άπληστα, κι όσο περισσότερο ξύλο καταβρόχθιζαν, τόσο μεγάλωναν και τόσο πιο πολύ λαμπύριζαν. Κύκλωσαν το πτώμα του Άλφρεντ Νταλ, που σε λίγο θα μετατρεπόταν σε στάχτη. Ο καπετάνιος Μπλομ άνοιξε την πόρτα που είχε κλειδώσει πυροβολώντας την κλειδαριά, για να τις βοηθήσει καθώς θα εξαπλώνονταν σε ολόκληρο το πλοίο και θα το κατέστρεφαν. Έτσι, μέσα στην πύρινη χίμαιρα που είχε ελευθερώσει, κόλλησε το πιστόλι αυτή τη φορά στον κρόταφό του. Κοίταξε ψηλά με δάκρυα στα σκληρά του μάτια και πρόφερε ξέπνοα:
«Το ξέρω, κι οι δυο μας θα καούμε στην Κόλαση, αλλά τουλάχιστον σ’ αυτή τη ζωή, εγώ τον εκδικήθηκα. Σ’ ευχαριστώ οποίος κι αν είσαι. Και Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με.»

Ακούστηκε ένας τρίτος πυροβολισμός, ο τελευταίος. Ο Έιναρ Μπλομ έπεσε πίσω ανάσκελα, έχοντας κλείσει ήδη από πριν τα μάτια του. Το ύφος του έμοιαζε λυπημένο• είχε σκεφτεί την Άγκνες και τον Βάλτερ και το πώς θ’ αντιδρούσαν στα νέα του θανάτου του. Κι έτσι οι φιλόδοξοι τυχοδιώκτες που αναζητούσαν έναν παραμυθένιο θησαυρό, οι άπληστοι κυνηγοί του πλούτου και της τρέλας, οι αφεντάδες του Μπέλουα, ενός φαλαινοθηρικού που δεν κυνηγούσε φάλαινες αλλά θρύλους, θα καίγονταν μαζί στο φλεγόμενο σκαρί τους. Και δε θα μπορούσε κανείς να το ξέρει αυτό, γιατί δε θ’ απόμενε από κανέναν τους τίποτα πέρα από στάχτη κι από τις μνήμες που είχαν αφήσει όσο ζούσαν.

Ο ψαράς που είχαν ανταμώσει πριν είδε τη φωτιά από μακριά. Και μόλις κατάφερε να ξεπεράσει τη σαστιμάρα του, άρχισε να τρέχει προς τον πιο κοντινό δρόμο στο λιμάνι φωνάζοντας πως ένα πλοίο καιγόταν. Ήταν ο δρόμος όπου βρισκόταν το πανδοχείο που έμεναν οι πέντε ναυτικοί, και λίγο πιο πάνω τα δανέζικα γραφεία της Βόρειας και Βαλτικής Εμπορικής Εταιρείας. Σε λίγο όλο το λιμάνι θα βρισκόταν σε αναμπουμπούλα και πανζουρλισμό, μα αυτό υπήρχαν δύο άντρες που δεν θα το γνώριζαν ποτέ, κι ας το είχαν εκείνοι προκαλέσει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Νομίζω πως το κεφάλαιο αυτό ήταν ιδιαίτερα έντονο. Θα ήθελα να ακούσω τα συναισθήματα και τις σκέψεις σας, αν το περιμένατε ή όχι, και γενικά ό,τι θέλετε να πείτε.

Στην αρχή είχα σχεδιάσει η κόρη του Μπλομ να ζει και να είναι η ανώνυμη κοπέλα που συναντήσαμε στο πρώτο μέρος του 4ου κεφαλαίου, τότε που γνωρίσαμε τον Γιόνας για πρώτη φορά. Αλλά το μετάνιωσα. Θα ήταν βάρβαρο και για εκείνη και για τον πατέρα της να αυτοκτονήσει νομίζοντας πως είναι νεκρή (ίσως και υπερβολικά δραματικό, αν με ρωτάτε).

Αυτά ήθελα να πω, η συνέχεια όσο πιο γρήγορα μπορέσω!
Να είστε πάντα καλά, αγαπημένα μου πλάσματα :)

Continue Reading

You'll Also Like

127K 5.2K 56
Liam και Sophia Έχετε ακούσει που λένε η ζωή τα φέρνει τούμπα? Ε αυτό έγινε και σε αυτούς τους δύο Είχαν την υπεροχή σχέση αλλά υπάρχουν άνθρωποι πο...
2.5K 275 22
Η Ελίνα Παπαϊωάννου τελείωσε το λύκειο και περνάει το τελευτέο καλοκαίρι πριν τις σπουδές της, στην γιαγιά της στην Ρόδο,μαζί με τον μικρό αδελφό και...
97.7K 4.8K 37
"Είσαι γλυκούλης τελικά" του λέω και τον πειράζω στα μάγουλα "Και εσύ ηλίθια" μου λέει γελώντας "Ορίστε?" απομακρύνομαι από την αγκαλιά του "Η δικιά...