Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλα...

By Marypap04

6.3K 817 3.8K

Στη Φιλανδία της δεκαετίας του 1850, ένας πλούσιος ξεπεσμένος ιδιοκτήτης εμπορικής εταιρείας κι ο πρώην καπετ... More

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού
Playlist
Φιλική σημείωση
Αφιέρωση
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Ι)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (V)
Β' μισό βιβλίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (V)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Ι)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
Ευχαριστίες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (V)

97 9 60
By Marypap04

Καθώς βράδιαζε για τα καλά και το πλοίο συνέχιζε την πορεία του, ένα πολύ φιλόδοξο μάτι θα μπορούσε να διακρίνει με τη βοήθεια του φωτός τη στεριά του Άαλμποργκ να σκάει μύτη από πολύ μακριά. Χρειαζόταν ίσως και λίγη φαντασία, ίσως και λίγη ανυπομονησία να φτάσει το καράβι στον επόμενο προορισμό του. Όμως το μετά, αυτό κατά βάθος όλους τους τρομοκρατούσε. Πόσο μάλλον τώρα, που το πλήρωμα ολόκληρο είχε μάθει για τον Ολλανδό και την αναζήτηση του θησαυρού. Το ίδιο βράδυ και το επόμενο θα άρχιζαν ήδη μεταξύ των ναυτικών να ψιθυρίζονται όλες οι διαφορετικές ιστορίες και εκδοχές που γνώριζαν για το θρυλικό πλοίο. Ιστορίες για τρελούς καπετάνιους που τα έβαζαν με τον ίδιο τον διάβολο, για φαντάσματα, για γυναίκες που θα απάλυναν με την αγάπη τους την ψυχή του κολασμένου πλοιάρχου. Θα περιέγραφαν οπτασίες του πλοίου, τυλιγμένες σε υπερφυσική ομίχλη και αλλόκοτες λάμψεις φωτός που έσκιζαν τα σύννεφα κι έφταναν ως το νερό της θάλασσας, κάνοντάς το να αναταραχτεί σε πανίσχυρες τρικυμίες. Ήταν η δυσοίωνη δύναμη του αιμοδιψή Ολλανδού καπετάνιου και του πληρώματός του, που γύρευαν να παρασύρουν στη δική τους σκοτεινή μοίρα κι άλλα πλεούμενα.

Ως και ο Νταλ κόντευε να πιστέψει όλους αυτούς τους μύθους πια. Στην καμπίνα του γιου και της κόρης του, βυθισμένος στη σιωπή και το σκοτάδι, καθόταν σ’ ένα από τα κρεβάτια. Ο Λούκας είχε αποκοιμηθεί πάνω στα γόνατά του κι εκείνος του χάιδευε τα μαλλιά αφηρημένος. Η κόρη του δεν έλεγε να φανεί. Σκέφτηκε πως θα ήταν με τον Βάλτερ. Τον είχε όντως εξαντλήσει αυτή η ιστορία• θα το άφηνε πάνω της. Ένα δικό της λάθος δε θα του κόστιζε τίποτα• εξαρχής ο ερχομός της στην οικογένεια δεν ήταν τίποτε πέρα από ένα λάθος. Αν δεν είχε γεννηθεί εκείνη τη νύχτα του 1835 εκείνη, αν είχε γεννηθεί ένα αγόρι, πολλά δε θα είχαν συμβεί, πολλά για τα οποία μέρες τώρα τρωγόταν με τους φόβους του. Ίσως να μην σκότωνε την Έμπα με τις πράξεις του. Ίσως να μην έφτανε στο σημείο να πάρει τη Λίλυα με το ζόρι. Ίσως να μην πέθαινε, ίσως το παιδί της να μην είχε χαθεί ποτέ, άγνωστο για πού. Ήταν μεγάλη ειρωνεία που ο Νταλ αγνοούσε ότι αυτό το παιδί βρισκόταν μια ανάσα μόλις μακριά του. Ότι αν κατέβαινε στο εσωτερικό του καραβιού και σταματούσε στο ένα απ’ τα μοναδικά δύο φωτισμένα αμπάρια, θα τον έβλεπε κατευθείαν εκεί, μεγαλωμένο κι ολοζώντανο.

Ο Γιόνας ήταν ξαπλωμένος ξανά στην ίδια ξύλινη τάβλα που τον είχε φιλοξενήσει αναίσθητο τις πρώτες του ώρες στο Μπέλουα. Πόσος καιρός είχε περάσει; Καθισμένος δίπλα του, ο Μάρκους έβρεχε το πιο καθαρό πανί που είχε καταφέρει να βρει στο πλοίο με βότκα και προσπαθούσε κάπως να του καθαρίσει τις φρέσκες πληγές από το μαστίγιο, κάτι που ομολογουμένως δεν είχε πάντα επιτυχία.
«Διάολε, αν δεν σταματήσεις να κουνιέσαι, ορκίζομαι ότι θα σε καρφώσω εδώ πάνω!»
Ο Γιόνας ανασηκώθηκε ελάχιστα και τον κοίταξε απότομα.
«Μα πονάει! Επίτηδες το κάνεις;» γκρίνιαξε σαν μικρό παιδί.
Ο Μάρκους του έσπρωξε το κεφάλι προς τα κάτω, αναγκάζοντάς τον να ξαπλώσει ξανά.
«Κοιτάξτε εδώ έναν γενναίο δαμαστή των Επτά Θαλασσών!» κορόιδεψε και συνέχισε τη δουλειά του, μόνο λιγάκι πιο προσεκτικά. «Πραγματικά λυπάμαι τον φίλο σου τον Ίνγκβαρ που σε φρόντιζε όταν σε μαστίγωνε εκείνος ο τρελάρας ο Νορβηγός.»
Ο Γιόνας δεν απάντησε τίποτα. Όσο ο Μάρκους τον βοηθούσε με τις πληγές τους, και μ’ αφορμή τη συμφιλίωσή τους, του είχε πει τα πάντα. Όλη του την ιστορία, από την αρχή μέχρι το τέλος. Πλέον αισθανόταν ότι τον εμπιστευόταν, κι ο Μάρκους το ίδιο. Μοιράστηκε κι εκείνος κάποιες δικές του αναμνήσεις από το παρελθόν, από παλιότερα ταξίδια του, από τη χαμένη του οικογένεια.

Το χέρι του ακούμπησε τον ώμο του νεαρού του συναδέλφου.
«Τελειώσαμε» είπε. «Μη σηκωθείς για λίγο. Θα σου φέρω άλλο πουκάμισο από τα ρούχα σου, πρώτα όμως έχεις να μου πεις κάτι σημαντικό.»
Ο Γιόνας τον κοίταξε απορημένος.
«Και τι είναι αυτό;» ρώτησε.
«Άκουσε» αναστέναξε ο Μάρκους, «δε χωράνε χαζομάρες τώρα που μου τα είπες όλα. Πέρασες τα χειρότερα εξαιτίας του Νταλ, έχασες το μοναδικό σου στήριγμα στον κόσμο, κι όμως με την κόρη του είσαι ερωτευμένος;»
Ο Γιόνας το σκέφτηκε για λίγο.
«Ναι» είπε τελικά. «Ή μάλλον όχι...Δεν ξέρω, Μάρκους. Δεν ξέρω τι πάει να πει έρωτας, δεν ξέρω αν εγώ μπορώ να το νιώσω, όμως τη σκέφτομαι συνέχεια, μέρα και νύχτα, και κάθε φορά που τη βλέπω θέλω όλο και περισσότερο να την κρατήσω στα χέρια μου, να την αγκαλιάσω, έστω και μόνο αυτό. Δεν έχω ξανανιώσει έτσι για καμιά γυναίκα, ποτέ μου. Κάτι την κάνει τόσο διαφορετική. Μπορεί και να είναι ο έρωτας.»
Ο Μάρκους κούνησε το κεφάλι του.
«Την έχεις πατήσει για τα καλά» του απάντησε καλοσυνάτα. «Και με τις δύο έννοιες. Είσαι τρελός για εκείνη• βέβαια, δεν ξέρω, ίσως και να είναι κάτι σύντομο.»
«Ίσως.»
«Πάντως, εκείνη ανταποκρίθηκε όταν προσπάθησες να τη φιλήσεις» έκανε ο Μάρκους σκεφτικός.
Ο Γιόνας κάγχασε.
«Ναι. Μπορεί και να νόμιζε πως ήμουν ο ξανθός ιππότης της ο Βάλτερ» είπε ειρωνικά.
«Τον ζηλεύεις, έτσι;» χαμογέλασε ο συνάδελφός του.
«Δε φαντάζεσαι πόσο. Και μόνο που τον κοιτάζει έτσι, μου ’ρχεται να...δεν ξέρω κι εγώ τι να κάνω.»

Ο Μάρκους κούνησε το κεφάλι.
«Καταλαβαίνω. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να προσέχεις, μικρέ κοκκινοτρίχη» παρατήρησε. «Σκέψου τι θα γίνει, τι θα μπορούσε να γίνει αν σε αναγνώριζε ο πατέρας της και καταλάβαινε ότι έχεις αισθήματα για εκείνη. Σκέψου να το μάθει αυτός ο Κάρλσον, που κι εσύ κι εγώ ξέρουμε και βλέπουμε ότι έχει κερδίσει το ενδιαφέρον της και σε λίγο πάει να την αρραβωνιαστεί. Αν νομίζεις ότι το μαστίγωμα είναι το χειρότερο που μπορεί να σου κάνει ο Μπλομ, τότε γελιέσαι. Σκοπεύεις να το ρισκάρεις;»
Ο Γιόνας αναστέναξε.
«Αν δεν το θέλει εκείνη, τότε ποιο το νόημα;» αναρωτήθηκε.

Αφήνοντας μια κουρασμένη ανάσα, ξάπλωσε στην τάβλα κι έκλεισε τα μάτια του. Ο Μάρκους τον κοιτούσε σιωπηλός. Άγγιξε το χέρι του για λίγο υποστηρικτικά. Έμοιαζε εξαντλημένος και ήταν πιο ζεστός από το κανονικό. Κάποια πληγή δεν είχε μάλλον γλιτώσει τη μόλυνση κι ένας ελαφρύς πυρετός ανέβαινε σιγά σιγά. Έψαξε στον μπόγο με τα πράγματά του και γύρισε κοντά του μ’ ένα φθαρμένο μπλε πουκάμισο• το δεύτερο από τα τρία που του ανήκαν μόλις πριν λίγο.
«Ορίστε• βάλε αυτό και κάτσε να ξεκουραστείς» τον συμβούλεψε.
«Μα έχω βάρδια στο κατάστρωμα απόψε» είπε ο Γιόνας καθώς ανασηκωνόταν και φορούσε το ρούχο με προσοχή.
«Μη με διαολίζεις» τον κοίταξε ο Μάρκους λοξά. «Μείνε εδώ και κοιμήσου. Θα στείλω κάποιον άλλον.»

Βγήκε από το αμπάρι κι ανέβηκε προς τα πάνω. Οι σκέψεις είχαν γίνει ένα μπερδεμένο κουβάρι στο μυαλό του.
Σ’ ένα γειτονικό δωματιάκι, ο Φρανς και ο Σάμι βρίσκονταν εδώ και ώρα στο πλάι του Ελίας, που ήταν στη χειρότερη κατάσταση απ’ όλους. Τον είχαν βάλει ανάσκελα πάνω σ’ ένα στρώμα αυτοσχέδιο, φτιαγμένο από σακιά. Το κορμί του ολόκληρο έτρεμε ακόμα από τον πόνο και την τρομάρα κι από τα χείλη του έβγαιναν πνιχτοί λυγμοί. Μουρμούριζε πού και πού και κάτι ασυνάρτητα πράγματα για άλλους ναύτες που θα τον ταπείνωναν και θα τον χτυπούσαν αν μάθαιναν πόσο είχε φοβηθεί και λιποψυχήσει την ώρα της τιμωρίας του. Τα μάτια του γυάλιζαν μ’ έναν τρόπο που φανέρωνε πως τον είχαν καταβάλει οι παραισθήσεις• ήταν σχεδόν σίγουρο πως δεν έβλεπε ούτε άκουγε τίποτα γύρω του, βυθισμένος σε άσχημες εικόνες του παρελθόντος.
«Τι να πέρασε άραγε πριν βρεθεί εδώ ο κακομοίρης...» μουρμούρισε ο Φρανς, που καθόταν στο ένα του πλάι, και ο νάνος, από το άλλο, έγνεψε σκυθρωπός πως συμφωνούσε.

Ήταν σχεδόν εφιαλτική η ησυχία που είχε το Μπέλουα μετά την καταιγίδα της ανταρσίας. Ο Έιναρ Μπλομ, μόνος, έστεκε σε μια γωνιά στην πλώρη και κάπνιζε. Όσοι ναυτικοί τύχαινε να πλησιάσουν εκείνο το σημείο, άλλαζαν δρόμο αμέσως μόλις τον διέκριναν. Εκείνος δεν έλεγε ούτε έκανε τίποτα, παρά μονάχα άφηνε ένα εσωτερικό ικανοποιημένο χαμόγελο. Τώρα πια μπορούσε να είναι ήρεμος μέχρι το τελικό στάδιο του σχεδίου. Δε θα τον αμφισβητούσε κανένας ξανά. Γιατί κανείς δεν αμφισβητεί ούτε και τολμά να προκαλέσει κάποιον που τρέμει. Κι ο Μπλομ ήταν βέβαιος πως μετά τα σημερινά, οι ναύτες του τον έτρεμαν. Ω, πάντα του άρεσε αυτό. Δε φημιζόταν ποτέ στους κύκλους των θαλασσινών για την επιείκεια ή την φιλική του διάθεση προς τους ναύτες κι ούτε θα το ήθελε. Ήταν φύσει αδύνατον άλλωστε να κουμαντάρει με την επιείκεια και τη φιλική διάθεση μια αγέλη από άντρες του δρόμου εθισμένους στη βότκα, τον έρωτα και τους καυγάδες.
Καθώς φυσούσε τον καπνό σε και τον παρακολουθούσε με υπομονή και αφοσίωση να διαλύεται μέσα στην αγκαλιά της νυχτερινής ομίχλης, άκουσε βήματα πίσω του. Ήταν τα βήματα του ανιψιού του. Χαμογέλασε, αυτή τη φορά και εξωτερικά.
«Καλώς τον καρδιοκατακτητή» είπε χωρίς να γελάει.
Ο Βάλτερ έφτασε δίπλα του κι έσκασε ένα ντροπαλό χαμόγελο. Ο θείος του συνοφρυώθηκε. Πρώτη φορά του φαινόταν τόσο ξένη στο πρόσωπο του ανιψιού του αυτή η γκριμάτσα. Τον εξέτασε για λίγο από πάνω μέχρι κάτω. Ο νέος απόρησε.
«Τι είναι;» ρώτησε αμήχανα.
«Έχεις αλλάξει, Βάλτερ» είπε σοβαρός ο Μπλομ. «Θα νομίζει η μάνα σου ότι σε δηλητηρίασα και της φέρνω πίσω τον σωσία σου.»
«Δεν καταλαβαίνω αν με κοροϊδεύεις ή αν μιλάς σοβαρά, θείε» έκανε ο Βάλτερ προβληματισμένος.
Ο Μπλομ τον κοίταξε κατάματα.
«Από νεογέννητο σε έχω στην αγκαλιά μου, ανιψιέ. Ξέρεις καλά πότε μιλάω σοβαρά» απάντησε.

Σώπασαν για λίγο και οι δύο. Τα μάτια τους καρφώθηκαν στη σκοτεινή θάλασσα που τους περικύκλωνε από παντού. Ο Βάλτερ συλλογιζόταν αυτά που του είχε πει ο θείος του. Κι αν είχε πράγματι αλλάξει, τι σήμαινε αυτό; Τι ευθυνόταν για αυτό; Ίσως το ταξίδι. Ίσως η απομάκρυνση από τη στεριά για τόσο πολύ καιρό να είχε επιδράσει πάνω του με κάποιο τρόπο. Ήταν όμως και όλα όσα συνέβαιναν. Ήταν αυτό που αισθανόταν για την Κλάρα, δυνατό σαν φωτιά, συνοδευόμενο από μια παράλογη ζήλια, κι αν όχι για κάποιον συγκεκριμένα, για τον οποιονδήποτε, τον οποιονδήποτε που θα μπορούσε να την κερδίσει αντί για εκείνον. Ήταν φυσικά και κάτι άλλο.
Γύρισε στον θείο του.
«Πώς περίμενες να μην αλλάξω μετά από όλα όσα έμαθα; Μετά από όλη αυτή την ιστορία με τον Νταλ κι εσένα και το περίφημο σχέδιό σου;» τον ρώτησε με τη φωνή του να σπάει σε μερικά σημεία. «Γιατί μας τα κράτησες μυστικά όλα αυτά τόσα χρόνια, θείε;»

Ο Μπλομ δεν απάντησε αμέσως. Τα χείλη του σφίχτηκαν. Είχε καμιά δυο μέρες που είχε μιλήσει ανοιχτά στον Βάλτερ για τους σκοπούς του. Έπρεπε να τον προετοιμάσει. Δεν μπορούσε να φτάσει ως το τέλος ολομόναχος, ούτε και να ρισκάρει να βρει τον ανιψιό του απέναντί του στο όνομα του έρωτα.
«Όποιος κουβαλάει τέτοιο βάρος, Βάλτερ» άρχισε να λέει, «αργεί να το μοιραστεί. Σε εσένα το είπα για λόγους που κατανοείς. Είναι και που είσαι σαν γιος μου, όμως χρειάζομαι τη βοήθειά σου κυρίως. Αφού αγαπάς αυτήν την κοπέλα, είσαι ο μόνος που μπορεί να τη σώσει όταν φτάσει η στιγμή που ξέρουμε και οι δύο ότι πλησιάζει πολύ γρήγορα.»
Ο Βάλτερ αναστέναξε.
«Θείε, είναι αλήθεια ανάγκη να το κάνεις αυτό;» ρώτησε.
«Είναι» απάντησε ο Μπλομ. «Μόνο έτσι θα ηρεμήσω. Μόνο όταν αποδοθεί δικαιοσύνη. Δεν μπορώ να περιμένω την άλλη ζωή και να μας βλέπω και τους δυο στην Κόλαση, ίσους κι όμοιους. Ας γίνει σε αυτή τη ζωή λοιπόν ό,τι πρέπει να γίνει. Και τώρα, σε παρακαλώ, ας αλλάξουμε συζήτηση. Δεν είμαι διατεθειμένος να ρισκάρω να μας ακούσει κανείς και να βρούμε ξανά τον μπελά μας.»
«Πολύ καλά» είπε ο Βάλτερ.

Αργά κατά τα μεσάνυχτα, το κατάστρωμα είχε σχεδόν αδειάσει. Οι μόνοι εκεί πάνω ήταν δυο τρεις ναύτες που είχαν βάρδια, ο Βάλτερ με τον Μπλομ που φλυαρούσαν σχετικά με το οτιδήποτε σκοτώνοντας τη μοναξιά και την αϋπνία τους, και η Κλάρα, που σκότωνε τη δική της σε μια όσο το δυνατόν δυσδιάκριτη γωνία διαβάζοντας ένα βιβλίο, ή καλύτερα προσπαθώντας να το διαβάσει. Τα λόγια του πατέρα της και του Βάλτερ της έκαναν διαρκώς επίθεση, η μία λέξη μετά την άλλη, και την έριχναν σε συλλογισμό. Πάλευε να βάλει ξανά τη λογική της να δουλέψει, κόντρα στην καρδιά της που διαρκώς ξεστράτιζε κι επαναστατούσε.
Σε λίγο, σε μία μέρα, δύο το πολύ, θα έριχναν άγκυρα στο Άαλμποργκ. Από κει και μετά, ξεκινούσε η αναζήτηση του θησαυρού. Ένας μήνας κόντευε να κλείσει, ένας ολόκληρος μήνας μακριά από το Ελσίνκι, μακριά από το σπίτι της κι όλα όσα ήταν οικεία εκεί: τον πύργο, την παραλία, τη σάλα με το πιάνο, τους υπηρέτες που ήξερε από παιδί, ακόμα και τη Λίζμπεθ και τα μαθήματα κεντήματος και ραπτικής της. Ακόμα κι αυτά της έλειπαν. Και δεν ήξερε πότε θα τα ξανάβλεπε κι αν θα τα ξανάβλεπε.

Αν την ζητούσε ο Βάλτερ, αν του έλεγε το ναι, μια εντελώς καινούργια ζωή θα ξεκινούσε για εκείνη. Δεν ήξερε αν ήταν έτοιμη. Δεν ήξερε αν ήταν έτοιμη να αφήσει τον Λούκας, να ξεχάσει τις αναμνήσεις του παλιού της σπιτιού, τις ευχάριστες τουλάχιστον. Αχ, ας είχε προλάβει η Βίλμα να της δώσει κάποια συμβουλή και για τον γάμο, εκτός από τον έρωτα! Ήταν στην κατάλληλη ηλικία για να παντρευτεί και να γίνει μητέρα, κι όμως δεν αισθανόταν καθόλου σίγουρη γι’αυτό το βήμα. Όσο θλιβερή κι άσχημη κι αν ήταν η ζωή της πριν, ένιωθε αδύναμη να της γυρίσει ξαφνικά την πλάτη και να την εγκαταλείψει. Χώρια που φοβόταν ότι η απουσία της θα ήταν το τελειωτικό χτύπημα για τον Λούκας, που ο πατέρας τους ήδη είχε αρχίσει να προσπαθεί να τον μετατρέψει σ’ ένα μικρό αντίγραφο του εαυτού του.

Εκείνη τη στιγμή, ο Γιόνας, έχοντας βαρεθεί να ξαπλώνει ολομόναχος στο αμπάρι, ανέβαινε στο έρημο κατάστρωμα προσπαθώντας να αγνοήσει τις σουβλιές από τις πληγές του και τον πυρετό που σιγόκαιγε. Η Κλάρα τον είδε από μακριά, κι ένιωσε την καρδιά της να κλοτσάει. Την είδε κι εκείνος. Έμειναν για λίγο να κοιτάζονται, σαν να αναρωτιόταν κι ο ένας κι η άλλη αν έπρεπε να κάνουν το επόμενο βήμα ή να απομακρυνθούν τώρα που ήταν νωρίς. Ήξεραν όμως ήδη κι οι δυο τους κάπου μέσα τους ότι θα διάλεγαν αναπόφευκτα το πρώτο.
Ο Γιόνας την πλησίασε• δε σταμάτησε πολύ κοντά της.
«Δεν έχεις ύπνο;» τη ρώτησε σιγανά.
Ήταν η πρώτη ίσως φορά που μιλούσαν μεταξύ τους έτσι, σαν να μην συνέβαινε τίποτα, σαν δυο απλοί γνωστοί που συζητούσαν. Η Κλάρα έγνεψε αρνητικά, κλείνοντας το βιβλίο της μ’ έναν αναστεναγμό.
«Όχι» είπε. «Εσύ;» έκανε μετά. «Είσαι καλά; Για το...» και έκανε μια όσο πιο παραστατική χειρονομία μπορούσε.
«Ω, ναι. Καλά είμαι» απάντησε ο Γιόνας κάπως αμήχανα. «Δεν είναι η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που με χτυπάνε, οπότε...»

Την πλησίασε κι άλλο. Καθόταν σ’ ένα από τα άδεια βαρέλια. Δίπλα του ήταν πεταμένο ένα ξύλινο κουτί.
«Μπορώ;» είπε και της το έδειξε.
Προσπάθησε να διαβάσει την αντίδρασή της. Κοίταξε τα μάτια της. Άραγε τον φοβόταν ακόμα; Άραγε ήθελε να τρέξει μακριά του;
«Ναι» του απάντησε κι όλες αυτές οι υποψίες διαλύθηκαν.
Κάθισε κοντά της. Αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να της πει αυτό που ήθελε. Αν ήταν πράγματι να γίνει γυναίκα του Βάλτερ, τότε ίσως έπρεπε να της το εξομολογηθεί τώρα. Η αγωνία που ένιωθε κοντά της ήταν απερίγραπτη. Ποτέ άλλοτε δεν τον είχε καταβάλει τέτοιο συναίσθημα.
Το μάτι του έπεσε στο βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της. Έγειρε στο πλάι για να το δει καλύτερα.
«Ημερολόγιο ταξιδιού είναι αυτό;» τη ρώτησε δείχνοντάς το.
Η Κλάρα κοίταξε ξαφνιασμένη πρώτα το βιβλίο κι ύστερα εκείνον.
«Ναι» χαμογέλασε. «Του παππού μου. Όπως φαίνεται αγαπούσε πολύ τη θάλασσα. Τουλάχιστον ξέρω από πού το κληρονόμησα.»

Το βλέμμα της χαμήλωσε. Δεν ήθελε να δείχνει μπροστά του ότι ήταν ανήσυχη, ήξερε ότι δεν μπορούσε παρά να το δει κι ότι θα τη ρωτούσε.
«Εσύ είσαι καλά;»
Ανασήκωσε τους ώμους της.
«Γιατί να μην είμαι;» ρώτησε κι η φωνή της πάλευε να μείνει σταθερή.
Ο Γιόνας μειδίασε με νόημα.
«Σωστά» είπε. «Άκουσα ότι εσύ και ο ανιψιός του καπετάνιου σύντομα θα αρραβωνιαστείτε. Είναι αλήθεια;»
Το καταφατικό της νεύμα τον πόνεσε πιο πολύ κι από το μαστίγιο του Μπλομ πάνω στο δέρμα του.
«Θα με ζητήσει αύριο, σίγουρα. Και νιώθω ότι ο πατέρας μου θα δεχτεί αυτή τη φορά» αναστέναξε η Κλάρα.
«Είσαι ευτυχισμένη γι’αυτό;»

Στράφηκε ξανά και τον κοίταξε στα μάτια. Ασυναίσθητα, έσφιξε κοντά στο στήθος της το βιβλίο.
«Γιατί όλοι μου το ρωτάτε αυτό;» είπε χαμηλόφωνα, σαν να μονολογούσε.
«Όλοι;» απόρησε ο Γιόνας σηκώνοντας τα φρύδια του.
«Κι ο πατέρας μου προηγουμένως τα ίδια μου έλεγε» εξήγησε η Κλάρα. «Αν αισθάνομαι ότι...ξέρεις κάτι, δεν έχει σημασία. Ξέχνα ότι το είπα.»
Η αναφορά στον πατέρα της ξύπνησε μια προηγούμενη σκέψη της. Αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν να ήθελε ν’ αποφασίσει πως όντως θα το έλεγε.
«Ώστε τελικά σας δέχτηκε ο πατέρας σου...» την πρόλαβε εκείνος.
Του χαμογέλασε κουρασμένα.
«Δεν το πίστευες ούτε εσύ, ε;»
«Μετά απ’ το πώς σου φέρθηκε, όχι» απάντησε ο Γιόνας και, πολύ πιο σιγανά, πρόσθεσε: «Και μόνο γι’αυτό θα τον σκότωνα.»
Η Κλάρα τον άκουσε.
«Θα τον σκότωνες;» επανέλαβε. «Δεν το προσπάθησες ήδη;» βρήκε την ευκαιρία να κάνει την ερώτησή της.
Ένα ξαφνιασμένο βλέμμα έπεσε απότομα πάνω στο σοβαρό δικό της. Δεν ήθελε να της απαντήσει, το έβλεπε στην έκφρασή του. Κι όμως, έσκυψε το κεφάλι και είπε τελικά:
«Ναι, το προσπάθησα. Δε θέλω να σου λέω ψέματα. Όταν δέσαμε στο Βίσμπυ.»
«Εσύ λοιπόν μας ακολουθούσες» κοντανάσανε η Κλάρα.
«Εγώ» έγνεψε ο Γιόνας καταφατικά, σαν να αισθανόταν ένοχος, απέναντι σ’ εκείνη μονάχα. «Παραλίγο θα τα κατάφερνα• ο Μάρκους με σταμάτησε, εντελώς τυχαία. Αυτή ήταν η πρώτη κι η τελευταία μου προσπάθεια.»

Για λίγο, η Κλάρα δε μίλησε.
«Γιατί;» είπε μετά. «Γιατί δεν το ξανάκανες, αφού απέτυχες;»
Ο Γιόνας την ξανακοίταξε στα μάτια. Η καρδιά του πια χτυπούσε ανησυχητικά γρήγορα κι ένιωσε το δέρμα του να καίει, παρά το κρύο που πάγωνε τα πάντα γύρω του.
«Εσύ γιατί λες; Κάνεις ότι δεν ξέρεις ή θες απλά να το ακούσεις;» ρώτησε.

Η Κλάρα τότε ένιωσε και τη δική της καρδιά να επιταχύνει. Γέμισε ολόκληρη από ένα παράξενο, τρελό συναίσθημα, που δεν μπορούσε να το αναγνωρίσει. Ήταν τρόμος που είχε επιβεβαιωθεί η υποψία της; Ήταν αγωνία, μήπως λαχτάρα για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει αυτήν την επιβεβαίωση; Όχι, σκέφτηκε, ήταν αδύνατον. Ήταν αδύνατον αυτός ο άντρας, τόσο σκληρόκαρδος, τόσο μοναχικός και κλεισμένος στον εαυτό του, τόσο βουτηγμένος στο μίσος, τη βία των καραβιών και την δίψα της εκδίκησης στον πατέρα της...Κι όμως, τι λόγο είχε να της πει ψέματα; Και πώς μπορούσε εκείνη τάχα να τον αμφισβητήσει, μετά από όλα όσα είχαν προηγηθεί, τη νύχτα στο Βίσμπυ, τη στιγμή που την τράβηξε στο παραπέντε μακριά από έναν απελπισμένο θάνατο, το βράδυ που την προειδοποίησε για την ανταρσία και παραλίγο να...
«Δε μου είπες τίποτα για το πού θα μείνουμε στο Άαλμποργκ, θείε.»
«Διάολε, ναι! Πρέπει να ξεσκονίσω τα δανέζικά μου.»

Στο άκουσμα των δύο αντρικών φωνών και των βημάτων που όλο και τους πλησίαζαν, η Κλάρα και ο ναύτης τινάχτηκαν και οι δύο όρθιοι. Της Κλάρας της ξέφυγε το βιβλίο από τα χέρια, κι ο θόρυβος την άγχωσε ακόμα περισσότερο. Ήταν...
«Ο Βάλτερ και ο καπετάνιος Μπλομ!» είπε ξέπνοα. «Δεν μπορούν να μας δουν μαζί!»
Ο Γιόνας κοίταξε γύρω του. Τα βήματα είχαν φτάσει πια σχεδόν κοντά τους. Δεν είχε χρόνο να τρέξει. Το μάτι του έπεσε σε μια σκοτεινή γωνιά πίσω από το μεγάλο κατάρτι.
«Γρήγορα» ψιθύρισε, την έπιασε από το χέρι και κρύφτηκαν κι οι δυο τους στο σκοτάδι.

Ο Βάλτερ και ο Μπλομ πλησίασαν κι άλλο. Πλέον η Κλάρα μπορούσε να ξεχωρίσει τις μορφές τους, ακόμα και στο λιγοστό, αδύναμο φως της νύχτας. Στράφηκε μετά ξανά στον Γιόνας, που δεν είχε πάρει όλη εκείνη την ώρα τα δικά του μάτια από πάνω της. Η κρυψώνα ήταν στενή• ακουμπούσαν ο ένας πάνω στον άλλον. Ποτέ δεν είχαν βρεθεί τόσο κοντά, ούτε στην πρώτη τους συνάντηση στο Ελσίνκι, όταν κατά λάθος είχε βρεθεί πεσμένη στην αγκαλιά του. Της πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει ότι τώρα η αίσθηση του χεριού του γύρω από τη μέση της ήταν αληθινή, κι όχι δημιούργημα αυτής της κιόλας μακρινής ανάμνησης. Η ανάσα της βάρυνε• υπό άλλες συνθήκες ίσως να του φώναζε να την αφήσει, ίσως να καλούσε τον Βάλτερ, που στεκόταν τόσο κοντά τους, σε βοήθεια. Μα δεν το έκανε. Και αυτό που την τάραζε ήταν το ότι ίσως κατά βάθος δεν το ήθελε.
«Λοιπόν, δεν πας να κοιμηθείς;» είπε η φωνή του Μπλομ μακριά τους. «Είναι η μεγάλη μέρα αύριο άλλωστε.»
«Αν μας βρουν, είμαστε κι οι δυο νεκροί» ψιθύρισε η Κλάρα και χωρίς να το καταλάβει, σφίχτηκε πιο κοντά στον νεαρό ναύτη.

Πλέον το κεφάλι της ακουμπούσε στο στήθος του. Μπορούσε να νιώσει τους άστατους χτύπους της καρδιάς του. Ο Γιόνας αισθανόταν πως δεν άντεχε άλλο, πως ήταν ανάγκη πια και όχι επιθυμία για εκείνον να κάνει πράξη όλα όσα τόσο καιρό κρατούσε για εκείνη μέσα του. Την αγκάλιασε πιο σφιχτά. Το άλλο του χέρι ανέβηκε στο πρόσωπό της. Η Κλάρα τον κοιτούσε με αγωνιώδη προσμονή.
«Σε παρακαλώ, μην το κάνεις» είπε με τη φωνή της να σπάει.
Ο Γιόνας όμως κούνησε το κεφάλι του.
«Δεν μπορώ» απάντησε και όρμησε βιαστικά στα χείλη της.

Δε δυσκολεύτηκε να κάμψει την αντίστασή της• ίσως γιατί κι εκείνη δεν το πάλεψε και πολύ. Τα χέρια που στην αρχή προσπαθούσαν να τον σπρώξουν μακριά άρπαξαν τελικά με αυθόρμητη ένταση τους ώμους του. Δεν ήξεραν κι οι δυο να πουν τι ακριβώς τους έσπρωχνε σ’ αυτήν την απέλπιδα ένωση, την καταδικασμένη πριν καν συμβεί. Να ήταν έρωτας; Αμφέβαλλαν, για τους λόγους του ο καθένας. Η Κλάρα σκεφτόταν τον Βάλτερ, ο Γιόνας ήταν πεπεισμένος ότι δεν μπορούσε να ερωτευτεί όπως οι αριστοκράτες σαν εκείνον ή οι πρίγκιπες στα παραμύθια. Ήξεραν όμως, ό,τι κι αν ήταν αυτό, πως ήταν αδύναμοι, σαν μικρά παιδιά, να το σταματήσουν. Χωρίστηκαν, κοίταξαν ο ένας τον άλλον απελπισμένα και φιλήθηκαν ξανά, μ’ ακόμα περισσότερο πάθος και λαχτάρα, σαν να ήθελαν να αναπληρώσουν όλα εκείνα τα χαμένα παιδικά τους χρόνια, τότε που ζούσαν χωρισμένοι από την αυταρχικότητα του Νταλ, τις άκρως αριστοκρατικές συμβουλές της Βίλμα και την υποταγή της Λίλυα στην τάξη του κόσμου που είχαν αποφασίσει άλλοι, πιο ψηλά από εκείνη, τον γιο της, κι όλες τις πεινασμένες, βρώμικες και κατατρεγμένες ψυχές του δρόμου.

Είχαν χάσει την αίσθηση του χρόνου, ο Μπλομ και ο Βάλτερ είχαν πια απομακρυνθεί για τα καλά κι εκείνοι απόμεναν αγκαλιασμένοι στο σκοτάδι χωρίς να λένε τίποτα.
«Στάσου...» ψέλλισε κάποια στιγμή η Κλάρα, κάνοντάς τον να τραβηχτεί μακριά της ανήσυχος.
«Τι έκανα;» ρώτησε. «Σε πόνεσα;»
Και βλέποντας ότι δεν του απαντούσε, μαζεύτηκε κι άλλο κι έριξε χαμηλά τα μάτια του.
«Με συγχωρείς» μουρμούρισε.
«Όχι, δεν πειράζει» βιάστηκε να πει η Κλάρα λυπημένη.
«Εγώ φταίω» συνέχισε ο Γιόνας. «Με συγχωρείς, είμαι ανόητος, δεν ξέρω πώς να...» μπέρδεψε τα λόγια του και έπεσε καθιστός στο ξύλο μ’ έναν κουρασμένο αναστεναγμό.

Φοβόταν. Πρώτη φορά παραδεχόταν στον εαυτό του, μετά τον θάνατο της Λίλυα ότι φοβόταν. Φοβόταν γιατί δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει, ποιος έπρεπε να είναι. Έπρεπε να είναι ο γιος που μεγάλωσε, που έγινε άντρας και θα τηρούσε την υπόσχεσή του να ξεπληρώσει το αίμα της μητέρας του; Έπρεπε να ατενίσει τον κόσμο με την ίδια σκληρότητα που του φέρθηκε κι εκείνος; Ή έπρεπε να συνεχίσει να είναι αυτός που είχε γίνει εδώ, στο Μπέλουα, φίλος και σύντροφος, που είχε ανοίξει την καρδιά του, που δε φοβόταν να γελάσει, να τραγουδήσει, να παραδεχτεί πως ερωτεύτηκε; Ποιος θα του έδειχνε τον δρόμο; Κι αν έπρεπε να τον βρει μόνος, τότε πώς θα το κατάφερνε;

Η Κλάρα έσκυψε δίπλα του. Με πολύ δισταγμό και με την καρδιά της να τρέμει, έγειρε το κεφάλι της στο στέρνο του, και, νιώθοντάς τον να σκύβει για να την αγκαλιάσει, σήκωσε το άλλο της χέρι και το πέρασε μέσα από τα μαλλιά του. Τα χείλη του χάιδεψαν απαλά τον ώμο της, που τον άφηνε ελαφρώς ακάλυπτο το φόρεμα που φορούσε, το κάτω μέρος του λαιμού της, το σαγόνι της, μέχρι να ξαναφτάσουν τρυφερά στα δικά της χείλη. Καμία γυναίκα, σε κανένα λιμάνι, δεν είχε φιλήσει ξανά έτσι, τόσο γλυκά και προσεκτικά, λες και φοβόταν μην την σπάσει.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια.
«Από την πρώτη στιγμή» ψιθύρισε εκείνος αβέβαια, «ήσουν τόσο όμορφη. Όπως ακριβώς σε θυμόμουν.»
Η Κλάρα χαμογέλασε αχνά, αλλά πέρα για πέρα αληθινά.
«Τώρα είσαι κι εσύ όπως ακριβώς σε θυμάμαι» απάντησε. «Είναι καλύτερα όταν δεν το κρύβεις.»

Και παραδόθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου γαλήνια, με ένα απέραντο αίσθημα ανακούφισης να τους τυλίγει, εκτός από το σκοτάδι, την ομίχλη και την θαλασσινή ψύχρα. Το πλοίο πλησίαζε στο Άαλμποργκ όλο και περισσότερο. Μα κανέναν τους δεν ένοιαζε. Εκείνο το βράδυ, είχαν πάρει κι οι δύο αυτό ακριβώς που ζητούσαν - ακόμα κι αν δεν το ήξεραν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ω, ναι! Διπλό κεφάλαιο! Δέχομαι συγχαρητήρια, χειροκροτήματα, σοκολάτες, λουλούδια και λοιπά...

Χαχα, πλάκα σας κάνω, εννοείται!

Ξέρω φυσικά πόσο την περιμέναμε κι εμείς αυτή την ευλογημένη στιγμή, ωστόσο...τώρα αρχίζουν τα δύσκολα.

Μείνετε συντονισμένοι και τα λέμε!
Να είστε τόσο καλά όσο δεν ήσασταν ποτέ ξανά!

Μαρία :)

Continue Reading

You'll Also Like

823K 4.4K 4
''Όταν λες να χορέψω για να δουλέψω εδώ, εννοείς να κάνω στριπτίζ;''τον ρώτησε έντονα και τα μάτια της σχεδόν πετάχτηκαν από την έκπληξη. ''Ναι. Δέ...
347K 12.3K 29
- Είμαι έγκυος.... - Και εγώ τι θες να κάνω;; Τι συμβαίνει όταν δύο άνθρωποι συναντιούνται αλλά δεν ξέρουν ότι είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον;;...
790K 24.3K 33
Την ένιωσα να σφίγγεται και ένα κλαψουρισμα βγήκε από τα χείλη της τα οποία τόσο θέλω να φιλήσω αυτή την στιγμή αλλά προτρέχει η ιδέα μου Όσο κατέβα...
2.5K 275 22
Η Ελίνα Παπαϊωάννου τελείωσε το λύκειο και περνάει το τελευτέο καλοκαίρι πριν τις σπουδές της, στην γιαγιά της στην Ρόδο,μαζί με τον μικρό αδελφό και...