Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλα...

By Marypap04

6.3K 817 3.8K

Στη Φιλανδία της δεκαετίας του 1850, ένας πλούσιος ξεπεσμένος ιδιοκτήτης εμπορικής εταιρείας κι ο πρώην καπετ... More

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού
Playlist
Φιλική σημείωση
Αφιέρωση
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Ι)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (V)
Β' μισό βιβλίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (V)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (V)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Ι)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
Ευχαριστίες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙΙ)

72 10 38
By Marypap04

Μην έχοντας άλλη επιλογή, οι τέσσερίς τους ακολούθησαν σιωπηλά τον Νορβηγό και τους άλλους έξω από την καμπίνα και βγήκαν στο κατάστρωμα, όπου άπαντες είχαν συγκεντρωθεί υπό το φως φαναριών κι αναμμένων κομματιών ξύλου. Η εικόνα ήταν ομολογουμένως τρομακτική. Ολόκληρο το πλήρωμα, κάπου σαράντα με πενήντα άντρες, στεκόταν απέναντι στον καπετάνιο Μπλομ, ο οποίος δεν είχε στο πλευρό του παρά μονάχα έξι ναυτικούς. Στα βλέμματα των ναυτικών γυάλιζε μια αγριάδα πρωτόγνωρη, σ’ άλλων πάλι η αβεβαιότητα κι ίσως ο φόβος για το τι θα συνέβαινε. Με την ομίχλη να τους τυλίγει και τις κοκκινωπές σκιές της φωτιάς στα πρόσωπά τους, έτσι βρώμικοι κι αξύριστοι και ρακένδυτοι όπως ήταν, έμοιαζαν αιμοδιψείς, σαν νεκραναστημένοι, σαν το πλήρωμα του Ολλανδού που είχε εγερθεί από τον υγρό του τάφο.

Ωστόσο, ο Μπλομ έδειχνε να μην σημαδεύεται ούτε από τον παραμικρό φόβο, ούτε από το πιο μικρό ψήγμα ταραχής, μπροστά στον όχλο του πληρώματος που στεκόταν απέναντί του έτοιμος θαρρείς να τον καταπιεί. Έμοιαζε απόλυτα ψύχραιμος. Σαν να ήξερε ακριβώς τι να κάνει. Σαν, έκανε μια αυθόρμητη σκέψη η Κλάρα καθώς τον παρατηρούσε, να το περίμενε όλο αυτό. Ακόμα κι όταν οι δύο φίλοι του Λαρς, οι γεροδεμένοι γίγαντες, τον πλησίασαν βλοσυροί και τον άρπαξαν άγρια από τα μπράτσα σαν αιχμάλωτο, δεν αντέδρασε καθόλου. Δεν αντιστάθηκε. Ούτε καν μόρφασε. Και τον αρχηγό της ανταρσίας, που βγήκε αμέσως μετά μπροστά, τον κοίταξε κατάματα με θάρρος και μια υποψία ειρωνείας και λύπησης.
Για τους άλλους, βέβαια, δεν ίσχυε το ίδιο. Βλέποντας τον θείο του σ’ αυτήν την κατάσταση, ο Βάλτερ ήταν σχεδόν έτοιμος να πλησιάσει επιθετικά τους Νορβηγούς, μα τον σταμάτησαν.
«Βάλτερ, μείνε εκεί που είσαι. Δε χρειάζομαι βοήθεια» έκανε ο Μπλομ.
«Μια λάθος κίνηση και τον σκοτώσαμε, λόρδε» τον ειρωνεύτηκε και ο Λαρς. «Αν θέλεις το καλό του κάνε πίσω και μην ξανακουνηθείς.»
«Καθάρματα» μούγκρισε ο Βάλτερ. «Τι αξία νομίζετε πως έχετε;»
«Τι ζητάτε από τον καπετάνιο σας;» ρώτησε ο Άλφρεντ Νταλ σοβαρός και ανασήκωσε το φρύδι του, έχοντας βάλει τα χέρια του προστατευτικά γύρω από το μικρό κορμί του γιου του, ο οποίος κοιτούσε μπερδεμένος και φοβισμένος γύρω του.

Η Κλάρα τους πλησίασε.
«Πατέρα» απευθύνθηκε στον Νταλ, κι εκείνος την κοίταξε σκληρά, «ίσως ο Λούκας δε θα έπρεπε να βλέπει...»
«Τι;» την έκοψε ο μικρός της αδερφός αγχωμένος. «Στ’ αλήθεια θα σκοτώσουν τον καπετάνιο Μπλομ;»
Ο Λαρς γέλασε δυνατά, και πολλοί από το πλήρωμα τον ακολούθησαν. Ο Μάρκους τον έσφαζε με τα μάτια. Ο Γιόνας με τον μάγειρα και τον Ελίας αντάλλασσαν διαρκώς βλέμματα ανησυχίας, κάτι που δεν πέρασε ούτε από την Κλάρα απαρατήρητο. Θυμόταν άλλωστε ποιος την είχε από πριν ειδοποιήσει για την ανταρσία.
«Δεν υπάρχει λόγος» ακούστηκε η φωνή του Νορβηγού να τους καθησυχάζει υποκριτικά, «να φοβάται κανείς σας. Ούτε στάλα αίμα δεν πρόκειται να χυθεί, στον λόγο της τιμής μας, πάνω σ’ αυτό το κατάστρωμα, υπό την προϋπόθεση ότι ο καπετάνιος Μπλομ θα συναινέσει στα δίκαια αιτήματά μας. Διαφορετικά θα χρειαστεί να τον υποχρεώσουμε να το κάνει» κατέληξε κοιτάζοντας τον Μπλομ προκλητικά στα μάτια.
Εκείνος χαμογέλασε.
«Ακούω, λοιπόν» είπε. «Ποια στο διάολο είναι αυτά τα δίκαια αιτήματα για τα οποία έπρεπε να στήσετε όλο αυτό το πανηγύρι;»

Οι άντρες του Μπέλουα κοιτάχτηκαν. Ένας απ’ αυτούς έγνεψε στον Λαρς με νόημα.
«Πες του λοιπόν» έκανε, κι άλλα νεύματα ακολούθησαν.
Ο Νορβηγός χαμογέλασε και το πρόσωπό του έλαμψε απόκοσμα στο φως του αναμμένου ξύλου που κράταγε στο μπρατσωμένο χέρι του.
«Καπετάνιε Μπλομ» απευθύνθηκε δυνατά και καθαρά στον καπετάνιο, που εξακολουθούσε να τον κοιτάζει χωρίς ίχνος πανικού. «Μάθαμε πως η πραγματική αιτία του ταξιδιού μας, η οποία έμεινε κρυφή από το πλήρωμα, δεν είναι διόλου το κυνήγι φαλαινών, όπως σκόπιμα μας έκανες όλους, για να μας ρίξεις στάχτη στα μάτια, να πιστεύουμε. Εσύ, ο αξιότιμος έμπορος φίλος σου, καθώς και οι τρεις πιστοί σου ακόλουθοι, με επικεφαλής εσένα, Μάρκους. Έχοντας λοιπόν καταλάβει πια πως αυτό που κυνηγάμε στην πραγματικότητα είναι ένας αμύθητος θησαυρός κρυμμένος μέσα στο ναυάγιο του Ιπτάμενου Ολλανδού, καλούμε κι εσένα και τον Μάρκους και τους αριστοκράτες φίλους σου να αποδώσετε δικαιοσύνη. Μέχρι να φτάσουμε στον θησαυρό, θα παραδώσεις ολοκληρωτικά και χωρίς αντίσταση τη διακυβέρνηση του πλοίου στο πλήρωμα. Ο Μάρκους θα πάψει να είναι επικεφαλής, θα ορίσουμε εμείς κάποιον άλλον σε ηγετική θέση...»
Κοίταξε τριγύρω, όμως κανείς δεν ήταν τόσο ανόητος για να πιστέψει πως όντως έψαχνε κάποιον κατάλληλο γι’αυτήν την ηγετική θέση και δεν είχε ήδη κατά νου τον εαυτό του.
«Να υποθέσω» είπε ο Μπλομ πριν ο Νορβηγός ξαναρχίσει, «πως όταν φτάσουμε στον θησαυρό θέλετε βέβαια μερίδιο από τα πλούτη;»

Τους κοίταξε εξεταστικά όλους, μα στα μάτια του υπήρχε και κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό που έκανε την Κλάρα να ταραχτεί και ν’ ανησυχήσει. Μια σπίθα δαιμόνια, μια υποψία πονηριάς που την είχε κι όταν μιλούσε με τον πατέρα της για τον θησαυρό και τη μοιρασιά. Δεν πήρε καμιά απάντηση. Ήταν αυτονόητη. Και σκόρπισε το ρίγος στην παρέα του, προπάντων στον Νταλ κι αμέσως ύστερα στον Βάλτερ, που ένιωσε να του βαραίνει τους ώμους η επιβεβαίωση του κακού προαισθήματος που είχε εξαρχής ότι η ιστορία με τον θησαυρό δε θα τελείωνε καθόλου καλά.
Ωστόσο, αυτός που αντέδρασε πρώτος, εντελώς απρόσμενα, ήταν ο Λούκας.
«Αυτό είναι άδικο, δεν είναι;» γύρισε και ρώτησε τον πατέρα του. «Εμείς δεν βρήκαμε τον χάρτη πρώτοι;»
Ο Νταλ και η Κλάρα τον κοίταξαν κι οι δυο τρομοκρατημένοι. Ο Λαρς στην αρχή σάστισε, κι ύστερα έβαλε τα γέλια σαν να το διασκέδαζε χωρίς προηγούμενο. Οι υπόλοιποι του πληρώματος τον ακολούθησαν. Ήταν αλήθεια αστείο να τους την πέφτει ένα αγοράκι μισή μερίδα που δεν φορούσε καν τα ρούχα του.

Ο Νορβηγός τον πλησίασε νωχελικά.
«Τι πάει να κάνει;» ψέλλισε με φόβο ο Ελίας, ενώ ο Γιόνας αισθάνθηκε το αίμα του να παγώνει.
Ο Άλφρεντ Νταλ τον έκρυψε όπως μπορούσε πίσω του. Ο Βάλτερ βοήθησε κι εκείνος. Ο Λούκας χώθηκε στην αγκαλιά της αδερφής του, μετανιώνοντας που είχε μιλήσει πιο δυνατά απ’ όσο θα έπρεπε.
Ο Λαρς γονάτισε στο ύψος του.
«Βρε, βρε» έκανε. «Ώστε εδώ έχουμε έναν γενναίο, πριν καν ψηλώσει ακόμα! Καλύτερα να προσέχεις πού ανοίγεις το στόμα σου, μικρέ• η υπομονή μου εξαντλείται εύκολα, και αρκετοί εδώ στο πλήρωμα έχουν πολύ πιο βαρύ χέρι απ’ του πατέρα σου» πρόσθεσε γρυλίζοντας.
Ο Λούκας έκρυψε το πρόσωπό του στο φουστάνι της Κλάρας, που τον έσφιξε πάνω της και κοίταξε τον Νορβηγό άγρια, όπως είχε κοιτάξει κάποτε τον Νταλ στον πύργο του μια μητέρα, όταν την είχε απειλήσει με τη ζωή του παιδιού της.
«Τόλμα να τον αγγίξεις...» πήγε να πει.
«Και; Τι θα πάθω, όμορφη νεράιδα;» χαμογέλασε ειρωνικά ο Λαρς χτενίζοντας το σώμα της με τα μάτια του και κάνοντας ν’ απλώσει το ένα του χέρι.
Βιαστικά βήματα ακούστηκαν να μπερδεύονται από δυο πλευρές.
«Μην το διανοηθείς» μπήκε μπροστά στον Νορβηγό ο Βάλτερ.
«Μην κουνηθείς» γρύλισε ταυτόχρονα ο Μάρκους στον Γιόνας που έκανε να πλησιάσει, αρπάζοντας το χέρι του.

Ο Λαρς κοκκίνισε, νευριασμένος και πλημμυρισμένος από την αίσθηση ότι έπρεπε οπωσδήποτε να πάρει ξανά το πάνω χέρι, που είχε αρχίσει να χάνει.
«Λοιπόν, αυτό ήταν! Τέρμα τα παιχνίδια!» φώναξε σχεδόν, και τράβηξε από τη ζώνη του ένα μαχαίρι, μόνο και μόνο για να μπορέσει να δείξει πιο απειλητικός.
Η λεπίδα γυάλισε στο θερμό τεχνητό φως, κάνοντάς τους όλους να ανατριχιάσουν - εκτός ίσως από τον καπετάνιο Μπλομ.
Εκείνος ορθώθηκε αγέρωχα.
«Έχεις δίκιο» έκανε δυνατά. «Τέρμα τα παιχνίδια. Και συγκεκριμένα, τα δικά σου και των φίλων σου. Γιατί εγώ έχω να κάνω στο πλήρωμα μια πολύ καλύτερη πρόταση από τη δική σου.»

Σούσουρο επικράτησε. Όλοι άρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους.
«Μα τι έχει στο μυαλό του;» έκανε ο Φρανς σκεφτικός.
«Κάτι μου λέει πως ούτε ο ίδιος του δεν ξέρει» απάντησε ο Σάμι κουνώντας το κεφάλι αρνητικά.
Αγχωμένος, ο Λαρς στράφηκε και ανέμισε αδέξια το μαχαίρι μπροστά από το ατάραχο πρόσωπο του Μπλομ.
«Τι διάολο δεν καταλαβαίνεις, Μπλομ;» του έφτυσε. «Τελείωσες. Δεν είσαι σε θέση να κάνεις προτάσεις, δεν είσαι καπετάνιος πια. Το πλοίο σου, ο χάρτης, ο θησαυρός, ανήκουν πλέον σ’ εμάς! Όπως θα έπρεπε να έχει γίνει εξαρχής, απατεώνα!»
Κραυγές επευφημίας διαδέχτηκαν τους ψιθύρους. Ο Έιναρ Μπλομ όμως γέλασε ειρωνικά, ανεπηρέαστος.
«Σε εσάς ή σ’ εσένα συγκεκριμένα, χοντροκέφαλε Βίκινγκ;» είπε και τον κοίταξε κοροϊδευτικά. «Ελάτε τώρα!» απευθύνθηκε μετά στο πλήρωμα. «Δεν μπορεί να είσαστε όλοι τόσο βλάκες ώστε να πιστέψατε ότι αυτή η νυφίτσα σκοπεύει να μοιραστεί τα πλούτη μαζί σας! Δεν καταλαβαίνετε ότι έχει κάνει τον εαυτό του αρχηγό σας για να τους βάλει χέρι μόνος του; Ναύτες μπορεί να είσαστε, μα έχετε αρκετό μυαλό για κάτι τέτοιο!»

Ο Λαρς είχε πια πανικοβληθεί και δεν μπορούσε να το κρύψει, όσο καλός θεατρίνος κι αν είχε αποδειχθεί σε προηγούμενες περιπτώσεις. Ακόμα κι οι δύο φίλοι του είχαν αρχίσει να τον κοιτούν δύσπιστα και καχύποπτα. Ο όχλος του πληρώματος ήταν τώρα στα μάτια του σαν γιγάντια φάλαινα που είχε στρέψει τα πελώρια σαγόνια της καταπάνω του.
Κατάχλωμος, παλεύοντας όμως ακόμα να το κρύψει, κούνησε το κεφάλι του.
«Όχι, λέει ψέματα! Δεν μπορεί να τον πιστεύετε! Το λέει για να τον αφήσουμε ήσυχο!» τους ικέτευε να τον πιστέψουν σχεδόν.
«Μπα;» ακούστηκε κάποιος. «Κι αν δε λέει; Κι αν λέει αλήθεια;»
«Εμένα από την αρχή μου φαινόταν μοναχοφάης αυτός εδώ!» φώναξε ένας άλλος, βρίσκοντας ευκαιρία να εκφράσει τους μακροχρόνιούς του ενδοιασμούς για τον Λαρς.

Ο Μπλομ χαμογελούσε. Γευόταν ήδη τον θρίαμβό του. Ένιωσε τα μπράτσα του να απελευθερώνονται καθώς οι δύο γίγαντες χαλαρώναν μπερδεμένοι το κράτημά τους. Ο Βάλτερ, ο Νταλ κι οι άλλοι είχαν μείνει με το σαγόνι κρεμασμένο, παρακολουθώντας τον Νορβηγό πια να παλεύει για ένα έστω βλέμμα εμπιστοσύνης, ένα βλέμμα σαν κι αυτά που τον ακολουθούσαν στην αρχή της ανταρσίας, χωρίς όμως να το βρίσκει.
Οι δύο φίλοι του τον στρίμωξαν.
«Απ’ την αρχή αυτό σχεδίαζες, μούτρο; Να μας χρησιμοποιήσεις για να κερδίσεις όλη τη μπάζα μόνος σου;» τον ρώτησε άγρια ο ένας.
«Γιατί δεν απαντάς;» του φώναξε ο άλλος, εξαγριωμένος με τη σιωπή του.
Αντί για εκείνον απάντησε ο Μπλομ.
«Είναι προφανές» είπε κοιτώντας τον Λαρς με ικανοποίηση, «ότι από την αρχή αυτό σχεδίαζε.»
«Όχι!» φώναξε ο Λαρς καθώς χέρια που δεν ήξερε καλά καλά σε ποιον ανήκαν τον άρπαζαν από τα ρούχα και προσπαθούσαν να του ρίξουν στο πρόσωπο γροθιές. «Αυτά που λες είναι ψέματα, Μπλομ! Μπλοφάρεις! Δεν μπορείς να το αποδείξεις!»
Το πρώτο χτύπημα προσγειώθηκε στο στόμα του και του έκοψε τη φράση στη μέση. Το δεύτερο και το τρίτο πέσανε στο στομάχι του και τον έριξαν με την πλάτη στην κουπαστή του καραβιού, να ασθμαίνει ζαλισμένος, νιώθοντας τις κόρες των ματιών του να κάνουν ασταμάτητα κύκλους γύρω γύρω.

Ο καπετάνιος του Μπέλουα επέτρεψε στον εαυτό του ένα σκληρό χαμόγελο.
«Ω, ναι;» ρώτησε. «Ίσως έχεις δίκιο. Πράγματι, δεν μπορώ να το αποδείξω. Μπορώ όμως να αποδείξω τη δική μου πρόταση, την οποία είμαι σίγουρος ότι το πλήρωμα θα βρει πολύ πιο ικανοποιητική από τη δική σου!»
Για λίγο έμειναν όλοι κάγκελο. Ο Λαρς σήκωσε με κόπο το κεφάλι του.
«Πρόταση;» άρθρωσε με δυσκολία.
«Τι πρόταση;» ρώτησε κάποιος από το πλήρωμα θαρρετά.
«Τι λέει ο θείος σου, Βάλτερ;» ψιθύρισε η Κλάρα στον ξανθό νεαρό που στεκόταν δίπλα της, μα εκείνος την κοίταξε με πλήρη άγνοια.
Ο Μπλομ ξερόβηξε.
«Αναγνωρίζω» άρχισε, «το λάθος μου. Σας φέρθηκα άδικα. Ως πλήρωμα και αναπόσπαστο κομμάτι του πλοίου και του ταξιδιού αξίζετε την αλήθεια. Ναι, λοιπόν, πλέουμε προς τον θησαυρό του Ιπτάμενου Ολλανδού. Μετά το Άαλμποργκ θα είμαστε πλέον αρκετά κοντά. Ομολογώ ότι παρασύρθηκα, κι εγώ και ο καλός μου φίλος, ο Νταλ. Η αλήθεια είναι πως δεν πρέπει να είμαστε άπληστοι, γιατί αυτό κάποτε, όταν δε θα το περιμένουμε, θα γυρίσει εναντίον μας. Ο θησαυρός φτάνει για να μας πλουτίσει όλους πάνω σ’ αυτό το κατάστρωμα και αυτός θα είναι ο νέος μου στόχος όταν τον βρούμε!»

Κάποιοι κοιτούσαν τον Μπλομ με θαυμασμό. Ο Νταλ ενδόμυχα ήταν έτοιμος να εκραγεί, σαν τσουκάλι που το είχαν παραφήσει να βράζει. Πώς τολμούσε, μετά απ’ όλες τις συμφωνίες, τους υπολογισμούς και τις υπογραφές, μετά από όλες τις κουβέντες, τους καυγάδες και τους συμβιβασμούς, να πετάει έτσι απλά τον θησαυρό στα βρώμικα χέρια των ναυτικών, αδειάζοντας τ’ ανώτερα δικά του; Πώς μπορούσε έτσι να σκίζει την αυλαία πίσω απ’ τη σκηνή των ονείρων του της πλούσιας ζωής και να του αποκαλύπτει ξανά την τωρινή του μιζέρια: την χρεωμένη του επιχείρηση, τα λίγα του χρήματα, την κόρη του που ζητούσε να παντρευτεί έναν ανάξιο.
«Έιναρ, αυτό δεν το συμφωνήσαμε ποτέ! Δεν μπορείς να το κάνεις!» φώναξε με τις γροθιές σφιγμένες κι έκανε να πλησιάσει τον καπετάνιο με φανερά άγριες διαθέσεις.
Ο Βάλτερ όμως τον κράτησε πίσω και μπήκε εμπόδιο μπροστά του.
«Κάνετε τα πράγματα χειρότερα για σας και τα παιδιά σας αν αντιδράτε έτσι, κύριε Νταλ» είπε κοιτώντας τον κατάματα. «Βλέπετε ότι το πλήρωμα δεν αστειεύεται. Για χάρη της κόρης και του γιου σας, συγκρατηθείτε.»
Κοίταξε μετά τον θείο του. Στα προβληματισμένα πράσινα μάτια του μονάχα μια σκέψη καθρεφτιζόταν:
Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις.
Κι εκείνος τον κοίταξε δείχνοντάς του πως ήξερε.

«Είμαι αποφασισμένος, Άλφρεντ» είπε δυνατά στον Νταλ. «Ένας καλός καπετάνιος σέβεται το πλήρωμά του, φέρεται καλά στους ναύτες του. Κι εγώ δεν μπορώ να φανώ τίποτα κατώτερο από έναν καλό καπετάνιο. Έτσι, δεσμεύομαι αύριο κιόλας να συντάξω συμβόλαια με τα οποία θα αντιστοιχιστεί ένα μερίδιο από τα πλούτη στον καθένα από τους άντρες μου ξεχωριστά. Σε αντίθεση με τον Νορβηγό από δω, θα έχετε τον λόγο μου γραπτώς και το έγγραφο θα φέρει και την δική σας υπογραφή.»
«Μα οι περισσότεροι εδώ πέρα είμαστε αγράμματοι!» παρατήρησε ο Μάρκους από πίσω του.
«Ω, έλα, ένας απλός σταυρός αρκεί, Μάρκους» έκανε ο Μπλομ. «Ορίστε, θα έχετε κάθε δικαίωμα, όπως κι εγώ, στον θησαυρό• θα ανταμειφθούν οι κόποι σας. Κι αν μέχρι αύριο δεν έχω τηρήσει την υπόσχεσή μου και δεν σας έχω συντάξει τα συμβόλαια, εγώ ο ίδιος θα παραδώσω στα χέρια σας το όπλο για να βάλετε τέλος στη ζωή μου και να διοικήσετε εσείς το Μπέλουα. Τι λέτε; Σας ικανοποιεί αυτό;»
Σιωπή. Και μετά απ’ αυτήν και τις δύσπιστες ματιές που τη συνόδευαν, ακούστηκαν χέρια, τραχιές ναυτικές παλάμες, να χτυπούν μεταξύ τους. Στην αρχή μία, έπειτα δέκα, κι ύστερα ακόμα περισσότερες. Ολόκληρο το κατάστρωμα, εκτός από τον Λαρς και τους έξι ξέσπασε σ’ ένα χειροκρότημα για τον Έιναρ Μπλομ, κι εκείνος το δέχτηκε γελώντας από μέσα του, γελώντας και ξέροντας ότι είχε πια οριστικά κερδίσει. Ή μάλλον, όχι. Του έμενε ακόμα ένα βήμα.
«Ζήτω! Ζήτω ο δίκαιος καπετάνιος μας!» ακούστηκαν επευφημίες.
«Ζήτω ο καπετάν Μπλομ!»
«Ζήτω το Μπέλουα κι ο διαολεμένος του ο καπετάνιος!»

Και μέσα στο χάος των ζήτω που έκανε τον Άλφρεντ Νταλ να θέλει να πνίξει τον Μπλομ σαν το κοτόπουλο, εκείνος σήκωσε τα χέρια του για να κατευνάσει τον ξέφρενο ενθουσιασμό που επικρατούσε.
«Υπάρχουν όμως και ζητήματα που πρέπει να διευθετηθούν» είπε και το ύφος του σοβάρεψε. «Τα αιτήματά σας ήταν δίκαια, δε λέω, μα τα εκφράσατε μ’ έναν τρόπο που κανένας, κανένας καπετάνιος - κι ιδιαίτερα εγώ! - δεν ανέχεται!» δυνάμωσε τη φωνή του και το αίμα όλων πάγωσε. «Ω, ναι, κύριοι. Εγκληματίσατε, και μάλιστα αισχρά. Δεν μπορώ να παραβλέψω τους κανόνες και να μην τιμωρήσω την ανταρσία σας όπως αρμόζει. Επειδή όμως αναγνωρίζω ότι σας παρέσυρε ένας απατεώνας σ’ αυτό το μονοπάτι, μαζί με τους δυο μπουνταλάδες του που δεν έχουν πάψει να δημιουργούν μπελάδες εδώ πάνω, καταδικάζω ως καπετάνιος του Μπέλουα αυτούς τους τρεις ταραξίες στην ποινή που τους αναλογεί για την πράξη τους.»
Ο Λαρς χλώμιασε, το ίδιο κι οι άλλοι δύο. Κοίταξε τον Μπλομ ικετευτικά.
«Όχι...» ψέλλισε ξεψυχισμένα, με τα πληγωμένα χείλη του πλημμυρισμένα από αίμα. «Όχι, μη...»
Μα ο Μπλομ έστεκε από πάνω του ψυχρός και ασυγκίνητος.
«Θ’ αναλάβετε τις συνέπειες των πράξεών σας, παλιόσκυλα της θάλασσας» γρύλισε απόκοσμα. «Έχετε δυο λεπτά χρόνο να προσευχηθείτε ή ό,τι άλλο νομίζετε. Μετά, θα σας στείλω εκεί που σας αξίζει. Στον πάτο, να συναντήσετε τα σκυλόψαρα.»

Έβγαλε το ρολόι του από την τσέπη του κι άρχισε να χρονομετράει. Ο Ελίας κοίταξε τον μάγειρα κι ύστερα τον Γιόνας τρομοκρατημένος.
Ο Νταλ έδωσε στην κόρη του το χέρι του αδερφού της.
«Πήγαινέ τον μέσα» τη διέταξε.
«Δε θέλω• δε θέλω να μείνω μόνος μου!» αντέδρασε το αγόρι κοιτώντας τον έντονα.
«Έλα, Λούκας, δεν πρέπει να βλέπεις τέτοια πράγματα» έκανε η Κλάρα και τον τράβηξε απαλά. «Για μια φορά, άκουσε. Έλα.»
Λίγη ώρα αφού οι δυο τους είχαν πια απομακρυνθεί, τα δύο λεπτά έληξαν. Ο Μπλομ έκανε νόημα στον πιο μπρατσωμένο ναύτη που βρήκε μπροστά του, ζήτησε σκοινί και διέταξε τους άλλους να κρατήσουν τους Νορβηγούς που ετοιμάζονταν να τρέξουν μακριά πανικόβλητοι. Εκείνος κι ο ναυτικός σήκωσαν από κάτω τον Λαρς, που αντιστεκόταν μ’ όλες του τις δυνάμεις φωνάζοντας σαν φοβισμένο παιδί.
«Όχι! Όχι, σε παρακαλώ!» ούρλιαξε αρπάζοντας τα ρούχα του καπετάνιου.
«Σήκω πάνω!» του απάντησε εκείνος.
«Θα σε υπακούω, στ’ ορκίζομαι! Θα γίνω σκλάβος σου, ό,τι θέλεις!» επέμεινε ο Λαρς καθώς τον έστηναν με το ζόρι όρθιο, του έδεναν πισθάγκωνα τα χέρια και τον έβαζαν να πατήσει πάνω στο ξύλο της κουπαστής. Αντικρίζοντας από κάτω του τα παγωμένα νερά να περιμένουν αφρισμένα να υποδεχτούν το κρύο του δέρμα και τα τσακισμένα του απ’ την πτώση κόκαλα, άρχισε να τρέμει.
«Σε παρακαλώ, μη!» σπάραξε, κι ακόμα κι ο πιο αναίσθητος άντρας του πληρώματος ταρακουνήθηκε.
Μη, για όνομα! Κουβαλάω το παιδί σου! αντήχησε απροειδοποίητα μέσα στο μυαλό του Άλφρεντ Νταλ.
«Είχες την ευκαιρία σου να με υπακούσεις και την έχασες» ήταν οι τελευταίες λέξεις που θα άκουγε στη ζωή του ο Λαρς. «Τελείωσε.»

Με μια δυνατή σπρωξιά κι από τον καπετάνιο κι από τον ναύτη, ο ξανθός Νορβηγός έπεσε ουρλιάζοντας στη θάλασσα, μ’ έναν ηχηρό παφλασμό. Ακολούθησαν οι δυο του σύντροφοι, που αντιστάθηκαν εξίσου, κι όμως είχαν την ίδια μοίρα. Χορταίνοντας σάρκα, τα νερά της Βόρειας Θάλασσας άφρισαν μια τελευταία φορά κι έπειτα γύρισαν στην παλιά νεκρική τους γαλήνη, σκούρα, μυστηριώδη και παγωμένα, παγωμένα σαν τα μπράτσα του Θανάτου. Δεν ακουγόταν ανάσα• μονάχα ο αχνός της στον υγρό, ψυχρό αέρα φανέρωνε ότι οι άνθρωποι στο κατάστρωμα είχαν ζωή, και δεν ήταν καμωμένοι από μάρμαρο, ούτε και νεκραναστημένοι καταδικασμένοι να πλέουν αιώνια στις θάλασσες και τους ωκεανούς μέχρι τη Μέρα της Κρίσης. Άραγε, σκέφτηκε η Κλάρα, που είχε γυρίσει στο κατάστρωμα και κρυμμένη παρακολουθούσε τα όσα συνέβαιναν, πόσο πιο σκληρός, πόσο πιο κακός μπορεί να ήταν εκείνος ο κολασμένος Ολλανδός καπετάνιος από τον Μπλομ; Με πόσο πιο αισχρές και διαβολικές πράξεις μπορεί να ήταν δεμένη η μοίρα του, ώστε να δεχτεί την αιώνια καταδίκη; Μήπως κι ο άντρας μπροστά της, που μόλις είχε θερίσει τρεις ζωές, δεν απείχε και πολύ από το να δεχτεί κι εκείνος την ίδια ανατριχιαστική κατάρα;

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ξέρω μένει λίγο μετέωρο το πράγμα αλλά έρχεται σύντομα συνέχεια!

Ποιες είναι οι σκέψεις σας για τον Μπλομ; Εννοεί τις υποσχέσεις που έδωσε στους ναύτες του; Έπρεπε να τιμωρήσει έτσι τους Νορβηγούς;

Να είστε καλά μέχρι να σας ξαναδώ και προσοχή στις ιώσεις!

:)

Continue Reading

You'll Also Like

111K 6.8K 47
«Φοβάσαι;» Την ρώτησε με την βαριά αλλά ταυτόχρονα τόσο γοητευτική φωνή του. «Όχι» απάντησε εκείνη μονολεκτικά χωρις να σκεφτεί καλά την απάντηση που...
115K 6.2K 67
"Μεγάλωσες, ωριμασες" Χαμογελάω ειρωνικα "Δεν θα έμενε το δεκαεφτά χρόνο κορίτσι που σε ερωτεύτηκε και την πρόδωσες. Η ζωή προχωράει" "Εγώ όμως όχι...
831K 30K 45
- Λοιπόν;! ρώτησα με σταυρωμένα χέρια. - Είσαι σίγουρη ρε Αννούλα; ήρθε και στάθηκε απέναντί μου. - Πόσες φορές ακόμη πρέπει να στο πω για να σ...
61.3K 3.1K 49
Σταύρωσα τα χέρια μου και έτριψα τα μπράτσα μου Κρυώνω πολύ άλλα σιγά μη του έλεγα Γιώργος "Μη περιμένεις να σου δώσω το φούτερ μου σαν φλώρος να μη...