Με μία ρόδα ⋆˚‧₊˚⍣ Sirius Bla...

Par evou1aaa

147 18 68

⋆˚‧₊˚⍣⋆˚‧₊˚⍣⋆˚‧₊˚⍣ 𝟷𝟿-𝟶𝟽-𝟸𝟸 «Μπόρα, Μπόραα, Μπόρααα!» σφύριζε ο Σείριος πλαγιαστός στο κρύο, γκρίζο πεζ... Plus

i

ii

47 5 12
Par evou1aaa

Έβαλε το χέρι της στην τσέπη του τζιν του και παρακολουθούσε με πλήρη προσοχή.

Καλά ίσως και με λίγη απόσπαση από την ευλαβική προσήλωση.

Δεν μπορούσε να χορτάσει αυτό το σηκωμένο χείλος, που πλέον σχημάτισε ένα μισό χαμόγελο.

Ο Σείριος μιλούσε, έλεγε, έλεγε, έλεγε μα ούτε που θυμάμαι τι έλεγε.

・❥・

«Θες να σου ανάψω ένα τσιγάρο;» τον διέκοψα με το βλέμμα μου καρφωμένο στα μαύρα μάτια του, χάνοντας λίγο τον στόχο μου εστιάζοντας στις βλεφαρίδες του.

Το βρώμικο φως του δρόμου τις σκίαζε πάνω στον τοίχο, μεσα στο σκοτάδι.

Ίσως ήταν η μόνη φορά που θυμήθηκα ότι είμαστε καθισμένοι στο τσιμέντινο κρύο πεζοδρόμιο και εκείνος στηρίζει την πλάτη του στο σάπιο φως του δρόμου.

«Περίμενα πώς και πώς να το ρωτήσεις, όμως όχι τόσο όσο κάτι άλλο» γέλασε με τα μάτια και σήκωσε λίγο την γαλλική μύτη, αυτό συνέβαινε όταν χαμογέλαγε.

Αυτός ήταν και ο λόγος που ζήτησα να ανάψουμε ένα τσιγάρο.

Έβγαλα ένα στραπατσαρισμένο από την πίσω τσέπη μου ήταν λίγο γκρίζο, όλο το υλικό είχε τριφτεί γύρω γύρω, το ίσιωσα.

Όλα αυτά φυσικά με ένα χέρι.

Δεν ήθελα να το βγάλω από την τσέπη του θαρμένου τζιν του.

Το έπιασα ανάλαφρα σαν να κρατάω λουλούδι, φοβισμένη μην φύγουν τα χρωματισμένα πέταλα.

Του έκανα νόημα με το χέρι μου να φέρει το κεφάλι του πιο κάτω.

Έδιωξε απαλά τις μπούκλες από το πρόσωπό του, φανέρωσε ένα αχνή αλλά υπαρκτή χρατζουνιά στο δεξί του μάγουλο.

Ξάπλωσε ανάλαφρα πάνω στο στήθος μου, όμως δεν με ακουμπούσε.

Δυστυχώς το χέρι μου γλίστρησε από την τσέπη του, από εκεί που το πρόσεχε.

Το μόνο με την μυρωδιά του πάνω μου, ήταν η πένα κιθάρας, που μάλλον είχε κάνει μόνος του κολιέ.

Πρόλαβα να χαζέψω, κάτι χτυπημένα τατουάζ στον λαιμό του. Μια ημερομηνία 3/11/75, κάτι αποτυπώματα και πλήθος από αλλά όσο κόντεβε κανείς στην μπλούζα του.

Τοποθέτησα το τσιγάρο ομοίω με αποτσίγαρο στο στόμα του, έκλεισε τα βλέφαρα του προσπαθώντας να βολέψει το τσιγάρο με την γλώσσα του.

Γέλασα, το άναψα με τον ραγισμένο αναπτήρα.

Μου ανταπέδωσε το γελάκι, έκανε σχέδια με τον δηλητηριόδη καπνό του τσιγάρου, ώστε να τα χαζέψουμε μαζί.

Ένας δικός μας ουρανός, με δικά μας αστέρια, δικά μας τα πάντα.

Μόνο τον χρόνο να τον πιέζει.

Καθώς τα αστέρια μας θα εξατμίζονται το ένα μετά το άλλο, όμως θα είναι πάντα αυτός εκεί να φτιάχνει και άλλα.

・❥・

Αργότερα ανακάθησε και αυτός και εγώ, στήριξε την μέση του στο σάπιο φως του δρόμου.

Απροειδοποίητα άρπαξε αργά το χέρι μου απο τον αντίχειρα και το έβαλε να ζεσταθεί μέσα στην τσέπη του, έκατσε λίγο πιο κοντά μου, άφησε τα μποτάκια του πάνω στα δικά μου.

«Αυτά τα κινητά, είναι άχρηστα", είπε «μόνο για πορτοφόλια κάνουν».

Κόλλησα το κεφάλι μου δίπλα από το αυτί του, για να δω την οθόνη.

Γύρισε και με κοίταξε, χαμήλωσε τα πυκνά φρύδια του, χαμογέλασε ξανά με τα μάτια.

«Αφού εγώ θα μιλήσω πρέπει να με ακούνε καθαρά;» ρώτησε με δήθεν απορία.

Έσκυψε, τα χείλη μας ενώθηκαν για τόσο λίγο που ήταν φίλι, έσπρωξε το τσιγάρο στα δικά μου και μόνο για λίγο ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο μου.

Είχα αφήσει όμως λίγο κραγιόν πάνω στα δικά του.

«Σου πάει πιο πολύ από ότι πάει σε εμένα.»

«Θα σε εμπιστευτώ σε αυτό.» είπε σηκώνοντας τα φρύδια του.

Ακούμπησε το τηλέφωνο στο αυτί του, έπιασα τον εαυτό μου να χαζεύει τα λεπτεπίλεπτα δάκτυλά του.

Ήταν βγαλμένα από πίνακα.

Χτυπούσε, χτυπούσε, χτυπούσε το τηλέφωνο, όμως πάντα είναι αργά αυτά.

Ακούσαμε ή τουλάχιστον ελπίζω κόρνα να μην η μόνη, κόρνα μηχανής.

・❥・

«Ψήνεσαι για μία βόλτα στο έναστρο Λονδίνο;» λέξεις γλίστρησαν από τα χείλη του.

Σηκώθηκα και πριν το καταλάβει το χερι μου που ήταν στην τσέπη του, πλέον είχε καταφέρει να τον σηκώσει όλο και να τον φέρει στα μέτρα μου.

Παρατήρησα ότι του ρίχνω μισό κεφάλι.

Έφτυσα το τσιγάρο και εκείνο λερώθηκε αμέσως από τις βρωμιές του δρόμου, σκορπίζοντας στάχτη.

Το πάτησα και προχώρησα μπροστά του αδιαφορώντας για αυτό.

Τον έπιασα από την μέση και ψάχναμε την μηχανή.

Αυτός με μία δίχως περιέργεια πρότεινε να κοιτάξουμε λίγο πιο μακρυά από την ντισκοτέκ.

Περάσαμε μπροστά από την είσοδο, αμέσως όλα τα χρώματα έπεσαν πάνω στα μάτια του και οι ομιλίες από μέσα έκαναν σίγουρα έκαναν αισθητή την παρουσία τους.

Περπατήσαμε τον δρόμο με το χέρι μου 'δεμένο' γύρω από την μέση του, καθώς βαδίσαμε αργά προς την μηχανή ακούμπησε το δικό του πάνω στο δικό μου, το χάιδεψε απαλά.

・❥・

Έκατσα στην άκρη της μαύρης μηχανής όσο εκείνος είχε ακουμπήσει την πλάτη του πάνω στην δική μου.

Κάτι ρυθμούς μουρμούριζε όσο έψαχνε κάτι, χάζευα το τιμόνι, είδα ένα πορτοκάλι ραδιοφωνάκι κολλημένο με κιτρινιασμένο ζελοτέιπ που είχε κόκκους άμμου, κολλημένο πάνω.

«Φέτος είναι εποχή κρίσης.» αστειεύομαι και έπιασε αμέσως το αστείο.

Ένιωσα ένα ζεστό μπουφάν πάνω μου, σαν μία αγκαλιά με έκρηξη μυρωδιών.

«Ε έχεις δωρεάν θέρμανση.» είπε δήθεν πληγωμένος.

・❥・

Κάθησε άτσαλα μπροστά και χάιδεψε το ηχείο, ώστε να ανοίξει.

Έστριψε το διακόπτη της έντασης φωνής, όσο ανέβαινε μπορούσα να ακούσω να ακούσω ντράμς.

Μύρισα το μπουφάν του, καμμένο τσιγάρο ερωτευμένο με παιδικές φούσκες.

Σήκωσε τα πόδια του και έκατσε αυτήν την φορά σε θέση να οδηγήσει.

«Μπορώ να έχω την τιμή;» έβαλα τα χέρια μου γύρω από την μέση του και το κεφάλι μου, στον ώμο του ώστε να έχω καλύτερη ορατότητα

Όσο εκείνος οδηγούσε το τραγούδι προχωρούσε, οι στόχοι έμπαιναν από το ένα αυτί και έβγαιναν από το άλλο.

Αρχίσαμε να μουρμούριζουμε μαζί τραγούδι, το μουρμουριτό έγινε τραγούδι στην συνέχεια.

Χτυπούσε ρυθμικά τα χέρια του πάνω στα δικά μου κάθε λίγο και λιγάκι.

"Μαζί θα ζήσουμε πια και θα περνάμε καλά!
Μαζί θα πίνουμε τσιγάρα να πετάμε ψιλά!
Μαζί θα ζήσουμε πια κι όταν σου κάνω παιδιά,
θα με φωνάζουνε «μπαμπά» και θα σε λέω «μαμά»!
Έχω μαζί σου κόλλημα πολύ μεγάλο.
Θέλω να σε ξεντύσω κι από κάτω να σε βάλω.
Κι εγώ από επάνω,
να στήνω όλο το πλάνο.
Να μπαίνω μέσα σου και
να σε κάνω αεροπλάνο!

Μπάτσα!
Και χύσιμο στη φάτσα!
Σε κάνω το παιχνίδι μου.
Είμαι από άλλη ράτσα!
Έλα καύλα μου μαζί μου να γουστάρουμε.
Σαν μπάντα πάντα πάνω στο κρεβάτι να ροκάρουμε!"

・❥・

Σ

την διαδρομή μου ανοίχτηκε και του ανοίχτηκα. Ανταλλάξαμε εμπειρίες πόνου, όπως τότε που το έσκασε από το σπίτι του στα δέκατα έκτα του χρόνια.

Χαρούμενες στιγμές όπως όταν έπαιζε κουιντιτς με τον κολλητό του στην ομάδα του σχολείου.

Λέγαμε λέγαμε και λέγαμε, από τις παιδικές μας λατρείες, με ποίο παπάκι κάναμε μπάνιο, μέχρι και το πόσο υπάκουος ήταν και στην μάνα του. Δεν λες μία τέτοια γυναίκα μάνα.

Εκείνος έκανε μπάνιο με ένα κόκκινο παπάκι, το αγαπημένο του χρώμα.

Του θύμιζε την επανάσταση που είχε δίψα να κάνει προς τους γονείς του και την μέρα που μπήκε στο Γκρίφιντορ, τέτοια του η δίψα λυτρώθηκε.

Μόνο για τον αδερφό του δεν μιλούσε, έκλεινε τα αυτιά σαν μεγάλο νήπιο κάθε φορά.

・❥・

«Ξέρεις όσο έψαχνα κάτι πίσω στην μηχανή σου έγραψα μια ανορθόγραφη καντάδα.» πάλι γλίστρησαν λέξεις σαν αυτές από τα χείλη του.

«Πεθαίνω να το δω.»

«Να ξέρεις θα σε τρελάνω στα ορθογραφικά.»

Continuer la Lecture

Vous Aimerez Aussi

63.5K 3.1K 39
Όταν ένας αρχηγός μαφίας έχει εμμονή μαζί σου, αλλά η απληστία και ο εγωισμός του θα βάλει σε διάφορες περιπέτειες.. *σεξουαλικη ένταση σε κάθε κεφ*
87.1K 7.5K 45
"Την βρήκες! Συγχαρητήρια! Κρίμα που δεν μπορείς να την πάρεις μαζί σου και να φύγεις..." Κοίταξα έντρομη το παγωμένο σώμα της αδελφής μου. "Τ-την σκ...
753 63 7
Ο Αντρέι γυρίζει στην Οδησσό χρόνια μετά... *(όχι τόσο καλογραμμένο, απλά μια ιδέα που είχα στο μυαλό μου)
80.4K 461 25
Ιστοριουλες για να σας κρατάν συντροφιά τα βράδια Τα πάντα αποτελούν προϊόν της φαντασίας μου και μόνο. Δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα διαβάστε...