ΕΡΩΤΑΣ, Ο ΛΥΣΙΜΕΛΗΣ

By EvgeniaSevastou

33.6K 628 333

Ἔρος δηὖτέ μ᾿ ὀ λυσιμέλης δόνει, γλυκύπικρον ἀμάχανον ὄρπετον.. (Σαπφώ) Πάλι σπαραζει με ο έρωτας, που παραλ... More

Αντί εισαγωγής
Τα όνειρα γίνονται πράξη
Φιλία ή Έρωτας;;
Το πιο τρυφερό μέρος της γης
Η Πρώτη μας φορά
Χωρισμός
Παράδεισος & Κόλαση
Το Λενιώ μας
Τα γενέθλια
Ο "Γάλλος"
Πρεμιέρα
Ακροβατώντας σε τεντωμένο σκοινί
Αποκάλυψη
Από τα γενέθλια, στο γάμο..
Δύο μέρες μόνο για μας
Paparazzi
Στα όρια..
Ξανά μαζί - η αποκάλυψη
Ισορροπίες
Θεσσαλονίκη για δύο
Τοξικός έρωτας
Καλύτερα "χώρια"
"Σαν να με αγαπάς"
Έρωτας ανεξαρτήτου ηλικίας
Έκπληξη 💝
Ομολογία αγάπης
Η μεγάλη συνάντηση (part 1)
Η μεγάλη συνάντηση (part 2)
Η πρόταση
Το τέλος
Οντισιόν
Η Ελπίδα μας
Όνειρα και εφιάλτες
Μάνα Λενιώ
Προξενιό
Εξομολογήσεις και καβγαδακια
Αόρατες κλωστές
Έρωτας, όπως παλιά.
Το ψέμα

Ο παππούς και η γιαγιά

803 17 0
By EvgeniaSevastou

Διαφάνι, Ιούνιος 2010

-Κατσε, καρδιά μου, στην καρέκλα. Μη στέκεσαι όρθιος. Μόλις ακούσουμε την πόρτα θα σηκωθούμε, του είπε γλυκά κρατώντας τον απ'τη μέση.
Γύρισε προς το μέρος της και την αγκάλιασε.
-Μου έλειψε το νεραιδακι μας, απ'το Πάσχα έχει να έρθει στο χωριό. Θα πεθάνω και δε θα προλάβω να τη δω.
-Ει,ει τι κουβέντες είναι αυτές, τον μάλωσε με παράπονο και το βλέμμα της σκοτείνιασε.
-Τρόπος του λέγειν, ψυχή μου. Δεν είπα ότι θα πεθάνω κι αύριο, απάντησε χαϊδεύοντας τρυφερά την πλάτη της για να σβήσει τη σκοτεινιά της.
-Να μη "λέγειν", Σεβαστε. Δε θέλω ούτε να το ακούω. Ο δικός μου ο άντρας δε θα πεθάνει ποτέ, είπε και τυλίχτηκε πάνω του όπως παλιά.
-Εντάξει, μάτια μου, δε θα ξαναπώ τέτοια κουβέντα αφού σε στεναχωρεί. Τι, σαμπως, επειδή κλείνουμε τα 80 σε λίγες μέρες; Εμείς θα είμαστε αθάνατοι.
-Κάποτε μου έλεγες ότι το φιλί μου σε κάνει αθάνατο, του γύρισε παραπονιαρικα.
-Δωστο μου τότε, Λενιώ μου, δώστο μου για να αγγίξουμε την αθανασία, είπε και ένωσε μαλακά τα χείλη τους.

Απορροφημένοι στην ένωση των ψυχών τους δεν πήραν είδηση τα βήματα στη σκάλα, ούτε την πόρτα που άνοιξε.
"Τα πιτσουνακια μου", ακούστηκε η παιχνιδιάρικη φωνή της μικρής Λενιώς και γύρισαν και οι δύο απότομα, ξαφνιασμένοι, λες και τους έπιασε ο Γιώργης Σταμιρης στα πράσα.
"Παπουλάκο μου, Γιαγιακα μου",τσιριξε το κορίτσι ενώ έπεφτε στην αγκαλιά τους.

-Κοριτσακι μου, ψυχούλα μου έλα να κάτσουμε να μας πεις τα νέα σου. Να μας ψήσω καφεδάκια, έχω και μηλόπιτα ζεστή που έφτιαξα πρωί πρωί μόνο για σένα.
Ο Λάμπρος, αγκαλιά με την εγγονή του, κάθισε στο τραπέζι όση ώρα η Ελένη τους ετοίμαζε το πρωινό.
-Γιατι νεραιδακι μου άργησες τόσο πολύ να μας έρθεις, μου έλειψες.
-Ειχα δουλειές, παπουλάκο μου, τώρα να έρθει και το κορίτσι μας και θα σας τα πω.

Η Ελένη άπλωσε τα φλιτζανακια του καφέ και τα πιατακια με τη μηλόπιτα πάνω στο τραπέζι.
-Γιατι Λενιώ μου τόσο μικρό εγώ; της είπε παραπονιαρικα.
-Γιατι έφαγες κι άλλο ένα κομμάτι Λάμπρο το πρωί, φτάνει. Το ζάχαρο θα πάει στο Θεό.

Πήγε να φέρει δροσερά νερακια όταν με την άκρη του ματιού της είδε τη μικρή να δίνει ένα γενναίο κομμάτι από τη δική της μηλόπιτα στον παππού της.
-Εκατό χρόνων η αλεπού, εκατό δέκα το αλεπουδακι, είπε γελώντας. Δεν κάνει μάνα μου να τρώει τόσα γλυκά και λες και το κάνει επίτηδες, που τον χάνεις που τον βρίσκεις όλο με ένα γλυκό στο χέρι είναι.
-Ναι αλλά γι αυτό είναι το πιο γλυκό αγόρι της Θεσσαλίας, είπε παιχνιδιάρικα η μικρή αφήνοντας ένα φιλί στο μάγουλο του παππού της.

Όση ώρα η Ελένη τους έλεγε τα νέα τους την κοιτούσαν με τα μάτια να λάμπουν από χαρά. Σαν να γίνονταν πάλι παιδιά μαζί της.
-Παιδι μου στη μάνα σου και τον πατέρα σου πηγές ή κατευθείαν εδώ ήρθες;
-Κατευθειαν εδώ, φυσικά. Εσείς είστε οι αγάπες μου, απάντησε η κοπέλα γεμίζοντας τους χαρά και περηφάνια.

-Θελω τη βοήθεια σας. Έχω κάνει κάτι που αν το μάθει η κυρά Ελπίδα θα με κρεμάσει στην πλατεία.
Ανακαθισαν και οι δύο τρομοκρατημένοι και ασυναίσθητα έμπλεξαν τα χέρια τους.
-Τι έγινε ψυχή μου, σε πείραξε κανένας αλήτης, να τον κάνω κομματάκια;
-Ελα βρε Λάμπρο μου, ξύπνησε ο φονιάς μέσα σου. Το κορίτσι μας ξέρει να τους βάζει στη θέση τους όλους. Μήπως είσαι έγκυος, ψυχή μου;
-Τι; Πώς; τσιριξε ο Λάμπρος κάνοντας και τις δύο να γελάσουν.
-Οχι παππού μου, όχι,μη μου ταραζεσαι, δε θα σου κάνω δισέγγονο.
-Ευτυχως. Μήπως είναι οικονομικό το θέμα, λουλούδι μου;
-Βρε μπας και χρωστάς μαθήματα όπως στο πρώτο έτος;
-Οχι, όχι θα σας πω. Μη σπάτε το κεφάλι σας. Να.. Έγραψα ένα σενάριο.

Κοιταχτηκαν απορημένοι μεταξύ τους
-Τι σενάριο, μάτια μου;
-Σεναριο για την τηλεόραση παππού, σειρά τηλεοπτική.
-Σαν τη "βέρα στο δεξί" που βλέπαμε όταν ήσουν στο γυμνάσιο;
-Μπραβο γιαγιακα μου, ακριβώς. Τέτοια σειρά που θα παίζεται κάθε βράδυ. Αλλά θα συνδυάζει το παρόν με το παρελθόν, κάπως.
-Ααα βράδυ, σαν του Παπακαλιάτη δηλαδή;
Ο Λάμπρος την κοίταξε λοξά κάνοντας τις δύο γυναίκες να γελάσουν.
-Αυτο,κρατά το γιαγιά μου. Να το θυμάσαι μετά.
-Μπραβο αγάπη μου, μπράβο. Πάντα είχες ταλέντο στο γράψιμο, από μικρή. Ο παππούς σου λέγε ότι έγραφες εξαιρετικές εκθέσεις,είπε κλείνοντας τη μικρή στην αγκαλιά της.

-Και τι θέμα θα έχει νεραιδακι μου;
-Να, εδώ ακριβώς είναι που χρειάζομαι τη βοήθεια σας. Το θέμα της σειράς είστε εσείς.
-Εμείς; είπαν και οι δύο ταυτόχρονα.
-Εγραψες σειρά για δύο γέρους που ζούνε μόνοι σε ένα χωριό της Θεσσαλίας και ετοιμάζονται να..
-Παψε βρε Λάμπρο, λυσσαξες με τα θανατικα σήμερα.

-Έγραψα για το μεγαλύτερο έρωτα, απ'όσους έχω ζήσει, έχω διαβάσει και έχω ακούσει. Για τον δικό σας, που είναι η πιο συγκλονιστική ιστορία αγάπης.
-Τι συγκλονιστικό έχουμε εμείς βρε καρδούλα μου; Δύο κανονικοί άνθρωποι είμαστε.
-Ε όχι και δεν είμαστε εμείς συγκλονιστικοί, Λενιώ μου, σε παρακαλώ πολύ.
Γέλασαν και οι τρείς με την ψυχή τους, η πρώτη αντίδραση τους ήταν ενθαρρυντική για τη μικρή.

-Η δική σας ιστορία, γιαγιακα μου, είναι ύμνος στον έρωτα, τον απόλυτο έρωτα, που μουδιάζει το μυαλό και παραλύει το σώμα.
-Το λυσιμελή έρωτα, όπως έλεγε και η Σαπφώ.
-Ακριβως παππού μου. Εσύ μου έμαθες αυτήν την πανέμορφη λέξη. Τι να μας πουν ο Ρωμαιος και η Ιουλιέτα, η Ρεγγίνα και ο Στράτος μπροστά σε σας;

-Και δε μου λες μικρή, τα γραψες όλα όλα;
-Ολα γιαγιά μου.
-Μαλιστα, κατάλαβα. Εδώ κολλάει ο Παπακαλιάτης να υποθέσω, είπε γελώντας κάνοντας το Λάμπρο να πεταχτεί από τη θέση του.
-Αμαν βρε Λενιώ, αμάν. Αυτή η συνήθεια να τα λες όλα χύμα.
-Ε τι να κάνω Λάμπρο μου, να κρυφτώ; Εγώ με την εγγονα μου είμαστε φιλενάδες, όλα τα λέμε.
Η Ελένη γελούσε πονηρά με την αμηχανία του συζύγου της παρασύροντας και εκείνον σε ένα ατέρμονο γέλιο.

-Αυτο μας έλειπε. Τελοσπαντων, ας είναι. Αν έχεις κάνει καλή δουλειά, χαλάλι σου. Σαμπως δεν έχουμε κάνει και φόνο, μια κανονική ζωή ζήσαμε.
-Σωστά, δεν έχουμε και κανέναν φονιά στο τραπέζι μας, είπε η Λενιώ χαριτολογώντας.
-Ει,ει, δε θέλω να χαζά. Εσύ καρδούλα μου, ήσουν ένας άγγελος. Ότι έγινε, έγινε από αυτοάμυνα και για να προστατέψεις την αδερφή σου.
Χάιδεψε τρυφερά το χέρι της και έμειναν για λίγα δευτερόλεπτα χαμένοι ο ένας στο βλέμμα του άλλου.

-Λοιπόν, θα με βοηθήσετε με τη μάνα μου;
-Ναι ψυχή μου, εννοείται πως θα σε στηρίξουμε, ε Λάμπρο μου;
- Πρώτα θα μου δώσεις το σενάριο να το διαβάσω. Την έγκριση μου να μιλήσεις για εμάς την έχεις. Αλλά για να συμφωνήσω θέλω να δω ότι έχεις κάνει καλή δουλειά. Ξέρεις, μάτια μου, ότι είμαι αυστηρός, δε χαϊδεύω αυτιά. Θα το διαβάσω και αν είναι όντως καλό, έχεις την ευχή μου.
-Ειστε οι καλύτεροι παππούδες του κόσμου, σας λατρεύω, φώναξε ενώ τους έκλεινε στην αγκαλιά της.

-Τι;;;;Θα βγάλεις στην τηλεόραση τα οικογενειακά μας; Δε θα σαι με τα καλά σου κόρη μου. Στο απαγορεύω.
-Μου το απαγορεύεις;;; Μπράβο μαμά, και σε είχα για δημοκρατικό άνθρωπο.
-Βρε Ελπίδα μου, κάτσε να μας εξηγήσει το παιδί. Μην το αποπερνεις, μπορεί να ναι ωραία ιδέα.
-Μανα,είσαι με τα καλά σου; Τι να βγάλουμε στα κανάλια; Θες να σου θυμίσω τι έχετε περάσει;
-Εγω δε ντρέπομαι για τίποτα από όσα έχουμε κάνει, μόνο περηφάνια νιώθω για τη σχέση μου με τον πατέρα σου και ευτυχία που μου χάρισε εσάς τις δύο. Και εμπιστεύομαι την εγγονή μου, δε θα έγραφε ποτέ κάτι για να μας προσβάλλει.
-Ευχαριστώ γιαγιακα μου, εννοείται πως δε θα προσβάλλω ποτέ τους δύο ανθρώπους που λατρεύω, είπε η μικρή κουρνιάζοντας στη ζέστη αγκαλιά της Ελένης.
-Εμ βέβαια η συμμαχια των Λενιων. Τι περιμένω, ίδιες είστε. Ένα μυαλό γιαγιά και εγγονή. Πατέρα εσύ δε μιλάς; Πες κάτι θα με τρελάνουν αυτές. Τι διαβάζεις με τόση προσήλωση;
-Διαβάζω το σενάριο της δεσποινίδος Ελένης Φαναριώτη, κόρη μου, και έχω να πω ότι είναι ένα αριστούργημα. Συγχαρητήρια, καρδιά μου, με κάνεις πολύ περήφανο.
Κάθισε δίπλα στις Ελένες της ζωής του, αγκαλιάζοντας τες σφιχτά. Η μεγάλη Ελένη, σκούπισε βιαστικά ένα δάκρυ που κύλησε απ'τα μάτια της για να μην τη δουν.
-Μάλιστα. Δηλαδή εσείς συμφωνείτε;
-Φυσικά.
-Να ρωτήσουμε και το Νέστορα, βέβαια. Ελπίζω εκείνος να χει λίγο παραπάνω νου από σας τους τρεις.
-Δεν έχεις καμία δουλειά να ρωτήσεις το Νέστορα, θυγατέρα. Απλώς θα του το ανακοινώσεις. Γνώμη θα χει μόνο αν γράψει η εγγονή μου για τη Σοφουλα και τον Άγγελο, όχι για μας.
-Σιγα καλέ που θα γράψω. Εκείνοι είναι συνηθισμένο ζευγάρι, σαν όλα τα άλλα. Εσείς είστε είδωλα.
-Τι είμαστε κορίτσι μου;
-Ειδωλα παππουκα μου, ιδέες. Είστε μοναδικοί και ανεπανάληπτοι. Η σειρά μας θα αφήσει εποχή. Ήδη οι ηθοποιοί και ο σκηνοθέτης που διάβασαν το σενάριο δε βλέπουν την ώρα να σας γνωρίσουν.

Ο Λάμπρος και η Ελένη δε μπορούσαν να αποχωριστούν την κόρη τους όταν παντρεύτηκε, ούτε όμως ήθελαν να ναι μέσα στα πόδια του ζευγαριού. Έτσι της έχτισαν ένα σπίτι στο πλάι στο δικού τους για να είναι και κοντά και μακριά. Η Ελπίδα ένιωθε ασφάλεια και ηρεμία ξέροντας ότι οι γονείς της είναι δίπλα της. Και εκείνοι ήταν ευτυχισμένοι έχοντας πλάι τους τη μοναχοκόρη τους και λίγα χρόνια μετά την εγγονα τους.

Πλάι στις λευκες των τριών αδερφών υπήρχε τώρα η λευκα της Ελπιδας και της μικρής Ελένης που φύτεψε ο Λάμπρος. Παραδίπλα ήταν η λευκα της Αννετας και της μικρής Δροσουλας που φύτεψε ο Κωνσταντής. Ο Νικηφόρος είχε και κείνος, με τη σειρά του, φυτέψει μια λευκά για τη μικρή κόρη του Σέργιου του που ζούσε μόνιμα πια στο Παρίσι, την Άση. Έτσι η παράδοση συνεχίστηκε δημιουργώντας μια αλέα 8 δέντρων για όλες τις Σταμιραινες δεύτερης και τρίτης γενιάς.

Ο Λάμπρος με τις 3 γυναίκες της ζωής του έπιναν τον απογευματινό τους καφέ στην αυλή τους.
-Πινω το καφεδάκι μου, στον παράδεισο μου με την οικογένειά μου. Αυτό είναι ευτυχία, είπε χαρούμενος.
-Ε όχι και με όλη την οικογένεια, λείπει ο άντρας μου που έχει υπηρεσία.
-Μεγαλη απώλεια, είπε ψιθυριστά, κάνοντας έξαλλη την Ελπιδα.
-Αμάν ρε μπαμπά, τι σου χει κάνει ο άνθρωπος;
-Τιποτα κόρη μου, μην του δίνεις σημασία. Δε θα ξεπεράσει ποτέ ότι του πήρε τη νεράιδα του.
-Μα έλεος πια, πέρασαν 20 χρόνια.
-Και 50 να περασουνε καρδιά μου, δε θα το ξεπεράσει ποτέ. Φαντάσου τι έχει να γίνει όταν θα δώσει την εγγονή του, ούτε ψύλλος στον κόρφο του γαμπρού μας, είπε γελώντας και παρασύροντας μαζί και τις άλλες δύο.

Διαφάνι, Μάιος 1991

Ξύπνησε ανήσυχη νωρίς το πρωί. Δεν τη χωρούσε ο τόπος. Ο νους της πήγε κατευθείαν στην Ελπιδα που σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη.
"Λες να έπαθε κάτι το παιδί;" μονολογούσε, μα δεν τολμούσε να πάρει τηλέφωνο να την ανησυχήσει.
Έφτιαχνε τον καφέ της βουτηγμένη στις σκέψεις της και δεν πήρε είδηση το Λάμπρο που ήρθε πίσω της και την έκλεισε στην αγκαλιά του.
-Καλημερα καρδιά μου. Γιατί σηκώθηκες τόσο νωρίς;
-Δεν είχα ύπνο και είπα να σηκωθώ για να μη σε ξυπνήσω.
-Δεν θέλω να ξυπνάω και να ναι άδεια η μεριά σου, είπε γυρνώντας της απότομα στην αγκαλιά του.
-Σιγά παιδί μου, θα χυθεί ο καφές. Άντε ετοιμάσου, περνάει η ώρα, θα αργήσεις στο σχολείο.
-Το σχολείο μπορεί να περιμένει της είπε πονηρά κολλώντας άγρια τα χείλη του στα δικά της.
-Όρεξη έχεις πρωινιατικα, ψέλλισε μόλις κατάφερε να ανασανει.
-Αν δεν έχω όρεξη να κάνω έρωτα στη γυναίκα μου, σε ποια θα έχω μάτια μου; Σε καμία περαστικη;
-Σσσσς, ούτε να ακούω δε θέλω για άλλες, αποκρίθηκε ναζιαρικα τυλίγοντας τα χέρια της στο λαιμό του.

Κόλλησαν τα χείλη τους με πάθος και ορμή. Παρά τα 60 του χρόνια, εξακολουθούσε να τη θέλει σαν τρελός και να μπαίνει στο σώμα της σαν εικοσαρης.
Και κείνη, έμοιαζε να μη χορταινει ποτέ την επαφή τους. Το σώμα της ήταν έτοιμο να τον υποδεχτεί ξανά και ξανά.
Ειδικά τα τελευταία 4 χρόνια που είχε φύγει το παιδί στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσει στη γεωπονική, περνούσαν μια δεύτερη εφηβεία κάνοντας έρωτα με κάθε ευκαιρία και ζώντας όλα όσα στερήθηκαν.

Αφού γεύτηκε λαίμαργα το λαιμό και το στήθος της, κρατώντας την δυνατά απ' τους μηρούς τη γύρισε προς τον πάγκο της κουζίνας με πλάτη προς αυτόν. Μπροστά ακριβώς από το μικρό παραθυράκι.
-Λάμπρο θα μας δουν, προσπάθησε να πει μα η φράση της έμεινε ανολοκλήρωτη.
Μπήκε μέσα της με δύναμη, τρανταζοντας το κορμί της, κάνοντας τη να βογγαει δυνατά. Κολλημένος πάνω της την άγγιζε ανάμεσα στα πόδια με το ένα χέρι,ενώ το άλλο θωπευε άγρια το στήθος της. Μπαινοβγαινε μέσα της άγρια και διαρκώς επιτάχυνε αυξάνοντας την ένταση του. Ολοκλήρωσε μέσα της, ταυτόχρονα με εκείνη που είχε γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα και τα πόδια της από το τρέμουλο και την ένταση σχεδόν δεν ακουμπούσαν στο πάτωμα.
Έμειναν για λίγα λεπτά κολλημένοι, ακίνητοι μέχρι να ηρεμήσουν. Τραβήχτηκε απαλά από μέσα της. Τη βοήθησε να μαζέψει τα ρούχα της από κάτω και μπήκαν μαζι για ένα πρωινό ντουζακι.

Λίγη ώρα μετά, εκείνος παρέδιδε στους μαθητές του και εκείνη ετοίμαζε το μεσημεριανό τους. Η πόρτα χτύπησε απαλά, άνοιξε και είδε έκπληκτη μπροστά της την Ελπιδα.
-Παιδι μου, τι κάνεις εδώ; Γιατί δε μας είπες πως θα έρθεις; Τι συμβαίνει;
Η μικρή έπεσε στην αγκαλιά της κλαίγοντας με λυγμούς. Την έσφιξε στα χέρια της, κάθισε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά της και την πήρε στα πόδια της.
-Κλάψε ψυχούλα μου να ηρεμήσεις, εδώ είμαι γω. Κανείς δε θα σε ενοχλήσει, καρδούλα μου.
Τα χάδια και τα φιλιά της μάνας της την ηρέμησαν και κατάφερε να αρθρώσει δύο κουβέντες.
-Μανούλα μου, βοήθησε με.
-Τι έγινε, κοριτσάκι μου, πες μου.
-Ειμαι έγκυος, είπε με το κεφάλι σκυμμένο.
-Τι είσαι;;; Ωχ, για αυτό είχα το προαίσθημα εγώ το πρωί. Αλάνθαστο ένστικτο. Για πες μου, τι ακριβώς συμβαίνει.
-Δεν ένιωθα καλά, είχα και καθυστέρηση και είπαμε με τη φίλη μου τη Σοφία να κάνω ένα τεστ εγκυμοσύνης. Το κανα και βγήκε θετικό, πριν ολοκληρώσει τη φράση νέα ποτάμια δακρύων εφυγαν από τα μάτια της.
-Και είναι του Νέστορα, έτσι Ελπίδα μου;
-Ε ποιανού θα ναι ρε μαμά, με έχεις για καμία εξωλης και προωλης που πλαγιάζει με τον έναν και με τον άλλον;
-Μια ερώτηση έκανα βρε παιδί μου, μην εκνευριζεσαι. Και; Του το πες;
-Ναι, τον πήρα τηλέφωνο, ήρθε στη Θεσσαλονίκη, του τα είπα όλα και κατεβήκαμε μαζί στο χωριό. Τώρα πρέπει να τα λέει κι αυτός στην κυρά Σοφία.
- Στη συμπεθέρα δηλαδή, είπε χαριτολογώντας.
-Μαμά, έχεις όρεξη για χωρατα; Καταλαβαίνεις τι θα γίνει άμα το μάθει ο μπαμπάς; Δε θα μου το συγχωρήσει ποτέ. Άσε τι θα κάνει στο Νέστορα.
-Σιγά να μην κρύψουμε και την καραμπίνα για να μη σας σκοτώσει. Μια χαρά πολιτισμένος άνθρωπος είναι ο πατέρας σου. Θα πάθει ένα σοκ στην αρχή, θα φωνάξει αλλά μετά θα ηρεμήσει. Αφού τον ξέρεις, η καρδιά του είναι μάλαμα.
-Ποτε του δεν τον χωνεψε το Νέστορα, λες και με προόριζε για κανέναν πρίγκιπα.
-Ησυχασε, αγάπη μου, θα μαλακώσει μόλις μάθει ότι θα γίνει παππούς.
Απορροφημένες στη συζήτηση δεν πήραν είδηση ότι ξέχασαν την πόρτα ανοιχτή. Ο Λάμπρος που γύρισε νωρίτερα στο σπίτι, φτάνοντας έξω από την είσοδο τους, άκουσε τα κλάματα της κόρης του καθώς και την τελευταία της φράση της Ελένης.
-Ποιος θα γίνει παππούς, είπε ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα. Πείτε μου ότι δεν είναι αυτό που φαντάζομαι.
Μάνα και κόρη κοιταχτηκαν αστραπιαία, σηκώθηκε και κάλυψε με το σώμα της τη μικρή ,την αγκάλιασε για να της δώσει κουράγιο.
-Λαμπρο μου, κάθησε καρδιά μου να συζητήσουμε. Δε βοηθάει η ένταση.
-Τι να συζητήσουμε Ελένη; Τι είναι αυτό που άκουσα; Μιλάτε. Μίλα Ελπιδα.

Η μικρή έκλαιγε σπαρακτικά κρυμμένη στην αγκαλιά της μάνας της.
-Αγαπη μου, συνέβη, δε γίνεται να αλλάξει τώρα. Έλα να το συζητήσουμε ήρεμα και να δούμε τι θα κάνουμε.
-Τι συνέβη Ελένη; Έτσι χαλαρά. Πώς συνέβη;
-Θέλεις απάντηση σε αυτό;
-Σταμάτα δε μπορώ να το ακούω ούτε για πλάκα. Αυτός, αυτός ο λιμοκοντορος ο γιος του Άγγελου στο κανε;
-Μαζι το κάναμε μπαμπά, δε με παρενοχλησε. Μαζί έχουμε τόσα χρόνια σχέση.
-Με ποιον παιδί μου έχεις σχέση; Με το μπατσο; Και τον άφηνες να απλώνει τα κουλά του επάνω σου;
-Λάμπρο, κάτσε κάτω και σταμάτα να παραλογιζεσαι. Δε βοηθάς κανέναν έτσι. Μια χαρά παιδί είναι ο Νεστορακος και οι γονείς του είναι καλοί άνθρωποι. Γνωριζόμαστε όλοι, μια ζωή. Μαθητή τον είχες.
-Και επειδή τον είχα μαθητή πρέπει να βάζει χέρι στο κορίτσι μου; Έλα Χριστέ και Παναγια, λογική. Θα με τρελάνουν μάνα και κόρη.

-Μπαμπά, τον αγαπώ και με αγαπάει. Σου λέει τίποτα αυτό; Είμαστε μαζί από παιδιά. Κάποια στιγμή θα παντρευόμασταν και θα κάναμε οικογένεια. Έγινε νωρίτερα.
-Και οι σπουδές σου; Έχεις ένα χρόνο ακόμα στη σχολή. Θα την παρατήσεις για να γίνεις νοικοκυρά, η γυναίκα του..
-Μην το πεις, τον κοίταξε άγρια η Λενιώ.
-Θα τα συνδυάσω, θα προσπαθήσω να τελειώσω τη σχολή ταυτόχρονα με την εγκυμοσύνη και τη γέννα.Ειμαι δύο μηνών, άρα γεννάω Γενάρη. Προλαβαίνω άνετα την εξεταστική του Σεπτέμβρη. Και θα αναπληρώσω την εξεταστική του Φλεβάρη στις επόμενες δύο, αν τα καταφέρω.
-Θα τα καταφέρεις, μάτια μου. Θα πάμε μαζί στη Θεσσαλονίκη για τις εξεταστικές για να κρατάω το παιδί όσο εσύ θα διαβάζεις και θα δίνεις μαθήματα.

-Συγγνώμη, είσαι δύο μηνών, άρα αυτό το ρεμαλι σε άφησε έγκυο το Πάσχα που ήρθες για διακοπές. Κάτω απ' τη μύτη μου βγάζατε τα μάτια σας.
-Φτάνει ρε Λάμπρο, φτάνει. Δε βλέπεις ότι την κάνεις χειρότερα. Τι νόημα έχουν όλα αυτά;
-Πολυ άνετη σε βλέπω, γυναίκα. Σα να τα ξερες όλα αυτά ε; Ήξερες τις πομπές της θυγατέρας μας και μένα δε μου είπες λέξη. Να γελάει ο κόσμος και γω να μην έχω ιδέα.

-Λοιπόν ως εδώ, τέρμα η κουβέντα. Καθηστε στο τραπέζι να φάμε σαν άνθρωποι και όταν ηρεμήσετε και οι δύο, ξανασυζηταμε.
-Εγω δεν έχω όρεξη να φάω,μου την έκοψε ο μπαμπάς με τις γλυκές κουβέντες του,πάω να ξαπλώσω, κλείστηκε στην καμαρη κοπανωντας την πόρτα πίσω της.
-Ούτε εγώ έχω όρεξη να φάω. Πάω να ρίξω μια ματιά στα χωράφια και θα κατέβω στη Λάρισα να δω κάτι λιπάσματα.
-Νηστικός θα πας; Έλα να σου βάλω λίγο φαγητό που σ'αρέσει.
-Με χορτάσατε και συ και η κόρη σου.
-Βρε αγάπη μου, ηρέμησε σε παρακαλώ, είπε γλυκά αγκαλιάζοντας τον διστακτικα.
-Άσε με Ελένη, άσε με να φύγω γιατί είμαι στα όρια μου, είπε κλείνοντας την πόρτα πίσω του με δύναμη.

Άφησε το χρόνο να περάσει για να ηρεμήσουν και οι δύο. Πήρε να βραδιάζει όταν μπήκε δειλά στην καμαρη της μικρής, φορτωμένη με ένα δίσκο με διάφορα καλουδια.
-Σηκω μάτια μου να φας, πέρασαν τόσες ώρες και δεν έχεις βάλει μπουκιά στο στόμα σου.
-Δεν πεινάω μαμά, άσε με.
-Δεν σε αφήνω, είπε και χώθηκε κάτω απ'τα σκέπασμα πλάι στο κορίτσι της.
Η Ελπιδα κουρνιασε στην αγκαλιά της και αφέθηκε στα χάδια της.
-Ακομα δε γύρισε ο μπαμπάς; Δε θα με συγχωρήσει ποτέ για αυτό που έκανα.
-Μη λες χαζά, ο μπαμπάς σου σε λατρεύει, είσαι όλη του η ζωή. Του ρθε ξαφνικό, καρδούλα μου. Άνοιξε ξαφνικά την πόρτα του σπιτιού του και έμαθε ότι θα γίνει παππούς από την κόρη του που τη βλέπει σα μικρό μπιμπελό. Λίγο το χεις;
-Και τι να κάνω ρε μαμά; Να το ρίξω για να μην ταράζεται ο μπαμπάς;
-Τι κουβέντες είναι αυτές, ψυχούλα μου; Θα σου ζηταγε ποτέ ο πατέρας σου τέτοιο πράγμα; Μην τον αδικείς. Λίγο χρόνο θέλει, να το χωνέψει και να σταθεί στο πλευρό σου όπως πρέπει. Θα δεις, θα γίνει ο καλύτερος παππούς του κόσμου.
-Μακάρι, μαμά και συ μου θυμωσες;
-Οχι ψυχή μου, αυτά συμβαίνουν, μέσα στη ζωή είναι. Μη ξεχνάς όμως ότι εγώ σε αντίθεση με τον πατέρα σου ήξερα ότι τα έχετε με το Νέστορα τόσα χρόνια. Αυτόν τον καημένο τον είχαμε στα σκοτάδια. Δεν είναι λογικό να μας θυμώσει;

Της εγνεψε καταφατικά και χώθηκε πιο βαθειά στην αγκαλιά της.
-Ελα τώρα να φας κάτι γιατί δε θέλω το εγγονάκι μου να μένει νηστικό.
Έφαγε τις νοστιμιές της μάνας της και ξάπλωσε.
-Μαμά μείνε λίγο ακόμα μαζί μου, σε έχω ανάγκη.
Ξάπλωσε πλάι της και την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της. Χάιδεψε τα μαλλάκια της όπως όταν ήταν μικρή και μόλις το κορίτσι αποκοιμήθηκε τη φίλησε γλυκά στο μέτωπο και βγήκε απ'την καμαρη.

Είχε πια νυχτώσει όταν γύρισε στο σπίτι ο Λάμπρος. Ο θυμός του δε φαίνονταν να έχει μετριαστεί.
-Ελα να σου βάλω να φας, δε γίνεται να είσαι νηστικός όλη μέρα.
-Δεν πεινάω Ελένη, δεν έχω όρεξη.
-Ελα να πιούμε ένα κρασάκι, ψυχή μου, να ηρεμήσουμε λίγο και να συζητήσουμε. Εμείς όλα τα λύναμε με αγκαλιά και διάλογο.
-Δεν έχω όρεξη, ούτε για κρασιά ούτε για τίποτα. Θα ξαπλώσω.

Έβγαλε τα ρούχα της και ξάπλωσε κι αυτή πλάι του. Τον άγγιξε απαλά στο πρόσωπο και έμπλεξε τα δάχτυλα της μέσα στα μαλλιά του.
-Έτσι θα κοιμηθούμε; Με την πλάτη γυρισμένη; Εμείς δεν έχουμε κοιμηθεί ποτέ μαλωμενοι. Ότι και να γινόταν πάντα με κοιμιζες στην αγκαλιά σου.
Γύρισε προς το μέρος της, ανακαθισε με την πλάτη στο κάγκελο του κρεβατιού και την κοίταξε μέσα στα μάτια.
-Η κόρη σου που είναι;
-Μεσα, πριν λίγο κατάφερα να την ταισω κάτι και να την κοιμισω. Είναι πολύ στεναχωρημένη, καρδιά μου. Δεν έχετε μαλώσει ποτέ. Της στοιχίζει η στάση σου.
-Τοτε να της λέω σε όλα "ναι" για να μην ταράζεται. Και να κάνω γάργαρα το δούλεμα που μου ρίξατε.
-Εμείς δίκιο, αφού η σχέση τους σοβαρεψε, έπρεπε να στο είχαμε πει. Δεν ήταν σωστό να μην το ξέρεις. Αλλά σε ντρέπονταν, αγάπη μου. Δεν ένιωθε άνετα να συζητάει αυτά τα πράγματα μαζί σου.
-Εμενα με ντρέπονταν, αυτόν το κοκοβιο δεν τον ντρέπονταν και πλάγιαζε μαζί του;
-Τωρα γίνεσαι άδικος και παράλογος. Είναι πολύ καλό παλικάρι και το ξέρεις. Ηθικός, τίμιος,δουλευταρας, με μόνιμη δουλειά, χωριανός μας, ξέρουμε όλη την οικογένεια του, την αγαπάει, τη φροντίζει, της φέρθηκε με σεβασμό, τώρα ανέλαβε τις ευθύνες του αμέσως. Μην παραλογιζεσαι. Δε θέλω να γίνεις σαν τον πατέρα μου και να στερήσεις απ'το παιδί μας τη χαρά.

-Μα 21 χρονών παιδί να είναι έγκυος ρε Ελένη; Δεν το χωράει ο νους μου. Τη στείλαμε για σπουδές και αυτή έβγαζε τα μάτια της με το μπάτσο.
-Κοφτο αυτό το "μπάτσο". Και θυμισου λίγο τα δικά μας.
-Να τα θυμηθώ; Δε σε συμφέρει. Εσύ έγινες γυναίκα στα 27 Ελένη, όχι στα 18 σαν την κόρη σου, μην πω και νωρίτερα γιατί θα ανεβάσω πίεση.
-Εγινα γυναίκα στα 27 γιατί με παρατησες 10 χρόνια Λάμπρο μου. Αν ήμασταν μαζί θα χαμε "βγάλει τα μάτια μας" που λες και συ, απ'τα 17. Θυμάσαι πως έκανες ε; Με κόπο σε συγκρατούσα, και σένα και μένα.

-Εγω σε αγαπούσα Ελένη, σε λάτρευα.
-Και αυτός το ίδιο. Με τη διαφορά ότι αυτός δεν την παράτησε, αλλά γύρισε στο χωριό, δουλεύει και την περιμένει να τελειώσει τις σπουδές της.
-Μάλιστα, είναι και καλύτερος από μένα δηλαδή;
-Δεν είπα αυτό, σταματα να κάνεις σαν παιδί. Κατανοώ το σοκ σου αλλά όλα έχουν και ένα όριο.
-Δε μου απάντησες.
-Σε τι να σου απαντήσω; Στο αν είναι καλύτερος από σένα;

Πλησίασε κοντά του σε απόσταση αναπνοής, τόσο ώστε να νιώθει την ανάσα της και τα χείλη της να είναι οριακά να ακουμπήσουν το δέρμα του. Ήξερε καλά ποια ήταν η δύναμη της και πως εκαμπτε πάντα τις αντιστάσεις του.
-Ποιος μπορεί να είναι καλύτερος από σένα, μωρό μου; ρώτησε λάγνα ενώ τα χείλη της έκαιγαν ήδη την επιδερμίδα του.
Πριν προλάβει να αντιδράσει ανέβηκε πάνω του κρατώντας στα χέρια της το πρόσωπο του. Κόλλησε τα χείλη της στα δικά του και τον γεύτηκε πεινασμένα. Η γλώσσα του έψαχνε απεγνωσμένα τη δική της. Της τράβηξε απότομα το μεσοφορι, κάτω, προς τη μέση αφήνοντας τη γυμνή από πάνω. Έμεινε λίγα δευτερόλεπτα να τη χαζεύει και να την αγγίζει απαλά πριν ορμήσει λαίμαργα στο στήθος της.
Ανασηκώθηκε, κατέβασε όσο χρειαζόταν το εσώρουχο και την πιζαμα του, παραμέρισε το δικό της, στηρίχτηκε από τα κάγκελα του κρεβατιού και καρφώθηκε απότομα επάνω του.
Χόρευε πάνω του ανεξέλεγκτα όσο εκείνος δεν έπαιρνε τα χείλη του απ'το στήθος της. Τα χέρια του άγγιζαν δυνατά όλο της το κορμί. Τα σώματα τους συγχρονιστηκαν σε έναν έντονο, παθιασμένο χορό μέχρι που ολοκλήρωσαν με ένταση και δυνατά βογγητα.

Έπεσε πάνω στο σώμα του εξουθενωμένη. Βόλεψε το πρόσωπο της στην καμπύλη του λαιμού του, έμπλεξε τα δάχτυλα του στα μαλλιά της και χαϊδεύοντας με το άλλο χέρι την πλάτη της προσπάθησε να τη συνεφέρει.

-Οτι θες με κάνεις, ψιθύρισε στο αυτί της.
Γέλασε άχνα, ανασηκώθηκε λιγάκι και ελευθέρωσε σιγά σιγά το κορμί της από εκείνον. Έμεινε εκεί, ξαπλωμένη πάνω του να απολαμβάνει τα χάδια του και να αγγίζει το κορμί του.

-Πες μου ότι αύριο θα χει τελειώσει όλο αυτό; Ότι το πρωί θα την πάρεις μια μεγάλη αγκαλιά και θα της υπενθυμισεις ποιος είναι ο πατέρας της.
-Ποιος; τη ρώτησε πονηρά.
-Ο καλύτερος πατέρας, σύζυγος, σύντροφος, φίλος του κόσμου όλου. Ένας άνθρωπος φωτεινός γεμάτος αγάπη, κατανόηση, στοργή και σύνεση.
-Ολα αυτά είμαι Σταμιρη;
-Και ακόμα περισσότερα που δεν είναι ανάγκη να τα ξέρει η κόρη μας. Αγκάλιασε την και άπλωσε της το χέρι. Είναι σε μια δύσκολη κατάσταση και δεν ξέρει πως να τη διαχειριστεί, μας έχει ανάγκη πολλή. Εντάξει, άγγελε μου;

Της εγνεψε καταφατικά, σφίγγοντας την στην αγκαλιά του μέχρι να αποκοιμηθουν και οι δύο.

Πίσω στο Διαφάνι του 2010

-Αντε σταματήστε και οι δύο και μην ξεσηκωνετε το νεραιδακι μου. Εσύ ψυχή μου δε θα μου κάνεις τέτοια. Θα τελειώσεις τη σχολή σου, θα βρεις δουλειά, θα μεγαλώσεις και μετά θα βρούμε τον καλύτερο, τον πιο ιδανικό άντρα για τη νεράιδα μου.
-Βρε μπαμπά λες να προλάβουμε να καπαρωσουμε τον πρίγκιπα Ουίλιαμ πριν παντρευτεί με αυτή τη Μίντλετον; είπε παιχνιδιάρικα η Ελπιδα.
-Σιγά μη δώσω την κούκλα μου, σ' αυτόν τον ξεπλυμενο. Να μου την πάρει στην Αγγλία και να κάνω μαύρα μάτια να τη δω. Όπως ο Νικηφόρος και η Ασημίνα που λαχταρούν να δουν το Σέργιο και τη μικρή του. Ολόκληρο Διαφάνι, ολόκληρη Ελλάδα και ο ανιψιός μας πήρε γυναίκα Γαλλίδα.
-Ο έρωτας δεν έχει λογική, ψυχή μου, έτσι δε λες;
-Έτσι Λενιώ μου, έτσι. Έχεις δίκιο. Αλλά το κορίτσι μου δεν το δίνω.

Πάνω στην ώρα μπήκαν στην αυλή η Δρόσω με την Ασημίνα, κρατώντας σφιχτά η μία την άλλη απ'το μπράτσο.
-Καλως τα κορίτσια μου, φώναξε η μικρή και της έσφιξε στην αγκαλιά της. Ανταπέδωσαν με αγκαλιές, φιλιά και φιλοφρονήσεις.
-Που είναι οι άντρες σας;
-Στο καφενείο, Λάμπρο μου.
-Παω να τους βρω, να κεράσω ένα κρασί τα ξαδέρφια μου τώρα που θα γίνω σήριαλ.
-Με μέτρο το αλκοόλ, ναι ψυχή μου; τον συμβούλεψε η Λενιώ, αγκαλιάζοντας τον απ' τη μέση και αφήνοντας του ένα φιλί στο μάγουλο.
-Ναι ναι, με μέτρο γιατί αν ξαναμεθυσετε θα σας αφήσουμε εκεί, είπε η γυναίκα σου, πες στον Κωνσταντή.

-Καλε τι σήριαλ; Τι λέει ο γαμπρός μας;
-Τωρα θα στα πω θεία, πάω να σας φτιάξω δύο καφεδάκια και έρχομαι να σας πω τα χαιρια της θυγατέρας μου από δω.
-Ωχ και δω μαλώνετε; Και στο σπίτι η Αννετα μάλωνε με τη Δροσουλα μου στο τηλέφωνο πόση ώρα, μας πήρε το κεφάλι.
-Γιατι θεία; Τι της έκανε η ξαδέρφη μου;
-Εκανε αίτηση στο παιχνίδι που παρουσιάζει ο Ρουβάς.
-Στο x factor, αδερφή;ρώτησε η Ελένη.
-Ναι ναι, σ'αυτό. Τραγούδησε, τους άρεσε και τώρα πέρασε στην επόμενη φάση. Θα τη δείξει η τηλεόραση. Η κόρη μου και ο γαμπρός μου είναι έξαλλοι που αντί να μελετάει εξισώσεις στο οικονομικό της Θεσσαλονίκης αυτή τραγουδάει στην Αθήνα. Και μαζί με τη μικρή τα άκουσα και γω γιατί την ξεσήκωνα λέει που της έλεγα πόσο ωραία φωνή έχει και πόσο ταλέντο.
-Εσυ μικρή γιατί δε μιλάς; Το ήξερες;
-Ε κάτι ήξερα και γω βρε γιαγιά, στο σπίτι μου έμεινε η Δροσουλα όταν κατέβηκε για τις auditions ,μαζί πήγαμε.

-Αλίμονο, συμμορία έχετε γίνει πια. Είπες στις θείες τα χαιρια σου; Τις είπες ότι θα τις βγάλεις στο γυαλί;
-Ποιο γυαλί παιδί μου; Να ντυθούμε; Να πάμε κομμωτήριο;
-Θα γίνει κι αυτό, είπε η μικρή γελώντας και τους εξήγησε τι είχε συμβεί.

-Να σου πω μικρή, και τα έγραψες όλα όλα;
-Οχι θεία Δρόσω, το θέμα του θείου Σέργιου και του Πειραιά δε θα τα άγγιζα ποτέ. Ξέρεις πόσο σας αγαπάω, ποτέ δε θα σας έφερνα σε δύσκολη θέση.
Η Δρόσω την αγκάλιασε τρυφερά και άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της.
-Τοτε, από μένα είναι "ναι" κούκλα μου.
-Και από μένα,ψυχή μου, μεγάλο"ναι" και καλή καλή επιτυχία μέσα από την καρδιά μου.

-Ααα, θα με τρελάνετε εσείς. Συμμορία δεν είναι μόνο οι μικρές είναι και οι μεγάλες. Όλες οι τρελοσταμιραινες.
-Γιατι ανιψιά, εσύ τι είσαι; Δεν είσαι Σταμιρακι;
-Εγω με την Αννετα είμαστε Σεβαστινες, απάντησε γελώντας κάνοντας και τα μεγάλα κορίτσια να γελάσουν με την ψυχή τους.

-Και ποια θα με παίξει, για να έχουμε καλό ρωτημα; Θέλω για Δρόσω μια ηθοποιό με ωραία φωνή ε; Να, σαν την Κατερίνα Παπουτσάκη.
-Τι λες βρε θεία; Αυτή είναι μελαχρινή,τι σχέση έχει με σένα που είσαι ξανθιά και γαλανοματα σαν Σουηδέζα;
-Καλα, τότε ας παίξει εμένα η Παπουτσάκη.
-Βρε θεία, πώς θα σε παίξει εσένα; Είναι και ψηλή η κοπέλα.
-Τωρα θα σου λεγα τίποτα για τη μαμά σου και τη γιαγιά σου, μικρή,αλλά έχε χάρη είπε η Ασημίνα γελώντας.

-Ειναι νέοι ηθοποιοί, πρωτοεμφανιζόμενοι οι περισσότεροι αλλά πολύ ταλαντούχοι. Θα έρθουν σύντομα εδώ να γνωριστείτε και να τους συμβουλεψετε.
-Τελεια, αναφώνησαν οι αδερφές ενθουσιασμένες.
-Τελικα, εγώ απέτυχα να βγω στον κινηματογράφο αλλά η κούκλα μας θα με βγάλει στην τηλεόραση, έστω και στα γεράματα.
-Ποια γεράματα, θεια Δρόσω; Εσύ είσαι μια κούκλα. Και οι τρείς σας δηλαδή.

-Ελενακι μου, πιστεύω να διάλεξαν κανέναν ωραίο για να κάνει τον παππού ε; Ο Λάμπρος μου ήταν ο πιο ωραίος άντρας της Θεσσαλίας. Κούκλος.
-Απαπαπα, εδώ κοίτα έρωτα η αδερφή μας στα γεράματα. Πόσα χρόνια κρατάει αυτός ο έρωτας μωρέ Δρόσω;
-Μετρημενα όλα ή να κρύψω; Μεταξύ μας είμαστε, δε θα κρύψω. 74 χρόνια ερωτευμένοι συμπληρώνουν αυτό το Σεπτέμβρη.
-Γιαγια μου, μην ανησυχείς καθόλου. Το "Λάμπρο" τον γνώρισα, είναι κούκλος και πολύ γλυκός άνθρωπος.
-Και ψηλός, ναι πουλάκι μου; Γιατί ο παππούς σου είναι και λεβέντης.
-Ναι, ναι. Φέρε ένα μπασκετμπολίστα για να ναι ευχαριστημένη η αδερφή μας, είπε περιπαιχτικά η Ασημίνα.
-Και η Λενιώ πως είναι;
-Πολυ γοητευτική, εκπέμπει ερωτισμό από χιλιόμετρα.
-Μμμ ωραία.
-Καραμπίνα ξέρει να κρατάει, αγάπη μου; Γιατί άμα δεν ξέρει, τη γιαγιά σου δε μπορεί να την παίξει. Καραμπίνα και Λάμπρος η ζωή της όλη.

-Αντε καλέ μικρή, πάνε φέρε εκείνο το μαραφετι που σου πήρε ο παππούς, που παίζεις όλη την ώρα, για να μας τους δείξεις στο ίντερνετ.
Η Ελένη έφερε το τάμπλετ που της έκανε δώρο ο παππούς της το Πάσχα, έκατσε ανάμεσα στις τρείς αδερφές και άρχισε να τους δείχνει τους ηθοποιούς που θα τους ενσάρκωναν και να τους εξηγεί με λεπτομέρειες τι θα γίνει από δω και στο εξής. Οι γυναίκες χαίρονταν σα μικρά παιδιά. Η νέα αυτή πραγματικότητα τις γέμισε χαρά και προσμονή.

Την επόμενη μέρα στην αυλή του σπιτιού της Λενιώς στήθηκε ένα μεγάλο τραπεζωμα για να γιορτάσουν την επιτυχία της μικρής. Η Ασημίνα με το Νικηφόρο, η Δρόσω με τον Κωνσταντή, η Αννετα με τον άντρα της το Στέλιο, η Ελπίδα με το Νέστορα, η Σοφουλα με τον Άγγελο και φυσικά τα τρία τιμώμενα πρόσωπα, το πρωταγωνιστικό ζευγάρι και η σεναριογράφος. Μεζέδες, ψητά, σαλάτες, γλυκές λιχουδιές και κρασιά έρρεαν άφθονα ντύνοντας με γεύσεις και αρώματα άλλη μια σημαντική στιγμή της οικογένειας τους. Αφού ευχήθηκαν καλή επιτυχία στο κορίτσι ο πατέρας της ετοιμάστηκε για να την πάει στο σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων στη Λάρισα.

Τελευταίους στον αποχαιρετισμό άφησε τους αγαπημένους της παππούδες. Με κόπο κρατούσαν τα δάκρυα τους, όπως κάθε φορά που αποχωριζονταν την εγγονή τους.
Τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του παππού Λάμπρου, φιλώντας τον στοργικά. Την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του, σπρώχνοντας διακριτικά ένα κατοσταρικο στην τσέπη της.
"Αυτό για να πιεις ένα κρασάκι στην υγειά μας", της είπε συνωμοτικά.
Η Λενιώ την αγκάλιασε δυνατά γεμίζοντας φιλιά κάθε σημείο των μαλλιών και του προσώπου της.
-Αυτά είναι για σένα καρδούλα μου, έκανα δύο πραγματακια για να μη χρειαστεί να μαγειρέψεις τις πρώτες μέρες.
-Αυτα,γιαγιακα μου, είναι για να φάει όλη η Αθήνα,είπε γελώντας η μικρή.
"Κάτω κάτω σου χω και ένα φάκελο, να πάρεις ένα φουστανακι ψυχή μου για το καλοκαίρι, τώρα θα σε βλέπει τόσος κόσμος να σαι περιποιημένη",της είπε κρυφά, ανάμεσα στα φιλιά.
Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και οι τρείς και υποσχέθηκαν να τα λένε τακτικά στο τηλέφωνο μέχρι να τους ξανάρθει.

Όταν έκλεισε η πόρτα, κάθισαν πιασμένοι χέρι χέρι στο μικρό καναπεδακι και έκλαψαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Η ηλικία, η αγάπη που της είχαν, ο φόβος μήπως δεν την ξαναδούν τους έκανε ευάλωτους. Κάθε φορά περισσότερο απ'την προηγούμενη..

Continue Reading

You'll Also Like

140K 9.3K 92
Μην κρίνεις το βιβλίο απ'τον τίτλο:) Δεν θα κάνω spoiler, βάλτο στην βιβλιοθήκη σου και πάτα ανάγνωση. Ελπίζω να σου αρέσει:3
832 67 33
Η Άννα μαθήτρια της Α'Λυκειου και μεγάλη θαυμάστρια του Δημήτρη ο οποίος είναι ποδοσφαιριστης του ολυμπιακού και ο έρωτας τους.
107K 3.5K 42
"ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΠΟΥΣΤΗ ΛΟΓΟ ΤΟΝ ΑΦΗΣΕΣ ΝΑ ΣΕ ΑΓΓΙΞΕΙ;" μου φωναξε και αρχισε να με πλησιαζει. "Δεν σε αφορα το τι κανω Αρη. ΠΑΡΑΤΑ ΜΕ!" Φωναξα και πηγα να...
934K 70.5K 56
-Ρε γαμωτο ακουσε με ... -Δεν εχω να ακουσω τιποτα! ..ειπες ή δεν ειπες ψεματα; -Ειπα αλλα δεν το ειπα για κακο.. -Μπορεις να φυγεις μακρυα μου ;.. ...