The Crypt - Η Κρύπτη

By Jonnyrei

96 12 3

Μια συλλογή από ιστορίες μυστηρίου μικρού μήκους, με έμφαση στο παραφυσικό. Οχτώ ιστορίες, περνώντας μέσα από... More

Προειδοποίηση
Η Κρύπτη Άνοιξε
Πεταλούδα της Νύχτας
Καμένη Γη
Γύρισμα της Τύχης
Η Παρέα των Νεκρών, Μέρος 1ο από 2
Η Παρέα των Νεκρών, Μέρος 2ο από 2
Η Κατάρα της Γνώσης
Η Νύχτα της Πεταλούδας, Μέρος 1ο από 2
Η Νύχτα της Πεταλούδας, Μέρος 2ο από 2
Μύρισε Λιβάνι...

Δωμάτιο 12

5 1 3
By Jonnyrei

Μακεδονία, Άνοιξη 2014

 Η μυρωδιά της βενζίνης γέμιζε τα ρουθούνια του. Από τον δρόμο ακούγονταν ανά διαστήματα αμάξια να περνούν, κατά τ' άλλα όμως επικρατούσε μια γαλήνια ηρεμία, με τα λιγοστά τζιτζίκια που ήταν ξύπνια την εποχή εκείνη να τραγουδούν στην ανατολή. Η γλώσσα του είχε γεύση πικρή, αλλά αναζωογονητική χάρη στην καφεΐνη. Μόλις γέμισε το ντεπόζιτο πήγε στο μάρκετ του βενζινάδικου για να πληρώσει και να πάρει έναν καφέ, μιας και το θερμός του είχε αρχίσει να αδειάζει και δεν ήξερε αν θα τον βγάλει μέχρι την Αμφίπολη.

 Τα φώτα του καταστήματος ήταν αρκετά δυνατά. Στο ταμείο βρισκόταν ένας άνδρας γύρω στα τριάντα, μετρίου αναστήματος, όχι παχύς, αλλά ούτε και αδύνατος, με μοναδικό του ρουχισμό ένα λευκό φανελάκι γεμάτο λάδια μηχανής και μια τζιν βερμούδα. Το μικρό μαγαζί που πουλούσε κυρίως λάδια και άλλα αναλώσιμα για το όχημα και τον οδηγό ήταν τυλιγμένο με την οσμή ιδρώτα, βενζίνης και καφέ. Πίσω από τον άνδρα με τη λερωμένη φανέλα ήταν ένα τεράστιο θερμός με μια χάρτινη επιγραφή, κομμένη σαν φούσκα ομιλίας από κόμικ: «Καφές ελληνικός σκέτος, 1€ το μικρό, 3€ το μεγάλο».

 Ο Μάνος έβγαλε το πορτοφόλι του, πλήρωσε για τη βενζίνη και ζήτησε από τον άνδρα να του βάλει έναν μεγάλο καφέ.

 «Νυχτο-οδηγάμε φιλαράκι;», η φωνή του δεν ήταν πολύ διαφορετική απ' ό,τι περίμενε, είχε την αναμενόμενη βραχνάδα για κάποιον που εκτίθεται καθημερινά σε αναθυμιάσεις.

 «Ναι.», απάντησε ο Μάνος. «Έχω κάτι δουλειές εδώ κοντά και δε με βολεύουν τρένα και αεροπλάνα.»

 «Σα τί δουλειές ρε μάστορα;», η απλότητα με την οποία μιλούσε ο βενζινάς τον έκανε να νιώθει πιο άνετα. Συνήθως με τους συναδέλφους του έπρεπε να ελέγχει την κάθε του λέξη.

 «Είμαι αρχαιολόγος.», με τον ντόρο που είχαν δημιουργήσει τα ΜΜΕ, πίστευε πως μόνο αυτό αρκούσε για να καταλάβει ο απλός βενζινάς.

 «Για τον τάφο του Αλέκου πας κι εσύ;»

 «Ναι.», δεν μπήκε στον κόπο να διαφωνήσει. Αν ο κόσμος ήθελε να πιστεύει πως ο τύμβος στην Αμφίπολη ανήκε στον Αλέξανδρο, ας το πίστευε.

 «Να προσέχεις! Μην έρθουν τίποτις Εγγλέζοι και μας πάρουν τα οστά του Μέγα!»

 «Μείνε ήσυχος!», τον διαβεβαίωσε με ένα χαμόγελο. Ώρες ώρες τον διασκέδαζε η αφέλεια των ανθρώπων.

 Αφού πήρε τον καφέ του, μπήκε στο αμάξι του και συνέχισε το δρόμο του. Τρεις ώρες αργότερα, με τον ήλιο πλέον κυρίαρχο στον γαλανό ουρανό, έφτασε στο ξενοδοχείο του. Δεν ήταν κάτι μεγάλο, ένα απλό συγκρότημα δωματίων και διαμερισμάτων. Οι τοίχοι του καταλύματος ήταν βαμμένοι σε μια ξεθωριασμένη απόχρωση του κίτρινου, με καφετί πόρτες και παντζούρια. Στην είσοδο ήταν στημένος ένας πάγκος με τα κλειδιά των διαφόρων δωματίων σε μια προθήκη από πίσω του. Ανάμεσα στην προθήκη και τον πάγκο στεκόταν μια κυρία, ηλικιακά κοντά στα εξήντα, με ένα ροζ, καλοκαιρινό φόρεμα και γεροδεμένο κορμό.

 «Καλημέρα σας!», είπε η γυναίκα, με φωνή που δήλωνε κακομεταχείριση του λαιμού της όσο ήταν νέα. «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;»

 «Καλημέρα σας! Μάνος Αρμενίου ονομάζομαι, πρέπει να έχει γίνει μια κράτηση στο όνομα μου.», απάντησε ακουμπώντας το σάκο του στο δάπεδο.

 «Δώστε μου μισό λεπτό...», η γυναίκα άνοιξε ένα μεγάλο βιβλίο με ονόματα, ημερομηνίες και κόστη. Φόρεσε ένα ζευγάρι στρογγυλά γυαλιά και με τον δείκτη της έψαξε κατά ύψος τη σελίδα μέχρι που σταμάτησε στο όνομα Εμμανουήλ Αρμενίου, γραμμένο με καθαρό, σχεδόν καλλιγραφικό, χαρακτήρα. «Α ναι! Βέβαια, εδώ είναι, είσαστε στο δωμάτιο δώδεκα.», είπε και του γύρισε την πλάτη για να πιάσει το κλειδί του δωματίου. «Είναι στο βάθος του διαδρόμου αριστερά.»

 «Σας ευχαριστώ πολύ!», ο Μάνος πήρε το κλειδί με το αριστερό του χέρι και με το δεξί ξανά σήκωσε το σάκο του.

 Περπάτησε προς τον διάδρομο, οι τοίχοι του οποίου ήταν βαμμένοι με την ίδια κίτρινη απόχρωση που κάλυπτε ολόκληρο το κτίριο. Στο πάτωμα ήταν στρωμένη μια κόκκινη μοκέτα, χωρίς κάποιο μοτίβο να τη στολίζει. Κοιτούσε προσεκτικά τις πόρτες που περνούσε, μέχρι που η ματιά του έπεσε πάνω στην οβάλ μεταλλική πλάκα με τον αριθμό δώδεκα χαραγμένο πάνω της.

 Ξεκλείδωσε και άφησε την φρεσκάδα του καθαρού καταλύματος να τον πλυμμηρίσει. Στον αέρα περιφερόταν η μυρωδιά της λεβάντας, πιθανότατα από κάποιο αποσμητικό χώρου ή από κάποιο καθαριστικό που είχε χρησιμοποιηθεί πρόσφατα. Το δάπεδο ήταν ένα λείο μωσαϊκό, με διάφορα κομμάτια από άσπρα, κόκκινα, κίτρινα και πράσινα πλακάκια. Το κρεβάτι ήταν κοντά στην μπαλκονόπορτα, με μια βαριά, ξύλινη ντουλάπα απέναντι του, ενώ δίπλα από την είσοδο βρισκόταν μια μικρή κουζινούλα· ένας πάγκος με πρόσφατα πλυμμένα κατσαρόλια, μπρίκια, πιάτα και ποτήρια, καθώς και γκαζάκι, φούρνος, ψυγείο και ντουλάπια με επιπλέον οικιακά σκεύη. Πάνω στον πάγκο υπήρχε ένας δίσκος με ένα γυάλινο μπουκάλι λικέρ πορτοκάλι, ένα ακόμα με τσίπουρο και δύο μικρά σφηνοπότηρα. Στους κίτρινους τοίχους υπήρχαν διάφοροι πίνακες με τον περίφημο Λέοντα της Αμφίπολης, τον Λευκό Πύργο και το γνωστό ψηφιδωτό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ένας σε κάθε επιφάνεια του δωματίου. Ανάμεσα από τον πάγκο της κουζίνας και το μονό κρεβάτι υπήρχε μία πόρτα, που πιθανότατα οδηγούσε στο μπάνιο.

 Τακτοποίησε τα ρούχα του στην ντουλάπα και από τον πάτο του σάκου έβγαλε το laptop του μαζί με τον φορτιστή. Η επικεφαλής της ανασκαφής του είχε πει πως θα έστελνε φωτογραφίες από τα λίγα ευρήματα της προηγούμενης ομάδας. Ο κωδικός του Wi-Fi ήταν κολλημένος σε ένα από τα ντουλάπια της κουζίνας, οπότε δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερο πρόβλημα. Μόλις συνδέθηκε στο e-mail του πετάχτηκε πρώτο πρώτο το mail της επικεφαλής. Τον ενημέρωνε πως θα συνεχίσει το έργο που δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν οι συνάδελφοί του μόλις φτάσει στην Αμφίπολη, μαζί με τις ώρες που θα βρίσκεται στον χώρο ανασκαφής προκειμένου να τον κατατοπίσει περαιτέρω.

 Στο κάτω μέρος του μηνύματος ήταν συνημμένες κάποιες φωτογραφίες με τα «σημαντικά ευρήματα της προηγούμενης ομάδας», σύμφωνα με την επικεφαλής. Οι περισσότερες ήταν από τις περιοχές που είχαν βρεθεί κομμάτια από αμφορείς και διάφορα άλλα θραύσματα, αλλά υπήρχαν και τρεις που είχαν παρθεί μέσα από τον τάφο που τράβηξαν την προσοχή του Μάνου. Η πρώτη παρουσίαζε μία πύλη με δύο λεοντόμορφα αγάλματα στο πάνω μέρος της, η οποία οδηγούσε στο σκοτάδι. Και στα δύο γλυπτά έλλειπε η κεφαλή και στις πλάτες τους υπήρχαν μικρά εξογκώματα πέτρας. Ίσως κάποιο μέρος των αγαλμάτων -φτερά πιθανότατα- είχε καταστραφεί. Η δεύτερη φωτογραφία ήταν αρκετά κουνημένη, αλλά μπορούσε να διακρίνει κάποιες λεπτομέρειες. Ήταν μια ψηφιδωτή αναπαράσταση, μάλλον επιδαπέδια, πάνω στην οποία απεικονίζονταν τουλάχιστον τρεις μορφές, αλλά μια μεγάλη διάβρωση -πιθανότατα από την υγρασία και την πίεση- κάλυπτε μεγάλο μέρος του έργου. Τέλος, ήταν μία ακόμα κουνημένη φωτογραφία. Μάλλον απεικόνιζε μια πύλη με δύο αγάλματα στο πλάι της, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει πολύ εύκολα. Αυτό που του έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν πως η πύλη αυτή δεν οδηγούσε μέσα σε σκοτάδι όπως η προηγούμενη. Μέσα στην θολή πύλη μπορούσε αμυδρά να διακρίνει δύο κόκκινες λάμψεις, οι οποίες είχαν δημιουργήσει μια μικρή, κόκκινη γραμμή στη φωτογραφία λόγω της κίνησης της κάμερας.

 Ένιωθε τα μάτια του σιγά σιγά να κλείνουν. Όσο καφέ κι αν είχε εκείνη τη στιγμή στο σύστημα του, ο γλυκός ύπνος τον καλούσε στην αγκαλιά του. Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα ήταν δέκα το πρωί. Στο mail της, η υπεύθυνη τον ενημέρωνε πως θα έπρεπε να βρίσκεται στον αρχαιολογικό χώρο αργά το απόγευμα. Αποφάσισε να ενδώσει. Έκλεισε την οθόνη του φορητού υπολογιστή και τον ακούμπησε πάνω στον σάκο. Απάλλαξε το ταλαιπωρημένο του κορμί από τα ρούχα του και έπεσε στο φρεσκοστρωμμένο κρεβάτι, με τον ύπνο να τον κυριεύει αμέσως.

-ο-

 Καθώς κοιμάται, τα όνειρά του αρχίζουν και παίρνουν μορφή. Βρίσκεται σε ένα κλειστό δωμάτιο, φωτιζόμενο από πυρσούς. Στο πίσω μέρος του δωματίου υπάρχει μία πέτρινη σκάλα που τελειώνει σε ένα στρογγυλό, ξύλινο καπάκι. Από τους τρεις τοίχους, οι δύο -ο ανατολικός και ο δυτικός- έχουν πάνω ζωγραφιές των οποίων τα πρόσωπα φαίνονται γνώριμα· ένας άνδρας με λευκό χιτώνα, πυκνή λευκή γενειάδα και δίχως τρίχα στο κεφάλι του πίνει από ένα ποτήρι καθώς μετατρέπεται σε λευκό καπνό, ενώ στον απέναντι τοίχο ένας γυμνασμένος γέροντας, ξαπλωμένος σε ένα ανάκλιντρο, με πρόσωπο γαλήνιο, αφήνει την ανθρώπινη μορφή του και γίνεται κι εκείνος σύννεφο. Στο κέντρο του δωματίου υπάρχει ένας πέτρινος βωμός, με τα πρόσωπα των δύο ανδρών σκαλισμένα πάνω του και τη λέξη «ΠΡΟΦΗΤΑΙ» γραμμένη στις πλευρές του.

 Δεν είναι μόνος του υπό το φως των πυρσών. Γύρω του υπάρχουν άνθρωποι. Τα χαρακτηριστικά τους καλύπτονται από καθαρούς τελετουργικούς χιτώνες και χάλκινες μάσκες. Φαίνονται να μην τον παρατηρούν. Τέσσερις άνθρωποι στέκονται στις γωνίες του δωματίου. Εκείνοι φορούν λευκά και οι προσωπίδες τους θυμίζουν τον γαλήνιο άνδρα στο τοίχο. Μπροστά από το βωμό στέκεται ένας ιερέας ντυμένος με ιώδη χρώματα και με μάσκα που μοιάζει αρκετά με τον φαλακρό άνδρα με το ποτό. Πάνω στο βωμό είναι ένα νεαρό και ολόλευκο μοσχαράκι, κοκαλιάρικο και ασθενικό, τα πόδια του δεμένα μεταξύ τους και ο λαιμός του δεμένος στο βωμό.

 Ο ιερέας ψέλνει σε αρχαία ελληνικά, ενώ οι πιστοί γύρω του υμνούν τη θεότητά τους κατεβάζοντας τα χέρια τους στα γόνατά τους και σηκώνοντάς τα πάνω από το κεφάλι τους ενώ φωνάζουν το όνομα του «Πλάτωνος Αγαθόν». Μέσα από τις ψαλμωδίες ο Μάνος συγκρατεί ελάχιστα από τα λόγια του ιερέα, κυρίως κάποιες λέξεις που επαναλαμβάνονται, όπως το «Αγαθόν» και «Ιδέαι», αλλά οι περισσότερες δεν φτάνουν καθαρά στα αυτιά του.

 Ο άνδρας με τον μωβ χιτώνα υψώνει το χέρι του και ανοίγει την παλάμη του. Λευκός καπνός αρχίζει να βγαίνει από τα ακροδάχτυλα του, λευκός καπνός ο οποίος παίρνει μορφή. Όσο περισσότερος καπνός βγαίνει από το σώμα του, τόσο λιγοστεύει και η σάρκα στο χέρι του. Στο σκελετωμένο χέρι του ιερέα εμφανίζεται ένα μαρμάρινο στιλέτο, με χαραγμένα γράμματα στις δύο πλευρές της λεπίδας του. Με μια γοργή κίνηση του καρπού το μαχαίρι χώθηκε βαθιά στη σάρκα του μοσχαριού. Το ζεστό του αίμα κοκκίνισε το λευκό του τρίχωμα καθώς κυλούσε από το σώμα στο βωμό και απ' το βωμό στα σκαλιστά πρόσωπα. Το ζωντανό αρχίζει να μετατρέπεται κι εκείνο στον λευκό καπνό που περιτριγυρίζει πλέον το δωμάτιο, μέχρι που εν τέλη αλλάζει. Στη θέση του καχεκτικού ζωντανού εμφανίζονται σιτηρά, αρκετά για να θρέψουν μια μικρή πόλη.

 Όσοι λάμβαναν μέρος στο τελετουργικό αφαιρούν τις μάσκες τους. Κάποιοι από αυτούς έχουν ανδρικά χαρακτηριστικά, ενώ άλλα άτομα έχουν γυναικεία. Τα πρόσωπα τους είναι τραχιά και γεμάτα χώμα και σκόνη. Ο ιερέας βγάζει κι εκείνος τη μάσκα του, αποκαλύπτοντας το νεαρό της ηλικίας του∙ μαύρα κατσαρά μαλλιά πέφτουν από το κεφάλι του καθώς το λουρί της μάσκας τα αφήνει ελεύθερα και τα λαμπερά καστανά του μάτια φαίνονται πλέον καθαρά. Το πρόσωπό του έχει πολλές γωνίες, με ένα θεληματικό πηγούνι να τραβάει κατευθείαν την προσοχή και μάγουλα με ελάχιστη σάρκα πάνω τους.

 Οι πιστοί πλησιάζουν το βωμό με χαμόγελα τα οποία σβήνουν γρήγορα. Η ξύλινη πόρτα στο πάνω μέρος της σκάλας ανοίγει βίαια. Άνδρες με πορφυρά πολεμικά ρούχα, σιδερένιους θώρακες και σπαθιά και δόρατα στα χέρια τους εισβάλουν στο υπόγειο τέμενος και αρχίζουν τη σφαγή. Το αίμα πετάγεται από τα στήθη των αιρετικών σαν πίδακας νερού καθώς οι λόγχες τους τρυπάνε το στήθος, ενώ άλλοι χάνουν τους λαιμούς τους στο άγγιγμα της αιχμή του ξίφους, που αφήνει το περιεχόμενο των αρτηριών τους να κυλήσει άφθονο πάνω στους λευκούς χιτώνες τους.

 Οι αιχμηρές άκρες των όπλων σημαδεύουν τον περικυκλωμένο πλέον ιερέα. Ο Μάνος αντιδρά ενστικτωδώς. Τρέχει μέσα από το βωμό, τους στρατιώτες και τον ιερέα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να φύγει από το σφαγείο, αλλά ένας μυώδης άνδρας κατεβαίνει τα σκαλιά, κάνοντας τον αρχαιολόγο να ξανά βρει το ενδιαφέρον του στο χώρο. Η πανοπλία του είναι εκείνη που φορούσαν οι Ρωμαίοι εκατόνταρχοι και τα χαρακτηριστικά του προσώπου σκληρά∙ μάτια και τριχοφυΐα στο χρώμα του κάρβουνου, με μια πυκνή γενειάδα να καλύπτει το σαγόνι του και μια μικρή ουλή κάτω από το δεξί του μάτι.

 Κατεβαίνει αργά τη σκάλα, με τα χέρια του πίσω από τη πλάτη. Ο ήχος του ξίφους κατά την κάθοδό του είναι εκκωφαντικός μέσα στην σιωπή. Ο Μάνος παραμερίζει στη θέα του κτηνώδους άνδρα. Θα έπαιρνε όρκο πως οι κόρες των ματιών του τον ακολούθησαν στην γωνία της σκάλας. Ο άνδρας μιλά στα αρχαία ελληνικά. Από την βαριά χροιά και αφύσικα μελωδική προφορά του είναι δύσκολο να καταλάβει τις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα του.

 «Ποῖ ἐστί ὁ θησαυρός σου;» ο εκατόνταρχος έδειξε τα ατμίζοντα σιτηρά πάνω και γύρω από το βωμό.

 Ο ιερέας με μάτια σταθερά, αλλά με ένα ελαφρύ τρέμουλο στο χέρι του απάντησε, «Έν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα,» και έκλεισε τα μάτια του, περιμένοντας τις λεπίδες να του σκίσουνε τη σάρκα.

 Ο εκατόνταρχος χαμογέλασε. «Μωρέ φύλαξ,» είπε και έδωσε εντολή στους άνδρες του να τον δέσουν.

-ο-

 Τράβηξε το χειρόφρενο και έσβησε τη μηχανή. Πήρε τα πράγματά του και κατευθύνθηκε προς τον χώρο της ανασκαφής. Με τα απαραίτητα δικαιολογητικά πέρασε την περίφραξη και κατευθύνθηκε προς τη σκηνή της επικεφαλής. Το θέαμα εντός της τέντας ήταν χαοτικό. Στο κέντρο της σκηνής είχε τοποθετηθεί ένα πτυσσόμενο τραπέζι, πάνω στο οποίο υπήρχαν χαρτιά διατεταγμένα σε στοίβες, που όλες μαζί σχηματίζαν ημικύκλιο, με άδειες κούπες από καφέ για αντίβαρο. Στις γωνίες δίπλα από την είσοδο υπήρχαν δυο καρέκλες με βιβλία για τις αρχαίες γραφές -Γραμμική Β, ιερογλυφικά, ακόμα και γραφές των Ίνκα και των Μάγια. Πίσω από το γραφείο, στην άλλη άκρη της σκηνής, ήταν στημένο ένα ράντσο με εμφανείς κόκκους σκόνης στα στρωμένα σεντόνια του. Μια ογκώδης μελαχρινή γυναίκα γύρω στα σαράντα με σαράντα πέντε είναι καθιστή σε μια καρέκλα μπροστά από τις στοίβες των χαρτιών. Στο πλάι της είχε μια κούπα καφέ και δύο κομμάτια χαρτί. Κοίταζε το ένα, που ήταν γεμάτο με περίεργα σχήματα, και έγραφε άτσαλα και γρήγορα στο άλλο.

 Ο Μάνος ξερόβηξε για να τραβήξει την προσοχή της. Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι της από το χαρτί και πλέον οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της φαινόντουσαν ολοκάθαρα.

 «Καλησπέρα σας! Πρέπει να είστε ο κύριος Αρμενίου, έτσι δεν είναι;», τα χέρια της έτρεμαν καθώς ακουμπούσε στην άκρη το στυλό της.

 «Κι εσείς πρέπει να είστε η κυρία Ηρακλέους.», απάντησε εκείνος προσπαθώντας να μην υψώσει την φωνή του. Ήξερε πολύ καλά πώς νιώθει ένας ξενυχτισμένος αρχαιολόγος.

 «Μάλιστα! Εγώ είμαι!», απάντησε η Ηρακλέους, παραμερίζοντας τα χαρτιά της και τοποθετώντας τα με σπασμωδικές κινήσεις σε μία από τις στοίβες. «Παρακαλώ κύριε Αρμενίου, καθίστε!», έκανε κίνηση με το χέρι της στις καρέκλες της εισόδου. Αφού ο Μάνος απάλλαξε μία από το βάρος των βιβλίων την τοποθέτησε μπροστά από το γραφείο της Ηρακλέους.

 «Όπως γνωρίζετε έχουν έρθει στο φως νέα ευρήματα σχετικά με τον τύμβο Κάστα...», η φωνή της ακουγόταν μηχανική, σαν τηλεφωνητής που εκφωνεί ένα ηχογραφημένο μήνυμα. «Πρόσφατα ανακαλύψαμε νέα δωμάτια, για τα οποία δυστυχώς μετά από μία κατολίσθηση δεν μπορέσαμε να μάθουμε αρκετά.»

 «Πώς είναι η προηγούμενη ομάδα;», ο Μάνος δε ρωτούσε μόνο από ενδιαφέρον για τους συναδέλφους του. Περισσότερο ήθελε να μάθει πόσο μεγάλος ήταν ο κίνδυνος.

 «Όλοι βγήκαν αρτιμελείς από σωματικής πλευράς...», η Ηρακλέους ξεφύσηξε και έτεινε ένα από τα χαρτιά μιας στοίβας προς εκείνον. «Τώρα, οι αναφορές τους είναι άλλο θέμα.», ο Μάνος το πήρε στα χέρια του. Το χαρτί ήταν γεμάτο από περίεργα σύμβολα, με ιδιαίτερη έμφαση σε κύκλους και τελείες. Ξαφνικά το χάος που επικρατούσε στη σκηνή έβγαζε νόημα.

 «Τί γραφή είναι αυτή;»

 «Μακάρι να ήξερα!», είπε η γυναίκα ξεφυσώντας, με μια έκφραση απογοήτευσης σχηματισμένη στο πρόσωπο της. «Προσπαθώ μέρες να βγάλω άκρη, αλλά δεν θυμίζει κανένα καταγεγραμμένο και αποκρυπτογραφημένο αλφάβητο.»

 «Δε γίνεται απλά να άρχισαν να γράφουν αρλούμπες.»

 Η Ηρακλέους ξεφύσηξε και πάλι. «Οι εξετάσεις τους ήταν καθαρές. Εικάζουμε ότι πρέπει να ήταν κάποιες αναθυμιάσεις στον τύμβο, αλλά ο εξοπλισμός οξυγόνου τους ήταν εντάξει. Δεν μπορώ να βγάλω άκρη και με πιέζουν να συνεχίσω την ανασκαφή.»

 «Υπέροχα...», είπε με έναν σαρκαστικό τόνο ο Μάνος, ενώ της επέστρεφε το χαρτί. «Και με ποιους θα συνεργαστώ;»

 «Θα είστε με την κυρία Βασιλάκη Ευαγγελία, που είναι ειδικός στη Μακεδονική ιστορία, και τον κύριο Παρασκευόπουλο Δημήτρη του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Αν θυμάμαι καλά έχετε ξανά συνεργαστεί στο παρελθόν και με τους δύο.»

 «Ναι, έχουμε ξανά δουλέψει, αλλά όχι σε ανασκαφή.», απάντησε λησμονώντας την αρχαιολογική έκθεση του 2006. «Είναι μια καλή ευκαιρία να γίνει κι αυτό.»

 «Ωραία!», του έδωσε το απαραίτητο πάσο, καθώς και μια λίστα με τον εξοπλισμό που θα χρειαστεί να παραλάβει από την αποθήκη. «Ξεκινάτε επισήμως αύριο στις οχτώ το πρωί. Δεν έχουμε πολύ χρόνο.»

 «Υπέροχα!», απάντησε με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο. «Θα είμαι εδώ.»

 Ο Μάνος βγήκε από τη σκηνή και κοίταξε γύρω του. Ο ήλιος που πλησίαζε στο έδαφος έδινε στον ουρανό ένα θερμό χρώμα. Το χρώμα τούτο ταίριαζε απόλυτα με τις μπεζ σκηνές που είχαν στηθεί εντός του χώρου της ανασκαφής και το χώμα που είχε αντικαταστήσει το γρασίδι που στεκόταν κάποτε γύρω από τον τύμβο. Κατευθύνθηκε προς το μεταλλικό φράχτη έξω από τον οποίο είχε παρκάρει.

 Λίγα μέτρα πριν την πύλη άκουσε κάτι. Έμοιαζε με μια αρρενωπή φωνή να είναι ακριβώς πάνω από το σβέρκο του. Ένιωθε αέρα, σαν από ανάσα, να χτυπά το εξωτερικό του αυτιού του. Κάποιος του ψιθύρισε. Ο ψίθυρος ήταν τόσο σιγανός που δε μπορούσε να διακρίνει τίποτα άλλο παρά μόνο ένα συνονθύλευμα συμφώνων και φωνηέντων. Γύρισε προς τα πίσω να δει το πρόσωπο εκείνου με το κακόγουστο χιούμορ, αλλά το μόνο που αντίκρισε ήταν οι σκηνές και στο βάθος ο τύμβος.

 Σαν υπνωτισμένος άρχισε να περπατά προς τον τάφο. Είχε πλέον απομακρυνθεί αρκετά από τις τέντες και η φωνή του ξανά μίλησε με τον ίδιο χαμηλό, ακατανόητο και ανατριχιαστικό τόνο. Είχε φτάσει μπροστά από την πόρτα του τύμβου. Μέσα μπορούσε να διακρίνει μόνο το σκοτάδι. Η φωνή του ξανά μίλησε, δίχως να μπορεί διακρίνει τι λέει. Τα μάτια του είχαν πλέον χαθεί μέσα στο σκοτάδι. Στο βάθος κάτι είχε αρχίσει να σχηματίζεται. Δύο κόκκινες λαμπερές κηλίδες έρχονταν όλο και πιο κοντά κι εκείνος στεκόταν ακίνητος, λες και βρισκόταν σε νιρβάνα.

 Όταν πλέον οι λάμψεις βρίσκονταν σχεδόν στην πόρτα, ο Μάνος κούνησε με δύναμη το κεφάλι του. Κοιτούσε γύρω του σαν χαμένος μέχρι που αντίκρισε τις κόκκινες κηλίδες στην είσοδο του τάφου. Άρχισε αμέσως να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση μέχρι που έφτασε λίγα μέτρα πριν από την πύλη της ανασκαφής.

 Βγήκε έξω από την περίφραξη λαχανιασμένος, με παγωμένο ιδρώτα να τρέχει στην πλάτη και το κούτελο του. Με τρεμάμενο χέρι ξεκλείδωσε την πόρτα του οχήματος και κάθισε στη θέση του οδηγού, ακουμπώντας ελαφρά το κεφάλι του στο τιμόνι. Μπορούσε να αισθανθεί τα μάτια του να βουρκώνουν. Σκούπισε το πρόσωπό του και έβαλε μπρος το αυτοκίνητο. Πήγαινε αργά και προσεκτικά, σχεδόν δεν ανοιγόκλεινε τα μάτια του. Η διαδρομή που υπό κανονική ταχύτητα θα του έπαιρνε μόνο μισή ώρα κράτησε το διπλάσιο. Προχώρησε προς το δωμάτιο κοιτώντας γύρω του μόνο με τις κόρες των ματιών του, δίχως τα βλέφαρα του να αγγίζουν το ένα τ' άλλο.

 Μπήκε στο δωμάτιο δώδεκα και κλείδωσε την πόρτα. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, κοιτώντας το πάτωμα με μάτια ορθάνοιχτα. Οι σκέψεις έτρεχαν στο μυαλό του σαν άγρια άλογα. Εκείνες οι λάμψεις, είχαν κάτι γνώριμο, κάτι το οποίο το είχε ξανά δει, αλλά ο νους του δε μπορούσε να επαναφέρει την ανάμνηση. Η φωνή που άκουσε. Εκείνη η αρρενωπή φωνή με τη βαριά χροιά και τον μελωδικό τόνο. Του έμοιαζε οικεία, ότι την είχε ξανά ακούσει. Με τα χέρια του να τρέμουν έβγαλε τα ρούχα του. Χρειαζόταν ένα καλό μπάνιο και ξεκούραση. Ίσως να ήταν η φαντασία μου, σκέφτηκε, είμαι σχεδόν όλη μέρα στο δρόμο και το μυαλό μου κάνει παιχνίδια.

-ο-

 Οκτώ η ώρα το πρωί βρισκόταν στον αρχαιολογικό χώρο. Οι μαύροι κύκλοι που άρχιζαν να σχηματίζονται κάτω από τα μισόκλειστα βλέφαρά του φανέρωναν τις δύο ώρες που είχε μπορέσει να κοιμηθεί. Είχε ντυθεί με ανοιχτά χρώματα για να μην τον βαρέσει βαριά ο ήλιος και η ζέστη∙ ένα γαλάζιο πουκάμισο και μπεζ παντελόνι, αρκετά ελαστικό ώστε να έχει ελευθερία κινήσεων, αλλά ταυτόχρονα και επαγγελματικό, μαζί με ένα μπεζ καπέλο τζόκεϊ. Παρέλαβε τον απαραίτητο εξοπλισμό από την αποθήκη, μία φιάλη οξυγόνου συνοδευόμενη από μάσκα προστασίας, γυαλιά και ζώνη με μικρές αξίνες, σφυράκια και βούρτσες.

 Όταν ήταν έτοιμος κατευθύνθηκε προς τον τύμβο. Στην είσοδο τον περίμεναν τρεις φιγούρες, μία με πλατιά, αρρενωπά χαρακτηριστικά, τη μάσκα οξυγόνου του να κρέμεται στο λαιμό του και από το πλατύ, καστανό μουστάκι του να τρέχει μαγιονέζα από το σάντουιτς που έτρωγε∙ μία εξίσου πλατιά, αλλά πιο θηλυκή σιλουέτα, με μια κόκκινη κοτσίδα να βγαίνει από το πίσω μέρος του λευκού καπέλου της, μια φωτογραφική μηχανή να κρέμεται από το λαιμό της, οι τσέπες του φαρδιού παντελονιού της φουσκωμένες από μπουκάλια με νερό και η μάσκα οξυγόνου της στο αριστερό της χέρι∙ τέλος η χαρακτηριστική μορφή της Ηρακλέους στεκόταν και μιλούσε με τη Βασιλάκη περί ανέμων και υδάτων.

 Έφτασε κοντά τους και μετά τους τυπικούς καλημερισμούς, η Ηρακλέους τους έστειλε στον τάφο με συγκεκριμένες οδηγίες και με συσκευές επικοινωνίας σε περίπτωση που συμβεί κάτι:

 «Λοιπόν, θα ήθελα να σας θυμίσω πως η προηγούμενη ομάδα μπόρεσε να μελετήσει τα δύο πρώτα δωμάτια. Παρέδωσαν κάποιες αναφορές που έβγαζαν νόημα τις οποίες εμπιστεύτηκα στη κυρία Βασιλάκη, αλλά δεν είναι αρκετές και δυστυχώς το μόνο που μπόρεσαν να ανασύρουν ήταν μια φτερούγα από άγαλμα και μερικά πήλινα θραύσματα, μάλλον από αγγεία. Η ανασκαφή θα θεωρείται επιτυχής αν μπορέσετε και φωτογραφίσετε καλώς τις επόμενες αίθουσες και ανασύρετε ευρήματα που θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε την χρήση του κτίσματος, έγινα σαφής;»

 Και οι τρεις τους έγνεψαν καταφατικά. Φόρεσαν τις μάσκες οξυγόνου τους, τους φακούς κεφαλής τους και με τη Βασιλάκη μπροστά άρχισαν να κατεβαίνουν την ξύλινη ράμπα που είχε τοποθετηθεί πάνω από την αρχαία σκάλα. Το φως του ήλιου εξασθένησε σχετικά γρήγορα κατά την κάθοδό τους. Η κλεισούρα και η μούχλα διαπερνούσε τις μάσκες τους, αλλά ήταν κάτι που είχαν συνηθίσει. Άναψαν τους φακούς τους και αντίκρυσαν την πρώτη πύλη. Ο Παρασκευόπουλος έβγαλε ένα μαγνητόφωνο από τη τσέπη του παντελονιού του, το έφερε κοντά στη μάσκα του και πάτησε το REC.

 «Πρώτη πύλη, φαίνεται κατασκευασμένη από μαρμάρινους πλίνθους, η άνω κατασκευή φαίνεται να είναι αψιδωτή το εσωτερικό της οποίας διακοσμείται από λεοντόμορφα αγάλματα δίχως κεφαλές. Κυρία Βασιλάκη, ποια είναι η πρώτη σας γνώμη;»

 «Είμαι αρκετά μπερδεμένη.», απάντησε η Βασιλάκη καθώς ο Παρασκευόπουλος έφερνε κοντά της το μαγνητόφωνο. «Οι λέοντες είναι μακεδονικό σύμβολο...», έστρεψε το φακό της προς τα μισοκατεστραμμένα αγάλματα, «...αλλά τα αποκόμματα στη πλάτη του ενός δηλώνουν την ύπαρξη φτερών. Δε βλέπω μέρος της χαίτης στο υπόλοιπο άγαλμα, οπότε ίσως πρόκειται για σφίγγες; Οι πλίνθοι από την άλλη θυμίζουν Βαβυλώνια αρχιτεκτονική. Ίσως αν απομακρύνουμε τη σκόνη να μπορέσουμε να διακρίνουμε περισσότερες λεπτομέρειες.» κοίταξε προς το Μάνο και παραμέρισε.

 Ο Μάνος έβγαλε από τη ζώνη του μια βούρτσα για αρχή και ξεσκόνισε σημεία του τοίχου.

 «Υπάρχει κάτι κύριε Αρμενίου;» ρώτησε η Βασιλάκη

 «Κάτι υπάρχει. Χαρακιές!», απάντησε ο Μάνος συνεχίζοντας να αφαιρεί περισσότερη σκόνη από την πέτρα. «Χαρακιές που είναι πολύ... τέλειες για να έχουν γίνει από βράχους ή από φυσική διάβρωση. Ίσως να έχουν γίνει από λεπίδα. Μάλλον μαχαίρι ή σπαθί.»

 «Ίσως έγινε κάποια μάχη;», είπε ο Παρασκευόπουλος

 «Αν έγινε θα πρέπει να ήταν από αλλόθρησκους.», συμπλήρωσε η Βασιλάκη. «Με βάση αυτά που ξέρουμε για τον τύμβο ήταν ιερό μέρος και ως εκ τούτου, άσυλο.»

 «Ας προχωρήσουμε στο δεύτερο δωμάτιο.», πρότεινε ο Μάνος, «Μπορεί να βρούμε απαντήσεις πιο μέσα.»

 Μετά από έναν έλεγχο λειτουργίας του ασύρματου προχώρησαν πιο μέσα. Πλέον το φως του ήλιου δεν ήταν παρά μια πρότερη ανάμνηση και μοναδικός τους φωτισμός ήταν οι φακοί τους. Η μυρωδιά της κλεισούρας και της μούχλας γινόταν όλο και πιο έντονη. Στο δάπεδο υπήρχαν κάποια απομεινάρια από χαλάσματα και χώμα, κατάλοιπα όσων δεν είχε μπορέσει να αποβάλλει εντελώς το συνεργείο. Ένα ελαφρύ βουητό έφτανε στα αυτιά όλων τους, ή τουλάχιστον έτσι πίστευε ο Μάνος. Μόλις μπήκαν στο χώρο, ο Παρασκευόπουλος άρχισε να τραβά φωτογραφίες τις δύο καρυάτιδες που κοσμούσαν την επόμενη πύλη υπό τον φωτισμό του φακού του.

 Άρχισαν να μαγνητοφωνούν τις παρατηρήσεις τους, ενώ ο Μάνος καθάριζε προσεκτικά κομμάτια του τοίχου και του δαπέδου. Καθώς αφαιρούσε σκόνη από τον ανατολικό τοίχο κοντά στη καρυάτιδα, βαθιά μέσα στην πέτρα ήταν σφηνωμένο ένα μεταλλικό σκεύος. Το αντικείμενο, που δεν ήταν πολύ πιο μεγάλο από κλειδαρότρυπα, είχε ωοειδές σχήμα, με κενό το κέντρο του και με μια μικρή ράβδο στο εσωτερικό του. Φώναξε κατευθείαν τον Παρασκευόπουλο, ο οποίος έβγαλε τις απαραίτητες φωτογραφίες. Βγάζοντας ένα μικρό καλέμι μπόρεσε να χαλαρώσει την πέτρα και έπειτα χρησιμοποιώντας μια λεπτεπίλεπτη τανάλια ελευθέρωσε το κειμήλιο από την πέτρινη φυλακή του.

 Η σκουριασμένη λεπίδα δόρατος βγήκε σκονισμένη από το τοίχο, με το καρφί που την συνέδεε στο όπλο ακόμα πάνω της. Ο Μάνος άρχισε να ξεσκονίζει την αιχμή, ενώ και οι δύο συνάδελφοι του βρίσκονταν από πάνω του. Η σκόνη που έπεσε φανέρωσε την επιγραφή που κάλυπτε: «VICI»

 «Vici;», απόρησε η Βασιλάκη.

 «Λατινικά;», ο τόνος του Παρασκευόπουλου ήταν εκείνος απορίας και έκπληξης.

 «Είναι αυτό δυνατόν;», ρώτησε ο Μάνος καθώς τοποθετούσε την απαραίτητη καρτέλα στο εύρημα.

 «Οι ναοί αυτοί συνυπήρχαν με τον πρώιμο ρωμαϊκό πολιτισμό, αλλά όπλα μέσα σε ιερό χώρο; Και οι Ρωμαίοι ήταν ειδωλολάτρες, θα έδειχναν σεβασμό, τουλάχιστον με βάση όσα ξέρουμε.» η απάντηση της Βασιλάκη δεν ήταν ικανοποιητική και τα στοιχεία άρχιζαν να περιπλέκονται.

 Ο Μάνος τοποθέτησε το δόρυ σε μία από τις ειδικές σακούλες και την άφησε στην άκρη. Θα την έπαιρνε κατά την έξοδό του μαζί με άλλα μικρά ευρήματα που ίσως ανακάλυπταν. Ένιωθε την καρδιά του να πάλλεται γρήγορα. Το υποσυνείδητό του τον προειδοποιούσε για κάτι, αλλά ο νους του δε μπορούσε να καταλάβει τί.

 Είχε έρθει η ώρα να μπουν στο τρίτο δωμάτιο. Εκεί που είχε γίνει η κατολίσθηση και όπου η προηγούμενη ομάδα είχε σταματήσει την έρευνά της. Μόλις το φως των φακών τους μπήκε στο δωμάτιο τους εξέπληξε η έλλειψη χαλασμάτων. Ο χώρος ήταν αψεγάδιαστος, με τις ψηφίδες του δαπέδου να αντανακλούν το τεχνητό φως και να το διοχετεύουν σε όλο το δωμάτιο. Το βουητό ακουγόταν πολύ πιο δυνατά και τη μυρωδιά της μούχλας και της κλεισούρας πλέον συνόδευε και η μυρωδιά κάτι σάπιου, πιθανότατα προσφορών με τις οποίες είχε ταφεί το πρόσωπο του τύμβου.

 Η επιδαπέδια αναπαράσταση ήταν ξεκάθαρη στο Μάνο τώρα που δεν την έβλεπε κουνημένη. Ο Άδης πάνω στο άρμα του άρπαζε την Περσεφόνη προς τον κάτω κόσμο, με έναν χρυσοντυμένο Ερμή να τον βοηθά. Πάνω στα άλογα του άρματος υπήρχε μια μεγάλη διάβρωση η οποία τράβηξε το ενδιαφέρον του Μάνου.

 Το σημείο που είχε υποστεί τη διάβρωση δεν ήταν λείο, όπως περίμενε, αλλά τραχύ, με μικρούς κρατήρες, σαν κάποιος να είχε αφαιρέσει τις ψηφίδες. Χτύπησε το σημείο με το σφυράκι του και άκουσε αντίλαλο. Κούφιο. Χτύπησε ξανά το δάπεδο και μαζί με τον αντίλαλο επέστρεψε και ένας ψίθυρος. Ένας ψίθυρος ενός άνδρα, με χροιά βαριά και φωνή μελωδική. Ο ψίθυρος ήταν αρκετά δυνατός για να μπορέσει να διακρίνει τις λέξεις αυτή τη φορά. Τον καλούσε. Τον πρόσταζε να ανοίξει την καταπακτή και να μάθει τα μυστικά του κόσμου. Να δει το Αγαθό και να βγει από το σπήλαιο. Να πάψει να είναι δεσμώτης των σκιών.

 Κινούνταν εντελώς μηχανικά. Οι συνάδελφοί του τον ρωτούσαν αν είχε βρει κάτι, αλλά εκείνος τους αγνοούσε. Στάθηκε πάνω από τη διάβρωση και πήδησε δυο φορές. Το σάπιο ξύλο υποχώρησε από το βάρος κι ο Μάνος χτύπησε πάνω στην πέτρινη σκάλα, τρυπώντας την φιάλη οξυγόνου του.

 Βρισκόταν στον βωμό των Προφητών. Ο άνδρας τον καλούσε. Τον καλούσε να τραβήξει τις γλώσσες των σκαλιστών προσώπων και να δει το Αγαθό. Το ήθελε. Το ήθελε πολύ!. Τράβηξε τις αλυσίδες μέσα στα κεφάλια των αγαλμάτων και ο βωμός υποχώρησε. Μια δυνατή μωβ λάμψη πλημμύρισε το χώρο. Ήθελε να πάει κοντά. Ήξερε ότι εκεί είναι το Αγαθό. Οι συνάδελφοί του, τρομαγμένοι πλέον, τον ακολούθησαν όσο βυθιζόταν στον αρχαίο ναό. Του φώναζαν, προσπάθησαν να τον τραβήξουν, αλλά μάταια.

 Βρέθηκε μπροστά από μια αψίδα στο τοίχο, με τέσσερις γυάλινες πέτρες στις γωνίες της. Μέσα από την αψίδα παραγόταν ένα εκτυφλωτικό φως, λευκό στο κέντρο και ιώδες όσο απομακρυνόταν από την πηγή του. Οι δύο κόκκινες λάμψεις εμφανίστηκαν μπροστά από την αψίδα, με το λαμπρό φως να παράγει αρκετό καπνό για να δώσει μια οικεία, ανθρωπόμορφη σιλουέτα γύρω τους.

 Ο φόβος που είχε νιώσει στην πρώτη τους συνάντηση είχε πλέον χαθεί. Τα μάτια του είχαν χάσει το καστανό τους χρώμα. Οι κόρες του είχαν χαθεί μέσα στο άσπρο. Στεκόταν και θαύμαζε το πλάσμα. Το πλάσμα που του υποσχέθηκε τη γνώση.

 Οι συνάδελφοί του μπήκαν στην κρύπτη και αντίκρυσαν το απόκοσμο θέαμα. Ο Μάνος απλά στεκόταν μπροστά από το φως, τα μάτια του κενά και μ' ένα χαμόγελο απόλαυσης στο πρόσωπό του. Το πλάσμα μίλησε και η φωνή του αντήχησε μέσα στην Κρύπτη. Πόσο κοστίζει η ελευθερία σου;

 Ο Μάνος γύρισε το πρόσωπό του προς τους συναδέλφους του. Το χαμόγελό του άλλαξε. Η απόλαυση είχε φύγει και στη θέση της υπήρχε χαρά. Η χαρά που έχει το χαμόγελο του δολοφόνου πριν επιτεθεί στο θύμα. Οι δύο κόκκινες λάμψεις εξαφανίστηκαν από τον αέρα και άναψαν μέσα στα μάτια του Μάνου.

 «Έκανε την επιλογή του!», η φωνή που έβγαινε από το στόμα του Μάνου δεν ήταν η δική του. Η χροιά του ήταν τραχιά και βαριά, αλλά με έναν τόνο μελωδικό, με μια μικρή δυσκολία στην προφορά των ελληνικών συλλαβών.

«Επιτρέψτε μου τώρα να παραλάβω το έπαθλό μου!», με τα λόγια του αυτά οι δυο αρχαιολόγοι πάγωσαν στο σημείο που στέκονταν.

Το σώμα του Μάνου κατευθύνθηκε προς το μέρος τους. Δεν έβγαλαν κραυγή. Δεν τους άφησε. Χαμογέλασε καθώς οι δύο από τις τέσσερις γυάλινες σφύρες γέμιζαν με το φρέσκο αίμα τους. Βγήκε από την κρύπτη και έφερε το βωμό στη θέση του. Αφού ανέβηκε τη σκάλα έτεινε το χέρι της σάρκινης μαριονέτας του μπροστά από το ψηφιδωτό. Λευκός καπνός άρχισε να βγαίνει από τις άκρες τον δακτύλων του, καπνός που όσο έβγαινε έκανε το χέρι ισχνό. Τοποθέτησε ένα νέο καπάκι πάνω από το δάπεδο. Το χέρι του επέστρεψε στην αρχική του μορφή και κατεύθυνε το σώμα του Μάνου προς την έξοδο. Είχε χρόνια να αισθανθεί το φως του ήλιου πάνω στο δέρμα του.

ΤΕΛΟΣ

Continue Reading

You'll Also Like

575K 29.4K 55
"Πες μου σε παρακαλώ ότι το θες αυτό όσο το θέλω κι εγώ" είπε με κομμένη την ανάσα. Ένιωθα κατακόκκινη, η ντροπή μου ήταν εμφανής άλλη μία φορά. Τε...
69K 6.9K 86
Μία νηπιαγωγός. Μία μυστηριώδης σκοτεινή φιγούρα που ακολουθεί το κάθε της βήμα. Εκεί που η κοπέλα πίστευε πως δεν υπάρχουν δαίμονες, μαθαίνει ότι μπ...
28.2K 3.3K 83
"Tetralogy" 1.The ghost girl (completed) • Ο Μαρτίνους βλέπει πράγματα που κανείς άλλος δεν βλέπει. Φτάνει στο σημείο να απειλείται η ζωή του αδερφού...
138K 11.2K 55
Η Νόρα ταξιδεύει στο μαγικό νησί της Σύρου έχοντας μια πληγή στη καρδιά, τον Μάνο. Ένα ταξίδι που ξεκινάει σαν μια οικογενειακή επανένωση, σύντομα θα...