Η Χώρα των Χρωμάτων

By LouAshton

9 2 3

Όπως τα περισσότερα πράγματα που εχω γράψει ποτέ ,έτσι και αυτό το περίεργο διήγημα , το είδα στον ύπνο μου... More

Η Χώρα των Χρωμάτων

9 2 3
By LouAshton

Το κορίτσι που ονομαζόταν Οσάφι , άνοιξε τα μάτια της.

"Όχι πάλι.." ψιθύρισε.

Από το σκοτάδι του ύπνου βρέθηκε στο σκοτάδι της κάμαρας της. Το κερί είχε σβήσει κατά τη διάρκεια της νύχτας. Άπλωσε το χέρι της στο κομοδίνο και άρπαξε τα σπίρτα. Πέρα από την ανάσα της , δεν ακουγόταν τίποτε άλλο. Έξω, η μέρα δεν είχε αρχίσει ακόμα.

Άναψε το κερί και σηκώθηκε απ΄ το κρεβάτι. Η πρώτη αίσθηση που είχε ήταν ζέστη. Το νυχτικό της είχε κολλήσει πάνω στο σώμα της. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και ζεσταινόταν πολύ.

Σέρνοντας τα βήματά της , πλησίασε τον καθρέφτη και αντίκρισε το ίνδαλμα της. Τα κατάμαυρα μαλλιά της ήταν ανακατωμένα και το πρόσωπό της αναψοκοκκινισμένο λες και είχε τρέξει χιλιόμετρα ολόκληρα. Η λευκή της νυχτικιά ήταν γεμάτη μπογιές . Το ίδιο τα χέρια της και τα γυμνά της πόδια. Έμοιαζε με πίνακα τρελού ζωγράφου που είχε οδηγηθεί σε παροξυσμό δημιουργίας. Κόκκινο , κίτρινο , μπλε...όλα τα χρώματα και οι αποχρώσεις τους είχαν διασκορπιστεί πάνω της. Και το χειρότερο ήταν ότι δεν ήταν η πρώτη φορά

Ακόμα θολωμένη από τον ύπνο , προσπάθησε να συγκεντρώσει τις σκέψεις της. Κάποιες φορές τη βοηθούσε αυτή η διαδικασία .Υπήρχαν μέρες που κατάφερνε να ανασύρει εκείνες τις θαμμένες αναμνήσεις της άλλης Οσάφι , όπως την αποκαλούσε. Δεν είχαν πάντα συνοχή και κυρίως ήταν αποσπασματικές εικόνες αλλά κατάφερνε να βγάλει κάποιο νόημα.

Συνήθως έβλεπε τον εαυτό της να στέκεται μπροστά στον καμβά της . Μπορούσε να αισθανθεί τις κινήσεις των χεριών της αλλά ποτέ δεν έβλεπε τον καμβά. Αυτό το έβλεπε όταν ξυπνούσε.

Κάτω από το κρεβάτι της έκρυβε τους πίνακες. Ακόμα και αυτούς που είχαν γίνει κομματάκια. Ακόμα και αυτούς που είχαν σπάσει , εκείνους με το σχισμένο πανί και φυσικά εκείνους που απλά δεν έβγαζαν νόημα. Έκρυβε και μερικούς που μπορεί να είχαν μια δυο πιτσιλιές. Μπορεί να ήταν σπατάλη αλλά δεν μπορούσε να ζωγραφίσει πάνω τους. Εκείνες οι πιτσιλιές ίσως έκρυβαν κάτι. Κάποιο μήνυμα. Αν ζωγράφιζε πάνω τους θα ήταν σαν να τους κατέστρεφε.

Έσφιξε τις γροθιές της , βυθίζοντας τα νύχια της βαθιά μέσα στο κρέας. Μόρφασε από τον πόνο αλλά δεν σταμάτησε. Βοηθούσε στην διαδικασία. Είδε πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα τον εαυτό της να καθαρίζει τα πινέλα της. Είδε να βάζει στην άκρη τον πίνακα που είχε τελειώσει , εκείνον με τα εξωτικά πουλιά που είχε δει σε εκείνο το βιβλίο. Είδε τα χέρια της να τοποθετούν ένα καινούριο λευκό καμβά πάνω στο καβαλέτο και στη συνέχεια να τον καλύπτουν με ένα παλιό πανί. Ακολούθησε την εικόνα μέσα στο μυαλό της λες και κάποιος είχε ρίξει ψίχουλα στο δρόμο. Είδε τον εαυτό της να κάνει μπάνιο , να αλλάζει στην λευκή της νυχτικιά και να ελέγχει την βαριά μεταλλική πόρτα που την κρατούσε φυλακισμένη. Έπειτα την είδε να ξαπλώνει και να αποκοιμιέται.

Έως εκεί , όλα καλά. Όλες αυτές οι εικόνες ήταν δικές της, της ξύπνιας Οσάφι. Αυτές όμως που αναζητούσε , δεν ήταν καθαρά δικές της. Έκλεισε τα μάτια της πιο σφιχτά και μαύρες βιαστικές μορφές άρχισαν να εμφανίζονται από παντού. Τις παραμέρισε , είχε γίνει πολύ καλή σε αυτό πια , και έψαξε τι κρυβόταν από πίσω.

Υπήρχαν φορές , όπως αυτή , που αυτά που θυμόταν δεν είχαν καμία σχέση με αυτό που έψαχνε. Αναβίωναν αναμνήσεις που τη θύμωναν ή την έθλιβαν. Όλες διαδραματίζονταν μέσα στο δωμάτιο της, άλλωστε η τελευταία φορά που είχε βρεθεί έξω ήταν πολύ μικρή για να έχει αναμνήσεις. Άλλοτε θυμόταν τη παραμάνα που τη μεγάλωσε ώσπου έγινε έντεκα. Άλλες φορές θυμόταν τις μικρές συζητήσεις που έκανε με εκείνον τον φρουρό που πια δεν περνούσε έξω από το δωμάτιο της , αν και πίστευε ότι ήταν ο ίδιος που της έφερνε το φαγητό της. Απλά δεν της μιλούσε πια. Θυμόταν τον εαυτό της να ζωγραφίζει ώρες , εικόνες από τα αμέτρητα βιβλία που είχε στην κατοχή της. Και μετά ερχόντουσαν οι φωνές του ανθρώπου που ονόμαζε πατέρα. Άκουγε τον θυμό του έξω από τη πόρτα, έβλεπε τον εαυτό της , σε διάφορες στιγμές της ζωής της ,να κουλουριάζεται στην γωνία της κάμαρης της. Άλλοτε έκλαιγε άλλοτε είχε ένα πείσμα στο πρόσωπό της , αλλά πάντα είχε τα αυτιά της βουλωμένα. Αρνιόταν να ακούσει τα σκληρά λόγια που έβγαιναν από το στόμα αυτού του ανθρώπου. Ήξερε όμως...

Όλα αυτά , λες και ήταν γραμμένα να εμφανίζονται με αυτή τη σειρά , περνούσαν και τώρα πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα ,κρύβοντας τις πραγματικές αναμνήσεις της προηγούμενης νύχτας.

Όταν ο πόνος στις παλάμες της έγινε ανυπόφορος , σταμάτησε τη προσπάθεια. Άνοιξε τα μάτια της και βάλθηκε να κοιτά το είδωλο της στον καθρέφτη.

Εξέτασε τα δάχτυλά της ένα – ένα , θαυμάζοντας τα χρώματα που είχαν βάψει το δέρμα της. Μελέτησε τους συνδυασμούς , ακόμα και τη φορά των πιτσιλιών. Υπήρχε κάτι τρομερά οικείο σε αυτό το φαινομενικά τυχαίο σχέδιο που είχε εμφανιστεί πάνω της. Πλησίασε το τραπέζι που στοίβαζε τα σύνεργα αλλά ο χώρος ήταν ακριβώς όπως τον είχε αφήσει το προηγούμενο βράδυ. Ο καμβάς της επίσης στην ίδια θέση που τον άφηνε πάντα , με το παλιό σεντόνι να το προφυλάσσει από τη σκόνη.

Ήλπιζε ότι κάτι θα ξυπνούσε κάποια ανάμνηση , αλλά μάταια.

Η τελευταία της ελπίδα κρεμόταν από τον πίνακα. Ίσως αν έβλεπε τι είχε δημιουργήσει αυτή τη φορά να θυμόταν κάτι. Πλησίασε το καβαλέτο χωρίς να το κοιτά απευθείας. Είχε πάντα το ίδιο αίσθημα φόβου. Δεν μπορούσε να το δικαιολογήσει. Φοβόταν τι; Έναν πίνακα; Μία ζωγραφιά που είχε φτιάξει ένας κομμάτι της που ξυπνούσε μόνο τη νύχτα; Τι ήταν αυτό που τη τρόμαζε στη πραγματικότητα; Μέσα της ήξερε βέβαια , όλοι ξέρουν τι φοβούνται. Μόνο που η Οσάφι δεν ήθελε να το παραδεχτεί.

Το παλιό , κιτρινισμένο πανί κάλυπτε τον πίνακα όπως πάντα. Έμοιαζε στην ίδια θέση όπως το είχε ρίξει ο ¨ξύπνιος¨ εαυτός της. Έβλεπε το χέρι της να απλώνεται και να τραβά τον πανί. Αυτή η απλή κίνηση είχε ήδη γίνει μέσα στο κεφάλι της αλλά όχι στην πραγματικότητα. Το χέρι της αρνιόταν να κάνει τη διαδρομή. Η σκέψη του τι μπορεί να έβρισκε από κάτω την σταματούσε.

Ένα ζεστό αεράκι άγγιξε το χέρι της , κόβοντας τις σκέψεις της.

Γούρλωσε τα μάτια της καθώς το κιτρινισμένο πανί ανακαθόταν στην επιφάνεια του καμβά λες και ο αέρας το είχε σπρώξει από πίσω. Είχε όντως δει αυτό που πίστευε ότι είχε δει ή το μυαλό της τελικά έσπαγε σε χιλιάδες κομμάτια;

Προτού προλάβει να επεξεργαστεί αυτή τη σκέψη , ένα ακόμα ρεύμα αέρα , πιο ζεστό και πιο έντονο από το πρώτο , χάιδεψε το σώμα της. Το πανί ανυψώθηκε πάλι , υπακούοντας τους νόμους της βαρύτητας , αποκαλύπτοντας την επιφάνεια του πίνακα.

Κάτι υπήρχε εκεί. Κάτι είχε σίγουρα ζωγραφιστεί από το χέρι της . Από το χέρι του άλλου της εαυτού.

Χωρίς να το σκεφτεί παραπάνω , τράβηξε το πανί και το έριξε στο πάτωμα. Μια λάμψη , άγνωστη στα μάτια της , ξεχύθηκε στο μουντό δωμάτιο. Μια γλυκιά θέρμη χάιδεψε το πρόσωπό της και ασυναίσθητα χαμογέλασε. Δεν είχε ξαναδεί κάτι τόσο μαγευτικό ποτέ πριν στη ζωή της , σε κανένα βιβλίο και σε καμιά εικόνα. Αυτό που έβλεπε ήταν εξωπραγματικό , πέρα από κάθε φαντασία.

Ένα λιβάδι κοσμούσε το κάτω μέρος του καμβά. Ήταν γεμάτο κίτρινα λουλούδια , ηλιοτρόπια θυμόταν ότι λεγόντουσαν. Στη μέση απλωνόταν μια καταπράσινη πεδιάδα , στολισμένη με αμέτρητα δέντρα και άνθη. Όλα τους χρωματιστά και υπέροχα.

Πάνω και δεξιά υπήρχε μια βαθιά μπλε θάλασσα. Κύματα ταξίδευαν στην ράχη της, Και ακριβώς απέναντι , στην άλλη γωνία το πίνακα , δέσποζε ένα πέτρινο τοίχος με χρωματιστές σημαίες στις επάλξεις του.

Όλο αυτό το λαμπερό τοπίο έμοιαζε να ρέει. Κάθε κομμάτι του χυνόταν μέσα στο επόμενο λες και ήταν ζωντανό. Και το βάθος του σου έδινε την εντύπωση ότι συνεχιζόταν για πάντα , σαν απύθμενο πηγάδι. Πλησίασε τον πίνακα και αισθάνθηκε για τρίτη φορά εκείνο το ζεστό αεράκι. Έκλεισε τα μάτια της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Μύρισε την αλμύρα τις θάλασσας και την ευωδιά του φρέσκου χορταριού. Ανάμεσα τους έπιανε τα εκατοντάδες αρώματα των λουλουδιών και ενώ δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει όλα αυτά τα αρώματα , τα ήξερε. Μπορούσε να τα χωρίσει , να τα κατηγοριοποιήσει λες και είχε περάσει όλη της τη ζωή κάνοντας ακριβώς αυτό. Όλα της ήταν πιο οικεία και γνώριμα από τη κάμαρη που είχε περάσει όλη της τη ζωή. Ο κόσμος του πίνακα ήταν παλιός γνωστός , έτσι μπορούσε να περιγράψει την αίσθηση που είχε, σαν την παραμάνα της ή τον φύλακα που ήταν σίγουρη ότι της έφερνε ακόμα τα γεύματά της.

¨Οσάφιιιιιι......!¨

Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τη πόρτα της, Κάποιος είχε ψιθυρίσει το όνομα της. Είχε ακουστεί από πολύ κοντά.

¨Οσάφιιιιιι....!¨ ακούστηκε ξανά.

Ήταν δυνατόν; Είχε έρθει από το εσωτερικό του πίνακα; Αυτή η φωνή είχε ξεπηδήσει από το λιβάδι και τα δέντρα;

¨Οσάφιιιιιιιι....! τρίτη φορά.

Ναι , ήταν σίγουρη ότι η φωνή , που δεν ήταν μόνο μία , ερχόταν από τον πίνακα.

Κόλλησε το πρόσωπο της στον καμβά και ένιωσε τον αέρα να παρασέρνει τις αφέλειες της . Είδε τις κορυφές των δέντρων να πηγαίνουν πέρα δώθε , ακολουθώντας τον άνεμο. Είδε τη θάλασσα να ρέει και τα κύματα να σκαν στα βράχια. Και με κάθε κύμα που αυτοκτονούσε , εμφανιζόταν ακόμα ένα. Γλάροι έκανα κύκλους πάνω από τα ταραγμένα νερά .Κάποιοι απλά ισορροπούσαν πάνω στα αέρινα ρεύματα και άλλοι , πιο τολμηροί , βουτούσαν με φόρα στα κύματα κερδίζοντας το γεύμα της ημέρας.

Οι σημαίες στην κορυφή του πέτρινου τοίχους κυμάτιζαν και αυτές με την σειρά του. Της έδιναν την εντύπωση ότι την χαιρετούσαν ή την καλούσαν , δεν μπορούσε να αποφασίσει. Ο πίνακας ήταν ζωντανός . Ζούσε στον δικό του χώρο μέσα σε ένα ολόδικο του χρόνο.

Η Οσάφι ένιωσε μια ελαφριά , γλυκιά ζαλάδα. Πήρε μια βαθιά ανάσα ρουφώντας πάλι όλα τα αρώματα του κόσμου του πίνακά της. Ναι , ήταν δικός της. Αυτή τον είχε δημιουργήσει . Μπορεί να είχε τα ινία εκείνη η άλλη Οσάφι , εκείνη που ξυπνούσε μόνο τη νύχτα , αλλά η ιδέα ήταν δικιά της. Για αυτό όλο αυτό της ήταν οικείο. Ο κόσμος αυτός ήταν δικός της και προσπαθούσε όλο αυτό τον καιρό να βγει από μέσα της.

Έτρεξε στο κρεβάτι της και ανασήκωσε το σεντόνι. Τράβηξε τα κουτιά με τους προηγούμενους πίνακες που είχε φτιάξει εκείνη η άλλη Οσάφι. Τους έβγαλε έξω και τους άπλωσε στο πάτωμα.

Τους παρατήρησε για λίγο ώσπου άρχισε να βλέπει το μοτίβο , τα κομμάτια του παζλ που της ερχόντουσαν με λάθος σειρά και διαστρεβλωμένη εικόνα. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ πριν να ενώσει όλα αυτά μεταξύ τους. Πως θα μπορούσε άλλωστε; Την πρώτη φορά είχε τρομάξει τόσο που έκανε να ζωγραφίσει βδομάδες ολόκληρες. Τη δεύτερη έκλαψε σαν μικρό παιδί και την τρίτη έπαθε τέτοια κρίση που δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Και ήταν τόσο μόνη. Πάντα μόνη μέσα στην φυλακή του πατέρα της. Και πόσο λαχταρούσε να μιλήσει με κάποιον , να μοιραστεί όλα αυτά που βίωνε. Ίσως και να ρωτήσει επιτέλους τι είχε κάνει και της άξιζε να ζει σαν ζώο κλεισμένη στο κλουβί. Γιατί την είχε φυλακίσει; Γιατί τη μισούσε; Γιατί τις φώναζε με μίσος εκείνα τα βράδια; Γιατί;

¨Οσάφιιιι......¨

Πλησίασε τον πίνακα ξανά. Οι φωνές ήταν υπαρκτές και τη καλούσαν.

¨ Ποιος είσαι;¨ ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.

¨ Πες μας την ιστορία σου Οσάφι. Πες μας για το κορίτσι που του χαρίσαμε το όνομα της το βράδυ που γεννήθηκε...¨

¨Το όνομα μου ;¨

¨ Το ψιθυρίσαμε στο αυτί της μάνας την ώρα που ερχόσουν στη ζωή.... Πες μας...¨

¨Δεν ξέρω τι να πω... δεν έχω τι να πω...έχω ζήσει μόνο εδώ μέσα , σ΄ αυτούς τους πέτρινους τοίχους. Είχα μια παραμάνα κάποτε που μου έμαθε τον κόσμο. Μου έφερνε βιβλία κάθε μέρα , όσα μπορούσε να κουβαλήσουν τα χέρια της. Τα άφηνε εδώ , δεν πήρε πίσω ποτέ κανένα. Ήταν τα δώρα της , έλεγε. Μου έμαθε τα χρώματα και τις αποχρώσεις τους. Τα πινέλα και τους καμβάδες. Μου έφερνε κάθε μέρα εργαλεία και είναι το μόνο πράγμα που δεν σταμάτησε ποτέ. Κάθε μέρα κάποιος μου φέρνει κι άλλα. Έπειτα ήταν εκείνος ο φύλακας. Μου μιλούσε πίσω από τη πόρτα , πάντα χαμηλόφωνα. Μου έλεγε ιστορίες και μου περιέγραφε πράγματα που δεν είχα δει ποτέ. Όμως κι αυτός σταμάτησε. Όπως σταμάτησε να έρχεται η παραμάνα. Μερικές φορές έρχεται και εκείνος. Μόνο που δεν μου μιλά. Μόνο φωνάζει και ουρλιάζει και οι λέξεις που φτύνει μπερδεύονται και δεν βγάζουν νόημα. Όταν έρχεται αυτός φοβάμαι , και μαζεύομαι στην γωνία μου. Ευτυχώς δεν μπαίνει ποτέ μέσα. Δεν θέλει να με δει. Το ξέρω...¨

¨Πες μας τι θες Οσάφι...¨

¨Θέλω...να μάθω ποιοι είστε; Γιατί δεν είσαι ένας...τόσες φωνές μαζί...τις ακούω μια μια.¨

¨Οι άνεμοι και οι βοριάδες. Οι νοτιάδες και τα ανατολικά ρεύματα.....Πες μας τι θέλεις Οσάφιιιι....¨

¨Ποιος είναι αυτός ο τόπος;¨

¨Ο τόπος σου....¨

¨Αν είναι δικός μου , γιατί είμαι εδώ και όχι εκεί;¨

¨Σε κλείδωσε και σε έκρυψε. Σε φυλάκισε για να κρατήσει τον κόσμο στο σκοτάδι. Για να μη δημιουργήσεις . Όπως και τη μητέρα.¨

¨Ποια είμαι...;¨

¨Η βασίλισσα και αρχόντισσα. Το φως και το φεγγάρι. Η γη και τα πλάσματα. Ο άνθρωπος και τα παιδιά του. Το χρώμα και οι αποχρώσεις. Η δημιουργός και η Οσάφι.¨

Η Οσάφι παρατήρησε τον πίνακα πίσω από τα υγρά της μάτια. Αν έχανε το μυαλό της τελικά , δεν τη πείραζε πια.

Ένα σμήνος πουλιών πετάχτηκε από τις συστάδες των δέντρων και κατευθύνθηκε προς το τοίχος. Ακολούθησε την πορεία τους σαν υπνωτισμένη. Τα είδε να χάνονται πίσω από το τοίχος και για πρώτη φορά πρόσεξε κάτι. Έμοιαζε με στέγες σπιτιών και πυργίσκους. Έμοιαζε με δρόμο και καπνό που έβγαινε από καμινάδα.

Υπήρχε ζωή πίσω από εκείνο το τοίχος και είχε την εντύπωση ότι την περίμεναν.

Άγγιξε με τα ήδη χρωματισμένα της δάχτυλα την επιφάνεια και εκείνα βούλιαξαν μέσα , λες και δεν ήταν πια κάτι στέρεο. Ούτε η ίδια. Τράβηξε τα δάχτυλά της πίσω και ένας ρουφηχτός ήχος γέμισε την κάμαρη της. Γέλασε καθώς παρατηρούσε τα δάχτυλα της. Ένα γέλιο φυσικό , άνετο και τόσο όμορφο. Ακούμπησε πάλι τα δάχτυλα της στον καμβά και τα άφησε να απορροφηθούν. Συνέχισε μέχρι τον αγκώνα. Ο αέρας πια ταξίδευε ανάμεσα από τα δάχτυλά της.

Πέρασε και το άλλο χέρι και στη συνέχεια έκλεισε τα μάτια της για να περάσει και το πρόσωπό της. Βυθίστηκε ολόκληρη μέσα στον τόπο αυτό . Κράτησε τα μάτια της κλειστά για λίγο ακόμα αφήνοντας τις υπόλοιπες αισθήσεις της να πειστούν. Δύο , τρία λεπτά και έπειτα τα άνοιξε.

Η ομορφιά την κατέκλυσε ολόκληρη . Ο ήλιος έλαμπε από πάνω της , ολοστρόγγυλος και φωτεινός σαν χρυσό κέρμα. Περπάτησε με τα γυμνά της πόδια ανάμεσα στα ηλιοτρόπια . Άγγιξε τα πέταλα με προσοχή γιατί φοβόταν ότι θα χάνονταν από μπροστά της. Μύρισε τα αρώματα , ενόχλησε μερικές μέλισσες στη πορεία και εκείνες πέταξαν μακριά τραγουδώντας τον αρχαίο σκοπό τους.

Πίσω της , ο καμβάς που είχε γίνει πύλη, έστεκε σαν στόμα ανοιχτό. Μπορούσε να δει μέσα του το δωμάτιο της. Οι πέτρινοι τοίχοι που την κρατούσαν φυλακισμένη άρχισαν να ξεφτούν και να πέφτουν στο πάτωμα σαν πετσιά. Ότι είχε αφήσει πίσω , διαλυόταν σε κάθε της βήμα.

Συνέχισε να προχωρά , ρίχνοντας που και που μια κλεφτή ματιά πίσω της . Δεν ένοιωθε πια φόβο. Την είχε γεμίσει ο ενθουσιασμός και ένα επιτακτικό αίσθημα περιέργειας. Ήθελε να συνεχίσει. Να δει τι υπήρχε πιο κάτω. Ήθελε να μπει στο δάσος και να περπατήσει ανάμεσα στις συστάδες των δέντρων. Επιτάχυνε το βήμα της και δεν σταμάτησε.

Ο αέρας ακόμα κουβαλούσε το όνομα της . Ξεπηδούσε ανάμεσα από τα δέντρα , βουτούσε στο χώμα και αναδυόταν ξανά. Ξανά και ξανά σαν ξόρκι. Ζώα έτρεχαν τριγύρω, Ελάφια και άγρια κουνέλια. Πουλιά χρωματιστά και γκρίζα ποντικάκια του αγρού. Τα αισθανόταν , τα μύριζε . Και μαζί τους ο ήχος των κυμάτων και οι κραυγές των πεινασμένων γλάρων. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω της και φώναξε με όλη της τη δύναμη ¨Αντίο¨!

Όταν η Οσάφι δεν πήρε το δίσκο με το πρωινό της , ο φύλακας δεν έδωσε σημασία. Θεώρησε ότι ίσως κοιμόταν ακόμα και δεν είχε ακούσει το χτύπημα στη πόρτα. Τον παράτησε εκεί και συνέχισε τις πρωινές του δουλειές. Το μεσημέρι , όταν επέστρεψε με το μεσημεριανό της , και βρήκε τον δίσκο ακόμα στο πορτάκι , άρχισε να ανησυχεί.

Χτύπησε τη πόρτα δυο φορές , χωρίς όμως να πάρει απάντηση. Αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν υπήρχε ψυχή γύρω του , γονάτισε στο πορτάκι και φώναξε το όνομα της . Πάλι όμως δεν πήρε καμία απάντηση. Προσπάθησε να δει μέσα αλλά το σκοτάδι ήταν πυκνό.

Το επεξεργάστηκε για λίγο και αφού άφησε τη φωνή της λογικής να επικρατήσει , έτρεξε ως το δωμάτιο του Αφέντη. Τον βρήκε όπως πάντα καθισμένο μπροστά στον μαύρο πίνακα , να κοιτά αμίλητος το τίποτα. Του είπε γρήγορα τι είχε γίνει , κοιτώντας το πάτωμα.

Τον ακολούθησε ως το δωμάτιο της Οσάφι αποφεύγοντας να τον κοιτάξει. Ο Αφέντης ήταν πολύ τρομαχτικός άνθρωπος. Τον είδε να βροντά τη πόρτα με βία και έπειτα να βγάζει το κλειδί απ' τη τσέπη του. Το κουβαλούσε πάντα μαζί του αν και δεν έμπαινε ποτέ μέσα. Δεν ήθελε να δει τη κόρη του , πράγμα που έκανε τον φύλακα πάντα να απορεί τι σόι πατέρας ήταν αυτός. Δεν τον πλήρωνε όμως για να έχει απορίες ή σκέψεις για το τι λογής άνθρωπος ήταν ο Αφέντης , και πάντα σιωπούσε.

Με χέρια τρεμάμενα, τον είδε να ξεκλειδώνει και να μπαίνει σαν σίφουνας μέσα. Εκείνος πάλι προτίμησε να μην τον ακολουθήσει. Στάθηκε στην πόρτα όση ώρα ο Αφέντης έψαχνε. Τον είδε να ανάβει ένα κερί και να επιθεωρεί το πάτωμα που ήταν γεμάτο με πίνακες. Είδε το σκληρό πρόσωπο του να σκοτεινιάζει και ασυναίσθητα έκανε ένα βήμα πίσω. Τον είδε να επεξεργάζεται έναν πίνακα που βρισκόταν πάνω στο καβαλέτο.

Δεν του άρεσε το ύφος του αφέντη. Μια αδύναμη φωνούλα μέσα του του έλεγε να τρέξει. Κρατήθηκε όμως στη θέση του περιμένοντας εντολές. Αντί όμως για αυτό , ο Αφέντης άρχισε να γρονθοκοπά τον πίνακα και να ουρλιάζει σαν θηρίο. Έβριζε και έφτυνε κατάρες ώσπου δεν είχε μείνει τίποτα από τον πίνακα.

Φώναξε το όνομα της κόρης του καθώς τα μάτια του έγινα μαύρα. Το ασπράδι δεν υπήρχε πια. Το σώμα του άρχισε να διαστέλλεται να γιγαντώνεται. Τα χέρια του μάκρυναν και τα νύχια του έγιναν μυτερά και κίτρινα.

¨Τη πήρααααααααααν!!¨ φώναξε αλλά η φωνή δεν ήταν πια ανθρώπινη.

Ο φύλακας άρχισε να οπισθοχωρεί . Ο Αφέντης δεν ήταν πλέον ο Αφέντης. Το πλάσμα που έβλεπε μπροστά του δεν ήταν γήινο. Ήταν δαίμονας της νύχτας , ένας Αφέντης του σκότους. Ήταν ο ίδιος ο τρόμος.

Άρχισε να τρέχει πανικόβλητος , προειδοποιώντας όλους στο πέρασμα του να φύγουν , να τρέξουν μακριά.

Πίσω του , τον ακολουθούσε το σκοτάδι . Ένα βαθύ , αρχαίο σκοτάδι που υπήρχε από την αρχή των πάντων. Σύντομα θα τον έφτανε. Δεν θα προλάβαινε...το ήξερε.

Και λίγο προτού χαθεί , σκέφτηκε την Οσάφι και τις μικρές τους συζητήσεις. Θυμήθηκε το ασθενικό φως του κεριού που γλιστρούσε απ' το πορτάκι που έπαιρνε τους δίσκους με το φαγητό της. Θυμήθηκε τη γλυκιά της φωνή και την αθωότητα της. Θυμήθηκε τη παραμάνα που του είχε πει στα κρυφά ότι η Οσάφι ήταν το φως που είχε κλαπεί από τον κόσμο τους. Του είχε πει ότι η δύναμη που έκρυβε μέσα της ήταν τέτοια που θα κατάφερνε κάποια μέρα να αλλάξει την ιστορία. Του είχε πει ό,τι θα τους απελευθέρωνε απ' αυτή τη κόλαση.

Τότε κατάλαβε. Τη στιγμή που το σκοτάδι βρισκόταν πίσω του, κατάλαβε.

Σταμάτησε να τρέχει , έκλεισε τα μάτια και άφησε το σκοτάδι να τον καταπιεί.

Το Φως είχε ελευθερωθεί και το Σκοτάδι έτρεχε γιατί είχε χάσει. 

Continue Reading

You'll Also Like

3.6K 198 47
Δύο αδέλφες η μία παιθανε σε τροχαίο ή έτσι τουλάχιστον φαίνεται , η άλλη πως θα αντιδράσει όταν μάθει πως η αδερφή της της αφήνει το μεγαλύτερο μέρο...
30.7K 1.1K 28
Τι θα γίνει όταν επιστρέψει η ζωή μετά από 5 χρόνια Ελλάδα μαζί με τον γιό της; Θα είναι ξανά με τον Jack;
109K 6K 67
"Μεγάλωσες, ωριμασες" Χαμογελάω ειρωνικα "Δεν θα έμενε το δεκαεφτά χρόνο κορίτσι που σε ερωτεύτηκε και την πρόδωσες. Η ζωή προχωράει" "Εγώ όμως όχι...