Θα φύγω

21 3 2
                                    

Η μέρα έφτασε. Σάββατο συγκεκριμένα. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα τους έβλεπε. Η Γη είχε αγκαλιάσει τον Ήλιο 12 φορές από τότε που πάτησε το πόδι της για πρώτη φορά σε αυτό το σχολείο. Και τώρα όλα τελείωναν. Η βιβλιοθήκη που περνούσε τον περισσότερο χρόνο της όλα αυτά τα χρόνια είχε γεμίσει τώρα κόσμο. Η ησυχία που επικρατούσε συνήθως είχε δώσει την θέση της σε μία απαλή βαβούρα που δημιουργούταν από τις συζητήσεις των διάφορων παρεών και την ήρεμη τζαζ που έπαιζε από τα μεγάφωνα σε όλο τον χώρο. Στα μάτια της υπήρχε μία νότα μελαγχολίας. Ένιωθε όμως ότι δεν θα έπρεπε. Δεν είχε κάποιο παράπονο. Είχε περάσει στο πανεπιστήμιο που στόχευε, και δεν θα έχανε επαφή με κανέναν από τους κοντινούς της φίλους. Μήπως ήταν ο φόβος της νέας αρχής; Μπορεί! Κάτι άλλο όμως συννέφιαζε το πρόσωπο της Ερμιόνης.
Έτσι όπως καθόταν στην αγαπημένη της γωνία είδε στο βάθος έναν νεαρό. Ψηλός, κομψός, φορώντας ένα ακριβό κουστούμι, με μία ιδιαίτερα πράσινη γραβάτα και όπως πάντα απολύτως… εκνευριστικός, ο Ντρέικο στεκόταν στην άλλη γωνία της αίθουσας. Αυτός ο αλλοδαπός μαθητής που είχε έρθει από την Αγγλία μιλούσε τώρα με δύο κοπέλες, φλερτάροντας ταυτόχρονα και με τις δύο. «Ευτυχώς που δεν θα χρειαστεί να βλέπω αυτόν από εδώ και πέρα τουλάχιστον», σκέφτηκε και άφησε έναν αναστεναγμό αηδίας. Δεν ήταν κρυφό πως δεν τον συμπαθούσε. Άλλωστε όλοι γνώριζαν για την διαμάχη που υπήρχε μεταξύ τους. Είχε ξεκινήσει νομίζω στην πέμπτη δημοτικού όταν ο Ντρέικο κέρδισε έναν διαγωνισμό φιλαναγνωσίας χωρίς να διαβάσει κανένα βιβλίο, αφού την εργασία του διαγωνισμού την έκανε η μητέρα του. Οι δύο κοπέλες χασκογελούσαν με οτιδήποτε έβγαινε από το στόμα του νεαρού. Αυτό έκανε την Ερμιόνη να αηδιάσει ακόμα πιο πολύ. «Μα πόσο χαζές μπορεί να είναι για να τους αρέσει αυτός;», σκέφτηκε. «Η διάθεσή μου έγινε χειρότερη και γι’ αυτό κατηγορώ εσένα», μονολόγησε κοιτώντας τον Ντρέικο. Εκείνος από την άλλη άκρη της αίθουσας, λες και τα άκουσε όλα γύρισε και κοίταξε την κοπέλα. Αυτό το γεγονός έκανε την Ερμιόνη να κάνει αναστροφή και να ξεκινήσει να κατευθύνετε προς την πόρτα για να τον αποφύγει. «Συγγνώμη δεσποινίδες», είπε ο Ντρέικο στην ξανθιά παρέα του, και κατευθύνθηκε προς την «αγαπητή» του συμμαθήτρια. «Καλά που θα φύγει για την Αγγλία αύριο», σκέφτηκε η Ερμιόνη. Σταμάτησε να περπατά. «Κάτσε. Αν είναι να φύγει αύριο, νομίζω μπορώ να τον ανεχτώ για ένα βράδυ. Άλλωστε δεν λέει να χάσω το μισό πάρτι αποφοίτησής μου γι’ αυτόν». Έκανε μία απότομη στροφή 180 μοιρών για να γυρίσει στην θέση της αλλά αντιθέτως βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από τον αιώνιο εχθρό της. «Πήγαινες κάπου;», είπε με ένα άκρως ειρωνικό ύφος ο Ντρέικο. Η Ερμιόνη δεν απάντησε. Μόνο άφησε έναν αναστεναγμό που έκανε για χίλιες λέξεις. «Τι λοιπόν; Ούτε ένα αντίο;» «Μου έκανες που μου έκανες τη ζωή πατίνι τόσα χρόνια, δεν μπορείς να με αφήσεις ήσυχη επιτέλους;» «Ω όχι! Εγώ ήθελα απλά να… σπάσω λίγο πλάκα όπως λέτε κι εσείς εδώ». Τελικά το πάρτι δεν ήταν αρκετά διασκεδαστικό για να το περνάει όλο αυτό σκέφτηκε η Ερμιόνη. «Εκτός από πλάκα ξες να σπας και νεύρα όμως γι’ αυτό νομίζω πως ήρθε η ώρα να φύγω. Εις το… ας το καλύτερα μωρέ», είπε η κοπέλα και αποχώρισε από την αίθουσα.
Κρύος αέρας χτύπησε το πρόσωπό της μόλις βγήκε από το κτήριο. Ούτε ο καιρός δεν ήταν με το μέρος της. Το καλοκαίρι είχε αργήσει. Και πολύ μάλιστα. Προχωρούσε στην αυλή κατευθυνόμενη προς την πύλη. Δάκρυα ξεκίνησαν να τρέχουν στο πρόσωπό της. Δεν ήξερε γιατί, αλλά ένιωθε σαν μόλις να έχασε κάτι πολύ σημαντικό. Κάτι ανεκτίμητο. Τα δάκρυά της τώρα είχαν θολώσει την όρασή της. «Δεν ήταν ο διαγωνισμός. Το ξέρω. Μόνο εγώ το ξέρω», μια φωνή ακούστηκε από πίσω της. Η Ερμιόνη γύρισε αργά – αργά και αντίκρισε τον ξανθό συμμαθητή της. «Ο λόγος που με μισείς, δεν είναι ο διαγωνισμός. Νόμιζες ότι το ξέχασα; Τόσο καιρό προσπαθούσα να βρω το θάρρος να σου ζητήσω συγγνώμη. Ήμουν μικρός ξέρεις και δεν ήξερα πως να αντιδράσω». Η Ερμιόνη σώπασε για λίγο. «Με κορόιδεψες. Γελούσες με τα αισθήματά μου. Ήσουν το πρώτο άτομο που προσπάθησα να πλησιάσω σε αυτό το σχολείο και εσύ με υποτίμησες» «Συγγνώμη!» «Δεν νομίζεις ότι είναι λίγο αργά για συγγνώμες; Από αύριο οι κόσμοι μας θα χωριστούν για πάντα» ο Ντρέικο την πλησίασε. «Παράτα το χθες και το αύριο. Επικεντρώσου στο σήμερα. Στο τώρα!» «Για εσένα είναι εύκολο να αφήνεις πράγματα πίσω σου. Για εμένα όμως όχι. Ξέρεις πόσο καιρό έκανα μέχρι να μπορέσω να ξαναεμπιστευτώ κάποιον;», φώναξε η Ερμιόνη «Έξι χρόνια! Γι’ αυτό σκάσε και φύγε σε παρακαλώ». Ο Ντρέικο δεν σάλεψε. «Εντάξει λοιπόν, αφού δεν φεύγεις εσύ θα φύγω εγώ». Η κοπέλα γύρισε να φύγει, μα μόλις έκανε ένα βήμα ένιωσε ένα χέρι να την πιάνει από τον καρπό. Με μία απότομη κίνηση ο Ντρέικο την τράβηξε στην αγκαλιά του και την φίλησε, πριν μπορέσει η Ερμιόνη να αντιδράσει. Ξεκίνησε να βρέχει αλλά δεν ένοιαξε κανένα. Όταν την άφησε, κανένας τους δεν μίλησε. Μονάχα εκείνος έβγαλε το σακάκι του και της το φόρεσε. Την ακούμπησε τρυφερά στο μάγουλο, σκουπίζοντας δάκρυα και βροχή ταυτόχρονα. Εκείνη έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό του και το κράτησε. «Μην φύγεις!», είπε και ο Ντρέικο την κοίταξε με ένα συμπονετικό βλέμμα.
Κυριακή πρωί, το αεροπλάνο με προορισμό το Λονδίνο απογειώθηκε. Ο Ντρέικο όμως δεν ήταν μέσα.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Nov 26, 2021 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Θα φύγω Where stories live. Discover now