Κεφάλαιο 4

Start from the beginning
                                    

«Θα ανδρωθεί χωρίς να είναι προσκολλημένος στα φουστάνια της μητέρας του».

«Μα είναι τόσο μικρός ακόμα με έχει ανάγκη, θα κλαίει και θα με ψάχνει και δεν θα είμαι εκεί γι' αυτόν!» σπάραζε στο κλάμα η άμοιρη μάνα.

«Μια χαρά θα είναι μην κλαις. Όλα θα πάνε καλά» προσπαθούσε να την παρηγορήσει και την έσφιγγε πάνω του τόσο πολύ, λες και έτσι θα στραγγάλιζε τον πόνο της Αλίκης και θα την απελευθέρωνε.

Η Αλίκη προσπάθησε να διαπραγματευτεί τις μέρες και τις ώρες που θα μπορούσε να βλέπει το παιδί της -καθημερινή  επίσκεψη και περισσότερες ώρες- αλλά ο Ούγος στάθηκε αδιάλλακτος σε οποιαδήποτε αλλαγή. Ναι, τη λάτρευε τη γυναίκα του,  ήθελε να είναι ευτυχισμένη, αλλά αν υπέκυπτε στα παρακάλια
και τις ικεσίες της  ήξερε ποιά θα ήταν η κατάληξη. Η Αλίκη να μένει στο σπίτι των κόμητων. Και αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Θα ξεσπούσε μεγάλο σκάνδαλο αν μαθευόταν και εκτός αυτού το παιδί έπρεπε να μεγαλώσει με αυτό τον τρόπο για να σκληραγωγηθεί. Αλλιώς τι σόι βασιλιάς θα γινόταν όταν θα ερχόταν η ώρα;  Όχι, όχι έπραττε το σωστό.

Βλέποντας ότι ο άντρας της ήταν ανένδοτος στην απόφασή του, η Αλίκη αποφάσισε να βρει άλλη λύση. Και τη βρήκε. Όταν ο Ούγος  ήταν απασχολημένος ή έλειπε εντελώς από το παλάτι, έβγαινε κρυφά από το παλάτι προσέχοντας να μην τη δει κανείς και πήγαινε στο σπίτι των κομητών. Η παραμάνα που ήταν και αυτή στο κόλπο την έμπαζε από την πόρτα που χρησιμοποιούσαν οι δούλοι. Με τον τρόπο αυτό η Αλίκη ζούσε λίγες κλεμμένες ώρες με τον πολυαγαπημένο της γιο και ήταν ευτυχισμένη. Φεύγοντας δεν ξέχναγε ποτέ να αφήσει στη χούφτα της παραμάνας χρυσά νομίσματα ή κάποιο απ' τα κοσμήματα της. Δεν έλεγε καμιά τους τίποτα. Δεν ήταν απαραίτητο. Η μία έδινε και η άλλη έπαιρνε. Έτσι η συμφωνία της σιωπής επισφραγιζόταν με αυτό τον τρόπο. Κάθε φορά.

Το φθινόπωρο του 1330 μπήκε βαρύ. Για μέρες ο ήλιος ήταν χαμένος πίσω από σύννεφα που όλο και μαζεύονταν. Κάτι σύννεφα γκρίζα και τόσο βαριά που δημιουργούσαν την εντύπωση ότι θα έπεφταν και θα έσκαγαν χάμω. Δεν προμήνυαν τίποτα καλό. Οι άνθρωποι, ανήσυχοι στην αρχή, δεν έβγαιναν από τα σπίτια τους αλλά καθώς οι μέρες περνούσαν και τίποτα δεν γινόταν αναθάρρησαν. Βγήκαν έξω, πήγαν βόλτα στις πλατείες και στο στεγασμένο δρόμο δίπλα από το ποτάμι, έκαναν τα ψώνια τους, αντάλλαξαν τα νέα τους. Έπαψαν να κοιτάνε πλέον τον ουρανό, έτσι δεν πρόσεξαν ότι τα σύννεφα όλο και μαζεύονταν, όλο και πύκνωναν γίνονταν ακόμα πιο γκρίζα, σχεδόν μαύρα, έτοιμα να τους καταπλακώσουν.

Στην Ομίχλη της ΝιότηςWhere stories live. Discover now