- Τι εννοείς με αυτό οι γονείς μου με ψάχνουν ακόμα?

- Αλήθεια τόσο καιρό το μέρος δεν σου θύμιζε τίποτα όλο αυτόν τον καιρό. Άκουσα μια φωνή από πίσω μου. Γυρνάω ξεπνοη και βλέπω τον Μπράιαν να με κοιτάζει.

- Όχι δεν μπορώ να θυμηθώ και πολλά από το παρελθόν μου..

- Εδώ ήταν το μέρος που σε πρώτο βρήκα. Μου είπε και με προσπέρασε πηγαίνοντας προς το παράθυρο.

- Ήταν χειμώνας και εσύ ήσουν μόνη σου ένα αθώο κοριτσάκι μέσα στα χιόνια με την μυρουδιά του αίματος παντού επάνω σου ένα τέλειο θήραμα για κάθε βρικόλακα. Το θυμάσαι αυτό..

- ναι το θυμάμαι κάπως.. Είπα και ένιωσα την καρδιά μου να σφυροκοπα την ύπαρξη μου ζαλίζομαι και βλέπω τον Μπράιαν να με πλησιάζει.

- Τόσο μικρή τόσο αθώα όπως και τώρα.. Λέει σχεδόν ψιθυστα η καρδιά μου χτυπά δυνατά η ζάλη δυναμονει το μυαλό μου κάνει τρελές σβούρες σαν κάτι προσπαθεί να ξεχάσει σαν κάτι δεν θέλει να θυμηθεί η Ρεντια έχει εξαφανιστεί. 

- Δεν μπορώ... Του λέω καθώς με τραβάει επάνω του.

-Σσ άστο ελεύθερο μου λέει και ξαφνικά ενώνει τα χείλη μας σε ένα αργό φιλί που στην συνέχεια γίνεται ποιο απαιτητικό..

Αν αυτό το κάνει για να με βοηθήσει να θυμηθώ τώρα με έκανε να ξεχάσω και το όνομα μου.

Μπράιαν

Όσο και προσπαθώ να μείνω μακριά της το άρωμα της υπάρχει παντού. Μάταια προσπαθώ τόσες μέρες να την αποφεύγω πάντα καταλήγω έξω από την πόρτα του δωματίου της ψάχνοντας μια αφορμή κάτι να την πλησιάσω.

Και να τα αποτελέσματα την κρατάω εδώ μέσα στην αγκαλιά γευομαι τα χείλη της τόσο ζεστά τόσο απαλά αλλά αυτό δεν μου αρκεί... Δεν μου φτάνει.

Ρεντ

Σταμάτα το φιλί μας και κάνει στην άκρη τα μαλλιά μου τα μάτια του έχουν αυτή την περίεργη λάμψη. Με τρομάζει αλλά δεν κάνω καμιά κίνησή να τον αποτρεψω να τον διώξω μακριά μου.

Η ανάσα τοθ πέφτει καυτή στον λαιμό μου και η γλώσσα του χαράζει μια πορεία από τον λαιμό μου μέχρι τον ομο μου νιώθω τα αφτιά μου να καίνε έχω γίνει κατά κόκκινη.

Η δαγκωνιά του με παραλλιει ολόκληρη ένας γλυκός πόνος. Ζαλίζομαι ακόμα ποιο πολύ αν συνεχίσει με αυτό τον ρυθμό δεν θα μου μείνει στάλα αίματος.

Μπράιαν

Την νιώθω να μου τραβά ελαφρά τα μαλλιά αλλά ήταν ακρετι να με ξυπνήσει. Τι πηγα να κάνω!!

Την βλέπω να αφήνει την αναπνοή της μόλις σταματάω. Είναι τρομαγμένη τρέμει την σφίγγω περισσότερο επάνω μου

Σπαρταραει σαν το ψάρι.
Τι έκανα ο βλακας!

- Θυ.. Θυμήθηκα...

Εντάξει αυτό δεν το περίμενα..

- Εκείνη την μέρα εσύ με είχες σώσει αλλά και..

Μάλλον θυμήθηκε πολλά.

- Σσ ώρα για ύπνο της λέω. Και με μιας έχει κοιμηθεί στα χέρια μου.

Την σηκώνω στα χέρια μου και την τοποθετώ στο κρεβάτι της τα μαύρα της μαλλιά μοιάζουν με κάρβουνο. Σαν το κάρβουνο που μένει πίσω από μια πυρκαγιά.

Είναι τόσο αθώα που είναι κρίμα να έχει μια τόσο βαριά  μοίρα πάνω στην πλάτη της.

Βλέπω το σημάδι πάνω στο λαιμό της και καταριέμαι τον εαυτό μου.. Το πάρα έκανα...

Το κόκκινο ροδο του χειμώναKde žijí příběhy. Začni objevovat