22° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Start from the beginning
                                    

Εφυγα απο το γραφειο του Φον Βαγκχεν απογοητευμενη. Ξεκινησα για το σπιτι με αργα βηματα. Η μητερα και η θεια με την αδελφη της,θα το επαιρναν βαρια. Η θεια Αιμιλια,η αδελφη της θειας Αντιγονης θα ελεγε εκεινη φταιει, που ελεγε στον αντρα της διαφορα θεματα. Επειτα ηταν και ο Νικος. Οταν γυρισει απο την Αλεξανδρεια θα μαθει οτι ο πατερας του,σκοτωθηκε σκοπιμως απο τους Γερμανους.

Εφτασα στο σπιτι και μπηκα με κατεβασμενο κεφαλι. Η μητερα και η θεια ετρεξαν κοντα μου,ενω η Αιμιλια στεκοταν λιγο πιο περα. Εβλεπα την αγωνια στα ματια τους και για πρωτη φορα μεσα σε δυο χρονια,ενιωσα οτι καταρρεω.

-Τι εγινε,Δημητρα;ρωτησε η μητερα.
-Πες μας κοριτσι μου,ειπε η θεια.
-Δυστυχως. Δεν μπορεσα να κανω κατι. Εχουν αποφασιστει ολα. Αυριο το πρωι θα τον πανε μαζι με αλλους δεκα για εκτελεση,ειπα και οι δυο γυναικες αρχισαν να κλαινε γοερα.
-Οχι,δεν γινεται αυτο. Τοσα χρονια πιστευα,πως ο αδελφος μου ειναι νεκρος και τωρα που τον βρηκα,αυτοι οι αλητες μου τον παιρνουν. Δεν προλαβαμε να αναπληρωσουμε τα χρονια που χασαμε. Αναθεμα τον πολεμο,αναθεμα σε αυτα τα ζωα,ειπε η μητερα σε κατασταση υστεριας.

Η θεια διπλα της εκλαιγε ασταματητα.

-Γιατι;Τι τους εκανε ο Θεοφανης;ρωτησε αλλα δεν πηρε απο κανεναν απαντηση.
-Εγω φταιω για ολα. Δεν επρεπε να μιλαω με τον Φιλάρετο. Ηξερα οτι εχει παρε δωσε με τους Γερμανους,ειπε η Αιμιλια σε κατασταση σοκ.
-Οχι,Αιμιλια δεν φταις εσυ. Αυτα τα καθαρματα εχουν το προβλημα. Συλλαμβανουν οποιον βρισκουν και τον οδηγουν στον θανατο.

Το αλλο πρωι πηγαμε με την γιαγια μια βολτα στο κεντρο. Δεν αντεχε λεει αλλο να βλεπει την μητερα και την θεια να κλαινε και απο την αλλη την Αιμιλια να κατηγορει τον εαυτο της.

Κοιτουσαμε τα μαγαζια του κεντρου,τα οποια ηταν κλειστα. Σπασμενες τζαμαριες,γυαλια και πεταμενα πραγματα απο εδω και εκει. Οι ανθρωποι εψαχναν κατι να φανε ή να ζεσταθουν.

Προσπαθησα να θυμηθω,πως ηταν η Αθηνα πριν απο ολα αυτα. Μια μεγαλουπολη,η οποια εσφυζε απο ζωη. Τα μαγαζια ηταν γεματα απο κοσμο,που κοιταζε το εμπορευμα που υπηρχε σε καθενα απο αυτα. Οι δρομοι γεματοι ανθρωπους,που περπαταγαν ανεμελοι και γελαστοι με καινουργια ρουχα και περιποιημενοι. Παιδακια να τρεχουν στα παρκα παιζοντας,χωρις να τα νοιαζει τι θα ξημερωσει το αυριο.

Τωρα,ολα αυτα εμοιαζαν μακρινα και ξενα. Λες και δεν ηταν εδω αυτο το μερος,που καποτε ειχε τοση ζωντανια. Ολα εμοιαζαν διαφορετικα. Κλειστα μαγαζια,κουρελιασμενοι ανθρωποι,παιδια να προσπαθουν να βγαλουν χρηματα,οσο εφικτο ειναι αυτο,ωστε να βοηθησουν τις οικογενειες τους.

Θα κλείσω τα μάτια ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗWhere stories live. Discover now