21° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Start from the beginning
                                    

Αφου μπηκαν και οι τρεις στο αυτοκινητο,εφυγαν με μεγαλη ταχυτητα.

-Θα τους πιασουν,ειπε η Χριστινα.
-Δεν θα τους πιασουν,Χριστινα. Μην εισαι απαισιοδοξη,ειπα και πηγα κοντα στο τραπεζι.

Πηρα τις φετες ψωμιου που ηταν πανω και τις μοιρασα στα δυο. Το ιδιο εκανα και με τα φαγητα που ειχαν μεινει στα πιατα. 

-Τωρα παμε να φυγουμε,ειπα.
-Που θα παμε;Σπιτια μας;
-Οχι,φυσικα. Στην οργανωση. Πρεπει να μαθουμε πως εγιναν τα πραγματα.
-Αυτο ειναι επικινδυνο. Στο δρομο κυκλοφορουν Γερμανοι και τους ψαχνουν.
-Το ξερω. Θα παμε απο εναν οχι και τοσο γνωστο δρομο. Οσοι γνωριζουν πολυ καλα την Αθηνα,τον ξερουν. Οι Γερμανοι ομως...
-Καλα παμε,ειπε και ξεκινησαμε να περπαταμε στους αδειους δρομους. Καθε τοσο βλεπαμε ανθρωπους κουλουριασμενους να κοιμουνται κατω στον δρομο.
Το φεγγαρι κρυφτηκε πισω απο τα συννεφα,μολις μπηκαμε σε ενα μικρο δρομακι.

-Δεν βλεπω τιποτα,ειπε η Χριστινα.
-Ουτε εγω,ειπα και σκονταψα σε κατι.

Κοιταξα κατω στα ποδια μου και ειδα ενα αψυχο κορμι ενος μικρου αγοριου. Η Χριστινα πηγε να τσιριξει,αλλα της εκλεισα το στομα.

-Παμε να φυγουμε,ειπα προσπαθωντας να μην κλαψω.

Λιγο αργοτερα φτασαμε στο σπιτι που συγκεντρωνομασταν με τα παιδια της οργανωσης. Ανοιξα σιγα την εξωπορτα και περασαμε στον γεματο χορτα κηπο. Φτασαμε μπροστα στο σπιτι και κοιταξα την Χριστινα.

-Η καρδια μου χτυπαει σαν τρελη,ειπε.
-Και η δικη μου,ειπα, ανοιξα την πορτα και μια μια κινηση μπηκαμε μεσα.

Ειδαμε ολους τους αντρες της οργανωσης να εχουν τα οπλα τους στραμμενα πανω μας.

-Εσεις ειστε;Τι θελετε εδω τετοια ωρα;Τρελαθηκατε;ειπε ο Μαριος.
-Θελαμε να δουμε τι εγινε,ειπα.
-Οπως βλεπεις ειμαστε μια χαρα,ειπε ο Βασιλης. Το προσωπο του ηταν γεματο πληγες και μελανιες.
-Οχι και τοσο,ειπε η Χριστινα.
-Αυτο δεν ειναι τιποτα,ειπε ο Βασιλης και αναστεναξε.
-Παμε στην αιθουσα συγκεντρωσεων,ειπε ο Μαριος.

Ειδα πανω στο τραπεζι εναν παγκοσμιο χαρτη,ο οποιος ειχε καποια κοκκινα σημαδια.

-Τι χαρτης ειναι αυτος;ρωτησε η Χριστινα.
-Θα φυγουμε,απαντησε ο Νικος.
-Που θα πατε;Και εσυ γιατι να φυγεις;Τα παιδια το καταλαβαινω,αλλα εσυ;ρωτησα απορημενη.
-Ειμαι ο αρχηγος της αποστολης,ειπε ο Νικος.
-Ο Νικος,ο Αβρααμ, ο Βασιλης,ο Ζαχαρης και ο Νασος θα πανε στην Αλεξανδρεια. Εκει εχουμε καποιες ακρες.
-Και πως θα γινει αυτο το ταξιδι;ρωτησα.
-Μυστικα βεβαια. Ενα μικρο πλοιαριο περιμενει σε μια ακρη στον Πειραια. Γι'αυτο πρεπει να βιστουμε. Λοιπον,μολις πατε στην Αλεξανδρεια θα σας πλησιασει ο συνδεσμος μας. Το συνθημα θα ειναι ο μπλε δρακος. Πρεπει να προσεχετε πολυ. Παμε,ειπε ο Μαριος και εκανε να φυγει,αλλα σταματησε.
-Εσεις περιμενετε εδω. Θα επιστρεψουμε συντομα.
-Νικο,φωναξα και εκεινος ηρθε κοντα μου και με αγκαλιασε.
-Μη φοβασαι για μενα. Θα γυρισω συντομα. Εξηγησε στους δικους μου.
-Ενταξει. Να προσεχεις και να ξερεις πως σ'αγαπαω.
-Κι εγω σ'αγαπω,ειπε και εφυγε.

Το αλλο πρωι πηγα στο σπιτι του θειου Θεοφανη. Ηταν ολοι ανησυχοι.

-Τι εγινε,κοριτσι μου; Ο Νικος δεν γυρισε και ανησυχουμε.
-Ο Νικος θα ειναι στην Αλεξανδρεια για καποιο καιρο,ειπα.
-Τι;ειπε η θεια εκπληκτη.
-Και τι κανει εκει;ρωτησε ο θειος.
-Ειναι σε αποστολη με καποιους αλλους.
-Ποιος ειναι σε αποστολη;ρωτησε ο κυριος Ηλιας,ο κουνιαδος της θειας.
-Δεν μιλησε κανενας για αποστολη. Λαθος ακουσες,ειπε η θεια.
-Καλα,ειπε ο Ηλιας και εφυγε απο το σπιτι.
-Τον φοβαμαι αυτον. Νομιζω οτι εχει παρε δωσε με τους Γερμανους,ειπε ο θειος.
-Λες να ακουσε κατι παραπανω;ρωτησα με φοβο.

Αφου περασε αρκετα η ωρα με την συζητηση,αποφασισα να φυγω. Εκεινη την ωρα,μπηκε μεσα ο Ηλιας και απο πισω του μπηκαν τεσσερις Γερμανοι.

-Τι συμβαινει Ηλια;ρωτησε η αδελφη της θειας.
-Θελουμε να ψαξουμε το σπιτι σας,κυρια,ειπε ενας απο τους Γερμανους σε απταιστα ελληνικα.
-Γιατι;Εμεις δεν εχουμε κανει κατι,ειπε η θεια εμφανως ταραγμενη.

Ο Γερμανος που μας μιλησε εδωσε εντολη στα γερμανικα να ψαξουν ολο τι σπιτι. Σε λιγη ωρα ειχαν ανακατεψει τα παντα.

-Ο Νικος Παπακωστας ειναι γιος σας;ρωτησε ο αξιωματικος τον θειο.
-Ναι.
-Ωραια. Ισως εχετε να μας δωσετε καποιες απαντησεις. Μπορειτε να ερθετε μαζι μας;ρωτησε και κοιταξε τον θειο με ενα χαμογελο.
-Που θα πατε τον αντρα μου;Τι θα του κανετε;φωναξε η θεια,ενω αρχισε να κλαιει.
-Μην ανησυχεις για μενα,ειπε ο θειος και οι Γερμανοι στρατιωτες τον επιασαν και τον οδηγησαν εξω απο το σπιτι. Ειχε μαζευτει κοσμος και κοιτουσε να δει τι συμβαινει. Η θεια δεν ειχε σταματησει να κλαιει,ενω η αδελφη της εβριζε τον αντρα της και τον εδιωχνε απο το σπιτι.

Θα κλείσω τα μάτια ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗWhere stories live. Discover now