12° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Începe de la început
                                    

Οι γονείς του προχώρησαν μπροστά,ενώ ο Νίκος έμεινε λίγο πιο πίσω μαζί με εμάς.

-Η κυρία Αλεξάνδρα,τι κανει;με ρώτησε ο Νίκος.
-Καλά είναι,αν και λίγο μελαγχολική απο τότε που χάσαμε τον Φίλιππο.
-Αλεξάνδρα,την λένε τη μητέρα σου;με ρώτησε ο κύριος Θεοφάνης, ο πατέραςτου Νίκου.
-Ναι,απάντησα αφού τον κοίταξα απορημένα.
-Αλεξάνδρα Βρανά του Φιλίππου και της Λεμονιάς;
-Ναι.  Γνωρίζετε την μητέρα μου;
-Είναι δυνατόν να μη γνωρίζω την ίδια μου την αδελφή; Απορώ πως δεν το είχα καταλάβει τόσο καιρό. Της μοιάζεις εκπληκτικά,κορίτσι μου,είπε και τον είδα που βούρκωσε.
-Μα τι λέτε;Ο αδελφός της μητέρας μου πέθανε στην Σμύρνη. Τον σκοτώσανε οι Τούρκοι το 1922 στον διωγμό.
-Τους ξέφυγα την τελευταία στιγμή. Μπήκα σε ένα καράβι και έφυγα. Ήμουν στα Ιωαννινα για δύο χρονια. Εκεί γνώρισα την γυναίκα μου. Παντρευτήκαμε και ήρθαμε εδώ στην Αθήνα.Εσύ και ο αδερφός σου,ήσασταν μώρα όταν σας είδατελευταία φορά πριν δεκαοκτώολοκληρα χρόνια.
-Δηλαδή,είστε θείος μου;Είστε σίγουρος;ρώτησα.
-Ναι,είπε και έβγαλε απο το σακάκι του το πορτοφόλι του και μου έδειξε μια φωτογραφία.
-Κοίτα. Η μητέρα σου και εγώ στην αγορά της Πόλης. Έξω απο το μαγαζί του πατέρα μας,είπε και βούρκωσε.

Εγώ μόλις είδα τη φωτογραφία,δεν ένιωσα απολύτως τίποτα. Δεν είχα καθόλου αναμνήσεις απο την Πόλη. Το μόνο που θυμάμαι είναι που ήμασταν στην θάλασσα.Όταν φύγαμε ήμουν μολις δύο ετών και ο Φίλιππος τέσσερα ετών. Ο αδελφός μου,είχε κάποιες θολές αναμνήσεις απο τον παππού και τη γιαγιά μας εκεί,άλλα εγώ δεν θυμάμαι τίποτα.

-Δεν το πιστεύω,είπε ο Νίκος έκπληκτος.
-Δηλαδή είμαστε ξαδέρφια;ρώτησε.
-Απ'οτι φαίνεται,απάντησα.

Όταν είπα στην μητέρα μου,ότι βρήκα τον πεθαμένο της αδελφό,μόνο που δεν έπεσε κάτω. Δεν το πιστευε,οτι τόσα χρόνια νόμιζε τον αδελφό της πεθαμένο,ενώ αυτό δεν ίσχυε, αλλά έμενε κιόλας στην ίδια πόλη. Επίσης,της είπα ότι το επόμενο πρωί θα ερχόταν απο το σπίτι μας να μιλήσουν.

Το βράδυ πήγαμε με την Χριστίνα στην δεξίωση,που μας κάλεσε ο αξιωματικός φον Βακχερ. Συμφωνήσαμε να πάμε και να δούμε πως λειτουργούν οι Γερμανοί και αν μπορέσουμε να πάρουμε καποιες πληροφορίες απο αυτούς. Περάσαμε τον κήπο και θυμήθηκα την πρώτη  φόρα που ήρθα σε αυτό το σπίτι. Λίγες μόλις ώρες πριν αρχίσει ο πόλεμος. Λίγο καιρό πριν έρθουν οι Γερμανοί στην χώρα μας.Τότε ήμουν πραγματικά ευτυχισμένη. Αλλά ο πόλεμος τα άλλαξε όλα. Ο αδελφός μου χάθηκε και χάθηκαν μαζί του η ανεμελιά και η αθωότητα που ένιωθα...Τώρα ήμουν μελαγχολική και πολύ μπερδεμένη.
Στους δικούς μου είπα,ότι θα έβγαινα με τον Μάριο και την Χριστίνα για να μην ανησυχούν για εμένα. Πού να ήξερε ο πατέρας μου τι πήγαινα να κάνω. Θα τρελαινόταν και μόνο στην ιδέα ότι η μοναχοκορη του συναναστρέφεται με τον εχθρό του έθνους μας. Με αυτόν που σκότωσε τον μονάκριβο γιό του.

-Και τώρα τι θα κανουμε;ρώτησε η Χριστίνα.
-Αυτό που πρέπει. Και να είσαι γλυκιά και όχι επιθετική,γιατί μπορεί να μας καταλάβουν και τότε ποιός μας σώζει. Αυτοί είναι καθάρματα.  Σκότωσαντον αδελφό μου,είπα.
-Δεν μπορώ να το κάνω. Δεν μου βγαίνει. Θέλω να τους σκοτώσω όλους.
-Και εγω δεν μπορούσα στην αρχή,αλλά θυμάσαι που με έπεισες. Πρέπει να γίνει. Για την πατρίδα, για τον αδελφό,είπα και την έπιασα απο τους ώμους.
-Γιατι δεν έρχεστε μέσα;ρώτησε ο φον Βαγκχερ που είχε βγει έξω και μας κοιτούσε.
-Η φίλη μου ντρέπεται,δικαιολογήθηκα και ευχήθηκα απο μέσα μου να μην μας είχε ακούσει να μιλάμε.
-Μα δεν χρειάζεται,αγαπητή μου,είπε με την προσποιητή γλυκιά φωνή του,ενώ μας έγνεψε με το αριστερό του χέρι να πάμε μέσα και πρόσεξα πως στο δεξί κρατούσε ένα ποτήρι σαμπάνια.
-Πάμε και όπως είπαμε,ψιθύρισα στο αυτί της Χριστίνας.

Ο χώρος ήταν γεμάτος αξιωματικούς και στρατιώτες των Ες Ες,ενώ υπήρχαν και κάποιοι άλλοι άνθρωποι,που συμπέρανα ότι υποστήριζαν τους Γερμανούς. Έμεινα έκπληκτη με το πόσοι ήταν και αναραρωτήθηκα αν στα αλήθεια τους υποστήριζαν και πως γινόταν να προδίδουν έτσι την χώρα τους.
Η μουσική έπαιζε χαμηλά και κάποια ζευγάρια χόρευαν βαλς.

-Να σας συστήσω τον αξιωματικό Φον Μαξ Χοριγκ,είπε ο Βαγκχερ,ενώ δίπλα του στεκόταν ένας ψηλός άντρας με το ίδιο ψυχρό βλέμμα με εκείνον.
-Χαίρω πόλυ,είπα και εκείνος μου φίλησε το χέρι.
-Χορεύετε δεσποινίς μου;με ρώτησε ο Φον Βαγκχερ.
-Ναι,απάντησα και αμέσως με τράβηξε κοντά στα άλλα ζευγάρια που χόρευαν εύθυμα.

Θα κλείσω τα μάτια ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗUnde poveștirile trăiesc. Descoperă acum