4° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Start from the beginning
                                    

Έτσι,αποχαιρετήσαμε τον Φίλιππο και τον Μάριο.

-Να προσέχεις,αγόρι μου,είπε η μητέρα και αγκάλιασε τον Φίλιππο.
-Στο καλό και με την νίκη,είπε ο πατέρας και τον χτύπησε στην πλάτη.
-Η Παναγία μαζί σου,παλικάρι μου,είπε η γιαγιά και τον σταύρωσε.
-Φίλιππε,θα μου λειψεις πάρα πολύ,είπα και τον αγκάλιασα.
-Και μένα θα μου λείψεις πολύ,αδελφούλα μου,απάντησε και με έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του.
-Μάριε,είπα μετά απο λίγο.
-Θα μου στέλνετε γράμματα απο το μέτωπο,έτσι;ρώτησα.
-Και βέβαια θα σου στέλνουμε,είπε και έκλεισε τα χέρια μου στα δικά του. Με κοίταξε μέσα στα μάτια και ένιωσα ξαφνικά ότι δεν φοβόμουν τίποτα σε ένα μέλλον που ήταν αβέβαιο ακόμα και το αύριο.

Ο πατέρας που το είδε αυτό δεν είπε τίποτα,αλλά εγώ σίγουρα είχα γίνει κατακόκκινη και είχα προδοθεί. Εκείνη την στιγμή είχα καταλάβει ότι τα αισθήματα μου για τον Μάριο δεν ήταν μόνο φιλικά. Ότι σε κάθε του βλέμμα η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά,έτοιμη να βγει από το στήθος μου. Ένιωθα τα μάγουλα μου να καίνε,όπως όταν σε ψήνει ο πυρετός.

-Θα τα πούμε σύντομα,είπα και τον αγκάλιασα,ενώ εκείνος διστακτικά με έκλεισε μέσα στην αγκαλιά του.

Το απόγευμα ήρθε στο σπίτι η Χριστίνα. Εγώ και η μητέρα ήμασταν στην κουζίνα,όταν ακούσαμε την πόρτα να χτυπάει.
Η μητέρα με κοίταξε ανήσυχη.

-Πάω να ανοίξω,είπα και άρχισα να προχωράω.

Στο σαλόνι ήταν η γιαγιά με τον πατέρα,που μόλις με είδαν σταμάτησαν την συζήτηση που είχαν.

-Γειά σου,Δήμητρα,είπε η Χριστίνα και φιληθήκαμε σταυρωτά.
-Γειά σου,Χριστίνα μου,είπα και της έκανα χώρο να περάσει μέσα στο σπίτι.
-Γειά σας,χαιρέτησε η Χριστίνα την γιαγιά και τον πατέρα μου.
-Έλα πάμε στο δωμάτιο μου,είπα και τράβηξα την Χριστίνα απο το χέρι.

-Τί έγινε;Τι κάνεις;την ρώτησα,αφού καθίσαμε στο κρεβάτι μου.
-Καλά είμαι,είπε η Χριστίνα και κατέβασε το κεφάλι.
-Αφού κάτι έχεις. Το βλέπω. Έλα πες μου.
-Σκέφτομαι κάτι απο χθες αλλά...
-Τι σκέφτεσαι;Πες μου και θα το λύσουμε μαζί.
-Χριστίνα, σκέφτομαι να γίνω εθελόντρια νοσοκόμα. Ο ερυθρός Σταύρος χρειάζεται βοήθεια τώρα με τις μάχες που γίνονται στο μέτωπο.
-Και εμένα με τριγυρνάει στο μυαλό αυτή η σκέψη απο χθες που το ανακοίνωσαν στο ραδιόφωνο.
-Αλήθεια;Τότε να πάμε μαζί,είπε η Χριστίνα και γέλασε αχνά.

Ο πατέρας που μας είδε να φεύγουμε,μας σταμάτησε και άρχισε μας κάνει ερωτήσεις σχετικά με το που πηγαίνουμε.

-Ακούς τι λένε τα κορίτσια, Αλεξάνδρα;φώναξε ο πατέρας και η μητέρα έτρεξε να έρθεις στο σαλόνι.
-Τι λένε καλέ συ, Άγγελε;ρώτησε.
-Θέλουν να γίνουν νοσοκόμες στον Ερυθρό Σταύρο. Το άκουσαν στο ραδιόφωνο και πήραν τα μυαλά τους αέρα.
-Μα τι είναι αυτά που λες;Ας πάτε κορίτσια, καλό θα κάνετε. Τουλάχιστον θα έχω μια παρηγοριά,ότι άμα πάθει τίποτα ο Φίλιππος μου. Να ξέρω πως είναι τουλάχιστον.
-Και εγώ αυτό λέω. Μια χαρά θα κάνετε και θα πάτε,είπε η γιαγιά.
-Είστε με τα καλά σας;είπε ο πατέρας.
-Νομίζετε ότι είναι κάτι εύκολο;Τα μάτια σας θα δουν ότι πιο αποτρόπαιο,ότι πιο φρικιαστικό έχετε δει ποτέ. Γιατί ο πόλεμος είναι σκληρός. Ο εχθρός δεν κοιτάει αν είσαι καλός άνθρωπος,ευγενικος... Δεν σε ξέρει προσωπικά και με γνώμονα το μίσος που έσπειραν μέσα του, οι αρχές του κάθε τόπου σε κατασπαράζουν αλύπητα. Δίχως έλεος. Απλά δεν τον νοιάζει τον άλλον αν έχεις πίσω σου οικογένεια,γονείς,μικρά παιδιά. Για το μόνο που νοιάζεται είναι πως να σώσει το τομάρι του και να δικαιώσει την πατρίδα του. Δεν θέλω να δείτε αυτά που είδαν τα δικά μου μάτια στον πόλεμο με την Τουρκία.

Με τα πολλά λόγια ο πατέρας ηρέμησε και μας άφησε να φύγουμε.

Το πρωί ήταν η πρώτη μέρα που φορούσα την στολή της δοκίμου Εθελόντριας του Ερυθρού Σταυρού. Ήμουν πολύ χαρούμενη που θα βοηθούσα τους τραυματισμένα παλικάρια μας,που πολεμούσαν στο μέτωπο της Αλβανίας.

Θα κλείσω τα μάτια ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗWhere stories live. Discover now