* * * * * *

"Ποτέ δεν θα σε χορτάσω. Κάθε φορά η επιθυμία μου για σένα μεγαλώνει κάτι που δηλώνει πως παντρεύτηκα την σωστή γυναίκα. Όχι φυσικά πως είχα ποτέ μου αμφιβολία για αυτό." Καθόμαστε αγκαλιά στην μεγάλη κόκκινη πολυθρόνα του δωματίου μας και απολαμβάνουμε αυτή τη γεμάτη με συναισθήματα στιγμή που υπάρχει πάντα μετά από κάθε ερωτική μας συνεύρεση.

"Ευτυχώς που τα παιδιά δεν είναι στο ίδιο δωμάτιο με εμάς γιατί να δούμε τι μπορεί να έβλεπαν τα ματάκια τους." λέω και γελάμε. "Έλα πάμε να τους ξυπνήσουμε." λέει και έχει ένα σκανταλιάρικο ύφος.

Με τραβάει από το χέρι σαν μικρό παιδί μέχρι που φτάνουμε στο δωμάτιο τους. "Αναλαμβάνω τον Ανδρέα και εσύ τους άλλους δύο." του ψιθυρίζω προτού μπούμε μέσα.

Ανοίγει απαλά την πόρτα αλλά βλέπω ότι τα σχέδια μας αλλάζουν αφού ο Ανδρέας και ο Παύλος κοιμούνται μαζί. Ο Ορέστης χαμογελάει και πηγαίνει χαλαρός στο κρεβάτι της Αγγελικής αλλά εγώ σκέφτομαι ότι θα με φάνε και οι δύο αν τους ξυπνήσω. Ας το ρισκάρω λοιπόν.

Με αργά βήματα φτάνω στο κρεβάτι τους και προσπαθώ να μπω ανάμεσα τους. Ο Ανδρέας είναι ένας νεαρός δεκαεξάχρονος έφηβος πια και έχει πάρει το μπόι του πατέρα του, άρα δεν μετακινείται εύκολα αλλά ο πεντάχρονος Παύλος ακριβώς το αντίθετο.

Κάθομαι ανάμεσα τους και εφαρμόζω το σχέδιο αφύπνισης τους. Ρίχνω μια ματιά στον Ορέστη ο οποίος αντί να προσπαθεί να ξυπνήσει την Αγγελική, κάθεται και τη χαζεύει. Η αγάπη και η λατρεία που βλέπω στα μάτια του με συγκινεί.

Επιστρέφω και πάλι στα αγόρια μου και αρχίζω να τους χαρίζω φιλία στο πρόσωπο. Μετακινούν τα χέρια τους για να διώξουν αυτό που τους ενοχλεί και εγώ κρατιέμαι να μην γελάσω. Ο μικρός σε μια απότομη κίνηση που κάνει πέφτει από το κρεβάτι και ευτυχώς που δεν είναι ψηλά και επίσης προσγειώθηκε σε χαλί. Σηκώνεται και βλέπει γύρω του και αμέσως τον αρπάζω από το χέρι και τον βάζω στην αγκαλιά μου.

"Καλημέρα αγόρι μου. Λοιπόν πήγαινε στον μπαμπά να ξυπνήσετε μαζί την Αγγελική και εγώ θα ξυπνήσω τον Ανδρέα." του λέω σιγά στο αυτί και συμφωνεί.

Μόλις φεύγει επιτίθεμαι με φιλιά πάλι στον Ανδρέα μέχρι που νιώθω ένα χέρι να με αγκαλιάζει από τον αυχένα και να με τραβάει προς τα κάτω και δεν είναι άλλο από το χέρι του γιου μου.

"Αν νομίζεις πως με λίγα φιλιά θα με σηκώσεις από το κρεβάτι κάνεις μεγάλο λάθος. Το ξέρεις πως από μικρός που ήμουν ήταν το αγαπημένο μου τα φιλιά και οι αγκαλιές της μανούλας μου." λέει ενώ έχει ακόμα κλειστά τα μάτια του. "Ναι μα τότε ήσουν μικρός αλλά τώρα πια με ξεπέρασες και στο ύψος." του λέω φιλώντας τον ακόμα μία φορά.
"Ε και; Είναι κακό να δέχεσαι την αγάπη της μητέρας σου; Μαμά μπορεί κάποτε να έχουμε τους τσακωμούς μας αλλά σ'αγαπώ. Ξέρεις γιατί δεν ήθελα να έρθω σε αυτό το ταξίδι;" ρωτάει αλλά γνεφω αρνητικά αφού η αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζω.
"Δεν ήθελα να αφήσω το κορίτσι μου." Αχ μεγάλωσε το αγόρι μου. "Το κορίτσι σου;" ρωτάω γιατί πρώτη φορά μου λέει για αυτό αν και υποψιάζομαι ποια είναι.
"Ναι μαμά. Η Αλίκη εκτός από πολύ καλή μου φίλη είναι και το κορίτσι μου. Έχουμε σχέση σχεδόν ένα χρόνο." λέει και οι υποψίες μου βγήκαν σωστές.

Σ'αγαπώ. Ό,τι κι αν γίνει ψυχή μου. (TYS_GR)Where stories live. Discover now