Κεφάλαιο 31

Start from the beginning
                                    

"Όπως σου είπα Ιάσονα, στον Ορέστη δεν θα πεις ούτε ότι με είδες ούτε και ότι μιλήσαμε. Σε εκλιπαρώ μην το κάνεις." του λέω αλλά ακόμα είναι παγωμένος στη θέση του.
"Ναι εντάξει Μαρίλια." μου λέει αλλά φαίνεται ότι ακόμα επεξεργάζεται όσα του είπα.

Φεύγω και πάω στον πάγκο να παραδώσω την παραγγελία και αμέσως μετά πάω στην αποθήκη. Δεν γίνεται να εμφανίζεται μπροστά μου και να θέλει να του μιλώ κανονικά από την στιγμή που ο φίλος του δεν ενδιαφέρεται για μας και επίσης δεν νομίζω ο Ιάσονας να έκανε κάτι για να αλλάξει αυτό. Φυσικά δεν του ρίχνω φταίξιμο σε κάτι αλλά και πάλι αποκλείεται να μην γνωρίζει τα όσα έγιναν. Δεν με ρώτησε καν για τον μικρό αλλά και πάλι γιατί να το κάνει αφού δεν είναι κάτι άλλο εκτός από ένας παλιός φίλος. Άλλος έπρεπε να ρωτά.

* * * * * *

Μια ώρα είμαι στην αποθήκη και ευτυχώς έχω ηρεμήσει κάπως. Ο Στέλιος ανησύχησε που με είδε ταραγμένη πριν αλλά όταν του είπα ποιον συνάντησα κατάλαβε αμέσως το λόγο της ταραχής μου.

Βγαίνω έξω από την αποθήκη  για να ενημερώσω τα παιδιά ότι θα φύγω.
"Άννα εγώ θα φύγω και θα έρθω κατά τις τέσσερις πάλι για να σας αλλάξω. Με χρειάζεστε κάτι πριν φύγω;"τη ρωτάω.
"Εντάξει Μαρίλια. Το μόνο που θέλω να κάνεις είναι να βρεις ακόμα ένα υπάλληλο. Δεν είναι σωστό να δουλεύεις δέκα ώρες την ημέρα." λέει και ξέρω πως έχει δίκιο. Την φιλάω και πηγαίνω να βρω τον Στέλιο.

Κάθεται στο ψηλό σκαμπό πίσω από τον πάγκο με τον Ανδρέα δίπλα του.
"Στέλιο θα φύγω και θα επιστρέψω το απόγευμα." του λέω και πιάνω τον μικρό στην αγκαλιά μου.
"Θα είμαι και εγώ εδώ το απόγευμα Μαρίλια, δεν μπορείς ολομόναχη." μου λέει και το βλέμμα του δεν σηκώνει αντίρρηση. Πρέπει επειγόντως να βρω υπάλληλο.
"Ωραία. Άκου, δημοσίευσε στην σελίδα μας στο διαδίκτυο ότι ζητάμε υπάλληλο." του λέω και κάνω μεταβολή για να φύγω.

"Μαρίλια ήρθε πριν μια κυρία γύρω στα πενήντα και ρωτούσε αν είσαι εσύ η ιδιοκτήτρια εδώ και επίσης ήθελε να σε δει." μου λέει.
"Όνομα είπε;" τον ρωτάω.
"Όχι αλλά είπε ότι θα ξαναπεράσει όταν της είπα ότι δεν είσαι εδώ. Ξέρεις ήρθε όταν ήσουν στην αποθήκη και της είπα ότι λείπεις." λέει και μέσα μου τον ευχαριστώ.
"Εντάξει Στέλιο. Γεια σου θα τα πούμε μετά." λέω και φεύγω.

Στο δρόμο για το σπίτι σκέφτομαι ξανά και ξανά την συνάντηση με τον Ιάσονα. Έκανα λάθος έπρεπε να τον αφήσω να μου μιλήσει αλλά δεν ήμουν προετοιμασμένη για αυτή την συνάντηση.

"Μαμά το τηλέφωνο." ακούω τον Ανδρέα να μου λέει. Χάθηκα στις σκέψεις μου και δεν άκουσα ούτε το τηλέφωνό να χτυπάει. Βάζω ακουστικά και απαντώ στην κλήση της Έλενας. "Έλα κορίτσι μου." της λέω όταν απαντώ το τηλέφωνο.
"Ρε Μαρίλια σε πεθύμησα και σένα και τον μικρό. Είμαι στο σπίτι μου θέλεις να έρθεις από εδώ;" με ρωτάει.
"Τώρα; Μόλις έφυγα από το μαγαζάκι και πρέπει να πάω σπίτι να μαγειρέψω." της λέω και σκέφτομαι τι να φτιάξω. "Λοιπόν ελάτε από εδώ να φάμε όλοι μαζί. Μην τολμήσεις να αρνηθείς." με απειλεί στο τέλος και γελάω.
"Όχι δεν θα αρνηθώ γιατί είσαι ικανή να μας απαγάγεις. Έλα γεια θα τα πούμε σε λίγο." λέω και τελειώνω την κλήση.

"Ανδρέα θα πάμε στον θείο Αναστάση." του λέω αν και γνωρίζω ήδη πως δεν έχει πρόβλημα.
"Θα δω το καραβάκι." λέει χαρούμενος. Αυτό το καραβάκι που έχει ο θείος στο γραφείο του είναι σαν μνημείο για τον Ανδρέα αφού κάθε φορά που πάμε εκεί ζητάει να το δει σαν τρελός. Ας πάμε λοιπόν.

"Όταν ακούει κάποιος μόνο τη μια παράταξη, δεν μαθαίνει παρά μόνο τη μισή αλήθεια."
Αισχύλος

Σ'αγαπώ. Ό,τι κι αν γίνει ψυχή μου. (TYS_GR)Where stories live. Discover now