Πρόλογος.

5.1K 354 16
                                    

Περίμενε στο νεκροταφείο, εκεί ακριβώς που του είχαν πει. Η ατμόσφαιρα μύριζε θάνατο. Δεν την άντεχε καθόλου. Λίγο ακόμα να αργούσαν και θα έφευγε.

Χάζεψε τις ταφόπλακες γύρω του. Γιαγιάδες, παππούδες, γονείς, αδέρφια και παιδιά βρίσκονταν θαμμένα στο έδαφος.
Η σκέψη πως σύντομα θα μπορούσε να βρεθεί κι αυτός κάτω από το ίδιο χώμα με αυτά τα άτομα, όξυνε κι άλλο την επιθυμία του να τρέξει μακριά, πριν εκείνοι έρθουν.
Δεν ήταν δειλός άντρας, μα είχε μια οικογένεια να φροντίσει.

Οικογένεια.

Η σκέψη του περιπλανήθηκε στην κόρη του. Άραγε θα την άφηναν ποτέ ήσυχη αν την έβρισκαν? Ο ίδιος δεν κατάφερε να κρυφτεί για πάντα και φοβόταν πως η σειρά της θα ερχόταν σύντομα.

"Όσκαρ", η φωνή του αντιπάλου του τον έκανε να ριγήσει.

Όχι από φόβο, αλλά από ατόφιο μίσος.

"Μπες γρήγορα στο ψητό, Σεμπάστιαν", δε γύρισε ούτε καν να τον κοιτάξει.

"Ξέρεις τι θέλω"

"Δεν το έχω πια"

"Θέλεις να χρησιμοποιήσω την κόρη σου για να το βρω?".

Ο Όσκαρ, γύρισε επιτέλους προς τον Σεμπάστιαν.

Ο δειλόψυχος. Είχε φέρει τουλάχιστον δέκα άντρες του.

"Δε θα τολμήσεις να την αγγίξεις. Δε θα το επιτρέψω!"

"Δε θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα νεκρός".

Και τότε ο Σεμπάστιαν φύτεψε μια σφαίρα στο κεφάλι του άλλου άντρα.

Τα Μυστικά Των Στοιχειών.Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα