Κεφάλαιο Ι

7.2K 537 23
                                    

-Είναι η χειρότερη ιδέα που είχαμε ποτέ,λέω στις φίλες μου μη συνηθισμένη στην παρανομία.

Η Ζόι και η Έλεν είχαν την φαεινή ιδέα να πάμε στο δάσος,που είναι κλειστό για τους κατοίκους της περιοχής από όταν δύει ο ήλιος,για να πιούμε μπύρες.

-Σιγά Έμμα,χαλάρωσε,και αμα δούμε και τον λύκο θα του δώσουμε και αυτουνού λίγη μπυρίτσα,είπε η Ζόι και γέλασαν και οι δύο.

Η ώρα ήταν 23:00 και ξεκινήσαμε για το δάσος.Στο σακίδιο είχα αρκετές μπύρες και δυσκολευόμουν να περπατήσω.Όσο ανεβαίναμε τον λόφο σκέφτηκα ότι αύριο έπρεπε να πάω οπωσδήποτε στο κολέγιο για να παραδώσω μια εργασία και είμαι σίγουρη ότι δεν θα ξυπνούσα νωρίς για να πάω αλλά αποφάσισα να μην παραπονεθώ γιατί θα με έβριζαν.Έτσι και αλλιώς σαν τι μπορεί να γίνει;

Το δάσος είχε τόσα δέντρα που το μόνο έυκολο ήταν να χαθείς.Περάσαμε τον δρόμο και βρεθήκαμε έξω απο τον σιδερένιο φράχτη.Πετάξαμε τις τσάντες απο μέσα και αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε.Ήταν πιο εύκολο απο ότι πίστευα.

Κάτσαμε σε κάτι πέτρες δίπλα απο το ρυάκι που περνούσε και ξεκινήσαμε να πίνουμε.Η αλήθεια είναι ότι ήταν ωραία εδώ.Είχε δροσιά και το μόνο που ακουγόταν ήταν το θρόισμα των φύλλων.

-Ο πατέρας μου θα με σκοτώσει αν μάθει ότι ήρθα εδώ,τσίριξα μετά απο δύο κουτάκια μπύρες.

-Όντως χαχαχα!

Δούλευε για την αστυνομία και βοηθούσε σε αυτές τις έρευνες για τον λύκο.Όλοι φοβόντουσαν μήπως έρθει στην πόλη και υπήρχαν φήμες ότι ήταν ένα τεράστιο ζώο.Εργαζόταν σαν κυνηγός.

Ξαφνικά έγινε αυτό που φοβόμασταν.Ακούστηκε το ουρλιαχτό ενός λύκου.Κοιταχτήκαμε και οι τρείς τρομοκρατημένες.

-Αστυνομία!Μην κουνηθεί κανεις.

Ήταν πίσω απο τον φράχτη και μόλις άνοιξαν την πόρτα.

-Πάμε να φύγουμε και γρήγορα.Τρέξτε!,φώναξε η Ζόι.

Δεν είχαμε άλλη επιλογή.Αν πηγαίναμε προς τα πίσω θα μας έπιαναν,άρα έπρεπε να περάσουμε το ρυάκι και να πάμε πιο βαθιά στο δάσος.

Το νερό ήταν τόσο παγωμένο.Γλίστρησα και χτύπησα το γόνατο μου σε μια πέτρα.

-Έμμα!Είσαι καλά;

Δεν μίλησα και ξεκίνησα να τρέχω με το σακίδιο στον ώμο μου.Ακούγαμε τους αστυνομικούς να μας κυνηγάνε.

-Κρυφτείτε εδώ και όταν θα περάσουν απο εδώ θα ξεκινήσουμε να τρέχουμε προς τα πίσω

Τους ακούγαμε που φώναζαν.Έτρεμα απο τον φόβο μου.Όταν πέρασαν απο μπροστά μας με όση δύναμη μας απέμεινε αρχίσαμε να τρέχουμε προς την πόρτα για να φύγουμε.Οι άλλες δυο έτρεχαν πιο γρήγορα απο εμένα,εμένα η πληγή στο γόνατο με πόναγε πολύ και έτσι αργούσα.Τις έχασα.

Επιτέλους έφτασα στον δρόμο.Μέσα στον πανικό δεν είδα το αυτοκίνητο που ερχόταν.

Ένα χέρι με σταμάτησε.

-Πρόσεξε!,άκουσα μια αντρική φωνή να λέει.

-Τζακ;;;;

*Flashback*

Έπαιζα με τις κούκλες μου όταν είδα απο το παράθυρο ενα ασημένιο αμάξι να σταματάει έξω απο το σπίτι των γειτόνων.Μια άγνωστη κυρία κρατούσε απο το χέρι της ένα αγοράκι.

-Μαμα!Μαμα!

-Εδώ είμαι Έμμα γιατί φωνάζεις;

-Δες!,είπα και έδειξα προς το σπίτι των γειτόνων.

-Είναι το παιδάκι που υιοθέτησαν ο κύριος και η κυρία Χέμπροου.Νομίζω Τζακ τον λένε,θα τον γνωρίσεις μην ανησυχείς,μου είπε καθώς μου χάιδεψε το κεφάλι.

Εγώ ήμουν πέντε χρονών και εκείνος εφτά.Γίναμε κολλητοί και κάθε μέρα βρισκόμασταν μέχρι που όταν έγινε 16 όλο με απέφευγε.Υπέθεσα ότι δεν ήθελε να κάνει παρέα με το νιάνιαρο εμένα πια.Από τότε δεν είχα κάποιον να εμπιστευτώ και ένιωθα ένα κενό μέσα μου.Είχα να τον δω τέσσερα χρόνια.
---------------------------------------------------------
Χευ!💕Αυτή είναι η καινούργια μου ιστορία,ελπίζω να σας φαίνεται ενδιαφέρον.Περιμένω τις ψήφους σας και τα σχόλια σας.Φιλάκια😙

Το κορίτσι του λύκου (Ολοκληρωμένη)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα