«Εσυ γαιδούρα ποσες μέρες εχεις να φανεις απο εδω;» λέει η Ελενη.

«Καμια δεκαρια. Ειχα τις μερες μου και κρυωμα,οποτε δεν καβαλησα το μηχανάκι μου. Βλέπεις η κυρια διπλα σου με εκανε λουτσα στο χωραφι με το νερο το προηγούμενο Σάββατο και μεχρι να φθασουμε σπίτι με το μηχανάκι την αρπαξα. Εγω φταιω που πηγα να βοηθήσω.»

«Καλα μαρη το μπουγελωσες το παιδι;»

«Ναι ζέστη ειχε και ειπα να την δροσισω. Οι βλακειες πληρώνονται. Μετα αρρωστησε και με έσκασε.»

«Καλα να παθεις μάνα. Αν τολμας ξανακαντο.»

«Οοοχι δεν αντεχεσαι, με εφαγαν και οι τύψεις.»

«Χαχαχα το ξερω.Εβγαζα το λαδι σου επειδή με εβρεξες. »

Βλεπω την Μαριτα να βγαινει απ την κουζινα με το καφε και κεκακια σε ενα δισκο.

«Ετοιμα. Παμε μεσα;»

«Ναι. Θεια εσυ τα εκανες αυτα;» ρωτω και αρπαζω ενα κεκακι καθως ακολουθω την Μαριτα μεσα στο δωμάτιό της.

«Ναι. Φαε αφοβα.»

«Μανα αντε....» ειπε η Μαρίτα κανοντας την θιγμενη αλλα δεν αντεξε,γελασε.

Την τελευταία φορά που εκανε η Μαρίτα κεικ αντι για ενα μπεικιν, εβαλε δυο κουταλιες της σουπας αμμωνια. Βρωμουσε το σύμπαν. Πολύ γελιο ριξαμε. Εκείνη παλι ειχε ενα υφος σαν καημενο και ετσι σταματησαμε να γελαμε να μην στεναχωριεται.

Πηγαμε στο δωματιο της και μολις κατσαμε ηρθε και αλλη παρεα. Η Δαφνη και η Κάτια είδαν το μηχανάκι και καταλαβαν οτι βρίσκομαι εδω. Ωραια τεκε θα το κανουμε το δωμάτιο.

«Παω να κανω καφεδες και μην πείτε  νεα μεχρι να ερθω, σας εσκισα.»

Μολις κλεινει την πόρτα η Δαφνη με ρωταει για το αγορι μου πως τα παμε. Της λεω μεσες άκρες πως ειναι πολυ διαχυτικός και με ενοχλει...νιώθω πως δεν σέβεται τιποτα.

«

Ναι ρε βλακα. Πολυ χλαπα χλουπα φιλια.» Λεει η Κατια με αηδια.

«Γκελη και εγω με τον Ντεμη που σας εβλεπα αυτο λεγαμε. Πολυ άσχημο φαίνεται.»

«Ξέρω και προσπαθώ με συζήτηση να του το εξηγήσω, αλλα δεν ξεκολλαει. »

Ήταν της μοίρας μας γραφτόWhere stories live. Discover now