"Θα έρθω μαζί σου"

Η Θεοφανώ φόρεσε την κάπα της και ανέβηκε στο άλογο της ενώ ο Κανέλλος ανέβηκε στο δικό του.Η καλύβα ήταν αρκετά μακριά και από τους δύο πύργους.Ο Κανέλλος κατέβηκε πρώτος και ύστερα τη βοήθησε να κατέβει

"Άσε με να πάω μόνη μου μέσα"

Η Θεοφανώ μπήκε και έκλεισε την πόρτα

"Ποιος?"

Ο Ιάκωβος ήταν δεμένος και τα μάτια του δεμένα με ένα μαντήλι

"Όχι η Κυπριανή πάντως"

Η Θεοφανώ τράβηξε το μαντήλι από τα μάτια του

"Ποια είσαι?"

Η Θεοφανώ κατέβασε την κάπα

"Έχεις δίκιο να μη με θυμάσαι,μα νόμιζα πως θα σου άρεσα καλύτερα έτσι, μαυροφορεμένη"

Το σουφρωμα των φρυδιών μαρτύρησε πως συνειδητοποίησε ποια ήταν απέναντι του

"Δε σε έχω ξαναδεί"

"Ήλπιζα τουλάχιστον πως θα ήσουν ειλικρινείς"

Η Θεοφανώ τον κλώτσησε στο στομάχι και στα πλευρά

"Εξαιτίας σου ήρθα εδώ,εσύ μου κατέστρεψες τη ζωή"

"Εγώ? Εντολές εκτελούσα"

Η Θεοφανώ γονάτισε μπροστά του

"Αλήθεια? Τίνος εντολή εκτελούσες όταν έκλεψες το γιό μου?"

"Τι δουλειά έχω με το γιό σου?Εγώ μόνο τον Λάσκαρη κατέδωσα,κανέναν άλλο"

"Γιατί δε σε πιστεύω?"

"Κυρά μου την αλήθεια σου λέω"

Η Θεοφανώ έβγαλε το μαχαίρι της και το έβαλε στο λαιμό του

"Τόσα χρόνια πλάι στους Γερακαρηδες θα ξέρεις πως είμαστε αψεις,πως η φούγα μας δε καλμάρει εύκολα,για αυτό μίλα αποκορωμενε"

"Αυτή την απάντηση πρέπει να την πάρεις από άλλον"

"Ποιον?"

"Την αδελφή του Λασκαρη,τη Βασιλική"

"Να σαι σίγουρος πως θα την πάρω,από ποιον άλλον δε ξέρω"

"Ποιον άλλον?Αυτη-"

"Ποιος έκλεψε το τουφέκι μου αναθεματισμένε?Ποιος που να σου φάω τα μάτια?Τι του κάνατε "

"Ατύχημα ήταν,μόνο να το κλέψουμε μας είπε,αλλά κάτι πήγε λάθος"

"Τι?"

"Ξύπνησε και κάπως έπρεπε έτσι όπως πήγαμε να τον κρύψουμε χτύπησε σε ένα από τα κουμπούρια στο ζωνάρι μου. Νομιζα πως κοιμήθηκε αλλά"

Ο κόσμος εκείνη τη στιγμή σταμάτησε,
η ψυχή την μούδιασε.Ηξερε πως δεν είναι καλά,το ένιωθε να καταβαθος ήλπιζε πως θα το ξαναβλεπε,πως θα το έβρισκε "

"Το τουφέκι μου,ο Τζανετος μου"

Η φωνή της έσπασε σαν ξεστόμισε το όνομα του.

"Θα σε σκοτώσω, καταρραμενε,ανάθεμα σας"

Η Θεοφανώ κάρφωσε το μαχαίρι στα μάτια του

"Θεοφανω"

Ο Κανέλλος μπήκε και αμέσως την άρπαξε

"Το τουφέκι μου,ο γιος μου,μου τον σκότωσε,σκότωσε το τουφέκι μου"

Ούρλιαξε η Θεοφανώ πριν αρχίσει να βγάζει αναρθρες κραυγές καθώς μαχαιρωνε το χώμα με το μαχαίρι που κρατούσε σφιχτά στη χούφτα της

"Παιδί μου,παιδάκι μου,τουφέκι μου"

Ο Κανέλλος έλυσε τον Ιάκωβο και τον πέταξε έξω από το καλύβι

"Άντε καταραμένε,άντε μη σε σκοτώσω εγώ"

Ο Ιάκωβος πήγαινε σκουντουφλωντας μια φωνάζοντας για τη χαμένη του όραση

Η Θεοφανώ όμως δε θα τον άφηνε

"Δε θα κάνω την τιμή στην Κυπριανή να τον σκοτώσει"

"Θεοφανώ,άστον,αστον έχουμε πιο σοβαρά θέματα"

"Όπως?"

"Αυτούς που έδωσαν την εντολή"

"Πως να τις τιμωρήσω?Με μια λέξη μπορούν να με στείλουν στον άλλο κόσμο και να με βγάλουν τέρας"

Η Θεοφανώ βγήκε έξω και άρχισε να τρέχει πίσω από τον Ιάκωβο

"Θεοφανώ"

Ο Ιάκωβος γύρισε και αμέσως ο ώμος του συναντήθηκε με τη λεπίδα της

"Τώρα πηγαινε"

Ο Ιάκωβος άρπαξε τα χέρια της και την πέταξε πίσω και έβγαλε το μαχαίρι από την πληγή μα η Θεοφανώ επανήλθε γρήγορα χτυπώντας τα πληγωμένα μάτια του

"Θεοφανώ σταμάτα!"

Η Θεοφανώ πήρε το μαχαίρι της πίσω και το βαλε στη θήκη του

"Τώρα πηγαινε στην Κυπριανή"

Η Θεοφανώ έφυγε και κίνησε για τα άλογα ενώ ο Κανέλλος την ακολούθησε

"Ξέρεις ότι θα της τα πει όλα έτσι?"

"Άσε πρώτα να φτάσει"

"Θεοφανώ"

"Βάλε αυτούς που τον πήραν να τον βάλουν πάλι στο καλύβι"

"Θεοφανώ,τι λογαριάζεις?Να μας πάρουν τα κεφάλια"

"Δε ξέρω"

Ο Κανέλλος την έφερε στην αγκαλιά του

"Το μόνο που θέλω είναι να πάω κοντά τους"

"Μη λες τέτοια"

"Τι λόγο έχω να ζω?Μου πήρανε το σπίτι μου,την οικογένεια μου,ακόμα κι αν τους πάρω τη ζωή θα είναι πολύ λίγο"

"Έλα κόρη μου,έλα"

"Αυτός ο καταραμένος τόπος,αυτός"

Χρυσάφι Where stories live. Discover now