𝐗𝐕𝐈𝐈𝐈

Comincia dall'inizio
                                    

Πάρα πολύ καιρό αργότερα μου, όταν η ίδια Μαριέττα μου εκμυστηρεύτηκε και την ιστορία πίσω από την πατρότητα του Γιωργάκη αυτό με ισοπέδωσε, ήταν η χαριστική βολή. Άρχισα να ξεστομίζω ξανά βαριές κουβέντες, λόγια που σε καμία περίπτωση δεν τα εννοούσα. Μα πως θα μπορούσα; όταν την έβλεπα ταραζόμουν ολόκληρος, φαινόμουν σκληρός και απόμακρος ενώ ταυτόχρονα παρακαλούσα να ρίξει τα μάτια της πάνω μου, να με πλησιάσει, να μου μιλήσει.

Θυμάμαι να μου λέει ποσό πολύ είχε μετανιώσει για όσα είχε κάνει στην Αλεξάνδρα και στον Μάρκο, αλλά εγώ της γύριζα την πλάτη μου. Ήμουν καχύποπτος απέναντι της, ήταν δύσκολο να την πιστέψω μετά από όλα αυτά. Όμως η βοήθεια που τους πρόσφερε απλόχερα για να το σκάσουν επιβεβαίωσαν τα λόγια της και ήταν αυτό που χρειαζόμουν για να δω πως πράγματι είχε αλλάξει. Το ατύχημα του Ιάσωνα και το θάνατος της γιαγιάς Αθήνας μας έφεραν κοντά, σε αυτές τις τόσο δύσκολες στιγμές με είχε ανάγκη και εγώ δεν μπορούσα να της το αρνηθώ. Ωστόσο ήταν πάνω από την δυνάμεις μου να αφήσω πίσω όσα έκανε, μας σκίαζαν σαν σύννεφο και δεν μας άφηναν να ευτυχήσουμε.Έδειχνε όμως μεγάλη κατανόηση, ποτέ δεν μου παραπονέθηκε για κάτι και ας την πονούσε η κατάσταση αυτή.

Εχθές, όταν ήμασταν ξανά εδώ στο νοσοκομείο, έξω από το δωμάτιο της Αλεξάνδρας πρόσεξα για πρώτη φορά μια πικρία για την όλη κατάσταση. Και τα λόγια της αυτά << μου αρκεί που είσαι εδώ, μην είμαι και πλεονέκτης. >> φαινόταν σαν να είχε παραιτηθεί πλέον, είχε πάψει να ελπίζει για εμάς, ίσως να έθετε και σε αμφισβήτηση τα αισθήματα μου για εκείνη. Ένιωσα να την ανάγκη ξαφνικά να της εξομολογηθώ όσα είχα θαμμένα, καιρό τώρα, στην καρδιά μου. Δεν ήθελα να πιστεύει ότι την είχα ξεχάσει. Όταν με κοίταξε με αυτά τα μάτια της όμως, που τόσο λάτρευα, οι λέξεις σκαλώσαν μέσα μου και έτσι έφυγε.

Αν είχα βρει το θάρρος να της μιλήσω εκείνη την στιγμή θα ήξερε ότι την λάτρευα. << αν, αν, αν διαρκώς αυτό το αν! >> μουρμούρισα μέσα στα νεύρα και κοπάνησα το χέρι μου στο τοίχο ξανά. Ήμουν τόσο δειλός, όπως πριν είκοσι χρόνια που δεν βρήκα το θάρρος να την κλέψω, έτσι και τώρα από την ίδια δειλία δεν μπόρεσα να της μιλήσω μέσα από την καρδιά μου. Και αυτό που με σκότωνε ήταν ο φόβος να την χάσω πραγματικά αυτή την φορά. Μαύρες ιδέες περνούσαν από το μυαλό μου, αν αυτός ο φόβος μου γινόταν πραγματικότητα; αν την έχανα οριστικά;

Ταράχτηκα περισσότερο, εγώ χωρίς την Μαριέττα ήταν αδύνατον να ζήσω. Εκείνη με κρατούσε στην ζωή όλα αυτά τα χρόνια μέσα στην φυλακή, με την θύμηση της κοιμόμουν και ξυπνούσα στο κελί. Και μόνο στην ιδέα ότι ήταν εκεί έξω εγώ εμένα ζωντανός, μετρούσα τις μέρες αντίστροφα για να την στιγμή που θα ξανά συναντιόμασταν. Αν πέθαινε, θα πέθαινα και εγώ το επόμενο λεπτό. Η δίκη της πνοή με έκανε να αναπνέω, το χαμόγελο της με έκανε να γελαω και εγώ, η ύπαρξη της έδινε νόημα στην δίκη μου ύπαρξη.

Κορίτσι μουDove le storie prendono vita. Scoprilo ora