"Pit,ελάτε τώρα!"

Φώναξε και χαμήλωσε το όπλο

Οι φρουροί έτρεξαν και τον έπιασαν.

"Κοίτα τι αλήτη διάλεξες"

Ο Πέτρος του έχωσε μια με το όπλο και έμεινε αναίσθητος

"Πετάξτε τον!"

Οι φρουροί τον μετέφεραν έξω και ο Πέτρος έτρεξε στην Άννα

"Είσαι εντάξει?"

Ο Πέτρος άφησε το όπλο και την έσφιξε στην αγκαλιά του

"Σε φώναζα"

"Με το που τον είδα, έτρεξα και έβγαλα το όπλο.Συγνωμη που άργησα, συγνώμη"

Η Άννα ένιωθε ακόμα τα βρωμόχερα του στα δικά της.Ακόμα και αν δεν κατάφερε να την αγγίξει,ένιωθε την ανάσα του.Ο άνθρωπος αυτός που καυχιόταν ότι την έσωσε από έναν παιδεραστή,ήταν ένα βήμα από το να της κάνει το ίδιο κακό.

"Πάλεψα αλλά ήταν σαν να μην τον ένοιαζε"

"Έφτασε αυτό σημείο να τολμήσει να σε αγγίξει το καθίκι"

Ο Πέτρος ήταν έτοιμος να πάει έξω όμως τον κράτησε η Άννα

"Πέτρο,μη με αφήνεις,σε θέλω δίπλα μου"

Η Άννα τον παρακάλεσε

"Δε θα σε αφήσω"

Ο Πέτρος την αγκάλιασε

"Κουράστηκα, Πέτρο"

Είπε η Άννα,η φωνή της έτοιμη να σπάσει

"Καρδιά μου"

"Γιατί?"

"Μόνο το αρρωστημένο του μυαλό ξέρει "

Αφού ηρέμησαν λίγο η Άννα ρώτησε

"Που βρήκες το όπλο?"

"Ο Λουκάς το έφερε, για μια περίπτωση σαν κι αυτή"

"Θέλω να κάνω ένα μπάνιο "

"Εννοείται , πάμε "

Ο Πέτρος τη βοήθησε και η Άννα μπήκε στο ντουζ, προσπαθοντας να καθαρίσει.Οταν βγήκε ντύθηκε και ξάπλωσε

"Άννα"

"Πες μου ότι τον παραδώσαμε στην αστυνομία"

"Δυστυχώς όχι,δεν έχουμε αποδείξεις και μιλάμε για το Δαμαλά"

"Πέτρο, κουράστηκα να παλεύω "

Ο Πέτρος έκατσε δίπλα της και της χάιδεψε το χέρι

"Γιατί.. γιατί δεν μπορώ να χαρώ?"

"Χαίρεσαι,ζεις μέχρι τη στιγμή που έρχεται αυτός"

"Μόνο στη σκέψη-"

"Άννα,άσε τη σκέψη,μη το κάνεις αυτό στον εαυτό σου"

Η Άννα κούρνιαξε δίπλα του

"Θες να αλλάξουμε σπίτι, πίσω στο πατρικό μου?"

"Όπου και να πάμε, θα μας βρει "

Ακούγοντας ηττημένη

"Αν δεν σήμαινε ότι θα σε χάσω,μα το Θεό, θα έριχνα"

Είπε ο Πέτρος,η φωνή του σοβαρή

"Πέτρο,δε θέλω να βάψεις τα χέρια σου αίμα"

Παρακαλεσε ξέροντας ότι θα μπορούσε να το κάνει

"Ησύχασε,δε το κάνω "

Την καθησυχασε

"Πέτρο, θέλω μια χάρη "

"Τι χάρη?"

"Θέλω να με πας στο χωριό "

Είπε η Άννα

"Όχι "

Είπε ο Πέτρος

"Σε παρακαλώ,θέλω να δω τους δικούς μου, να τους προειδοποιήσω και να τους αποχαιρετήσω"

"Μπορεί να σου κάνει μεγαλύτερο κακό το γυρίσεις "

Ο θυμός υποχώρησε και βγήκε ο φόβος

"Πέτρο"

"Και αν?"

"Δε θα έχει γυρίσει "

Ο Πέτρος την κοίταξε σκεπτικά και συμφώνησε.

"Θα πάρω τον κυρ Λευτέρη να τον ενημερώσω"

"Σ' ευχαριστώ"

"Δε χρειάζεται να με ευχαριστείς"

Ο Πέτρος άφησε την Άννα να ντυθεί.Η Άννα φόρεσε ένα ζιβάγκο πουλόβερ και ένα φούστα και κατέβηκε

"Έτοιμη"

"Άννα είσαι σίγουρη?"

"Πέτρο, είπα θα πάμε στο χωριό"

Ο Πέτρος υπάκουσε και ξεκίνησαν για το χωριό.Η Άννα αισθάνοταν παράξενα όσο πλησίαζαν.

"Πέτρο, μπορείς να με πας στο μοναστήρι?"

Είπε σιγανα η Άννα

"Αλήθεια πιστεύεις θα σε αφήσει η Κασσιανή να μπεις?"

"Δε γίνεται να μου αρνηθεί,δεν έχει δικαίωμα"

"Να σου θυμίσω μου έχουν απαγορεύσει την είσοδο"

"Δεν είναι το ίδιο, πήγαινε με"

Ο Πέτρος έστριψε και πήρε το δρόμο του μοναστηριού.Κατανοουσε την ανάγκη της Άννας να δει τη θεία της αλλα παράλληλα ανησυχούσε.Ο Πέτρος σταμάτησε και η Άννα κατέβηκε.

"Περίμενε με"

Η Άννα χτύπησε την πόρτα και η Αυξεντια της άνοιξε

"Κοριτσάκι μου"

Η Άννα μπήκε μέσα και η Αυξεντια κοίταξε τον Πέτρο που καθόταν στο καπό που αυτοκινήτου,πριν κλείσει την πράσινη πόρτα.Ο Πέτρος ένιωσε ξαφνικά ένα αίσθημα φόβου να μεγαλώνει μέσα του καθώς η ώρα περνούσε και η πράσινη πόρτα δεν άνοιγε.Αληθεια, φοβόταν,αν η τελευταία κίνηση του Γεράσιμου την είχε τρομάξει τόσο,όλο το κυνηγητό,ο Βίκος,κάτι που ίσως έκανε αυτός.Φοβοι και σκέψεις μεγάλωναν καθώς περίμενε την Άννα να βγεί

Μαύρο Ρόδο//🥀Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα