Ένας δικός μας ουρανός, με δικά μας αστέρια, δικά μας τα πάντα.

Μόνο τον χρόνο να τον πιέζει.

Καθώς τα αστέρια μας θα εξατμίζονται το ένα μετά το άλλο, όμως θα είναι πάντα αυτός εκεί να φτιάχνει και άλλα.

・❥・

Αργότερα ανακάθησε και αυτός και εγώ, στήριξε την μέση του στο σάπιο φως του δρόμου.

Απροειδοποίητα άρπαξε αργά το χέρι μου απο τον αντίχειρα και το έβαλε να ζεσταθεί μέσα στην τσέπη του, έκατσε λίγο πιο κοντά μου, άφησε τα μποτάκια του πάνω στα δικά μου.

«Αυτά τα κινητά, είναι άχρηστα", είπε «μόνο για πορτοφόλια κάνουν».

Κόλλησα το κεφάλι μου δίπλα από το αυτί του, για να δω την οθόνη.

Γύρισε και με κοίταξε, χαμήλωσε τα πυκνά φρύδια του, χαμογέλασε ξανά με τα μάτια.

«Αφού εγώ θα μιλήσω πρέπει να με ακούνε καθαρά;» ρώτησε με δήθεν απορία.

Έσκυψε, τα χείλη μας ενώθηκαν για τόσο λίγο που ήταν φίλι, έσπρωξε το τσιγάρο στα δικά μου και μόνο για λίγο ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο μου.

Είχα αφήσει όμως λίγο κραγιόν πάνω στα δικά του.

«Σου πάει πιο πολύ από ότι πάει σε εμένα.»

«Θα σε εμπιστευτώ σε αυτό.» είπε σηκώνοντας τα φρύδια του.

Ακούμπησε το τηλέφωνο στο αυτί του, έπιασα τον εαυτό μου να χαζεύει τα λεπτεπίλεπτα δάκτυλά του.

Ήταν βγαλμένα από πίνακα.

Χτυπούσε, χτυπούσε, χτυπούσε το τηλέφωνο, όμως πάντα είναι αργά αυτά.

Ακούσαμε ή τουλάχιστον ελπίζω κόρνα να μην η μόνη, κόρνα μηχανής.

・❥・

«Ψήνεσαι για μία βόλτα στο έναστρο Λονδίνο;» λέξεις γλίστρησαν από τα χείλη του.

Σηκώθηκα και πριν το καταλάβει το χερι μου που ήταν στην τσέπη του, πλέον είχε καταφέρει να τον σηκώσει όλο και να τον φέρει στα μέτρα μου.

Παρατήρησα ότι του ρίχνω μισό κεφάλι.

Έφτυσα το τσιγάρο και εκείνο λερώθηκε αμέσως από τις βρωμιές του δρόμου, σκορπίζοντας στάχτη.

Το πάτησα και προχώρησα μπροστά του αδιαφορώντας για αυτό.

Τον έπιασα από την μέση και ψάχναμε την μηχανή.

Με μία ρόδα ⋆˚‧₊˚⍣ Sirius BlackWhere stories live. Discover now