Φιλία ή Έρωτας;;

757 19 12
                                    

Αθήνα, Ιούνιος 2010

Τις μέρες που ακολούθησαν εκείνη τη συνάντηση στο σταθμό, για την επικύρωση της συμφωνίας, η Τερέζα και ο Αλέξανδρος ήταν αχώριστοι.

Για δύο περίπου εβδομάδες δεν είχαν αποχωριστεί ο ένας τον άλλον παρά μόνο για λίγες ώρες.

Πήγαιναν για μπάνιο σε ερημικές παραλίες της Αττικής με τη μηχανή του, έτρωγαν σε ειδυλλιακά ταβερνάκια πλάι στο κύμα, διάβαζαν τα πρώτα τους σενάρια, έκαναν πρόβες τις κοινές τους σκηνές και περνούσαν τα βράδια τους στην όμορφη βεράντα της Τερέζας, φυλαγμενοι από τα αδιάκριτα βλέμματα πίσω από τα φυτά της. Έπιναν κρασί και άκουγαν τις αγαπημένες τους μουσικές.

Η στενή επαφή τους βοήθησε να γνωρίσουν καλά ο ένας τον άλλον, τις συνήθειες , τις αδυναμίες, το παρελθόν , τα όνειρα και τις προτιμήσεις τους.

Τα περισσότερα βραδιά έμενε στο σπίτι της, αν και το δικό του απείχε μόνο λίγα λεπτά.

Η σχέση τους όλο αυτό το διάστημα παρέμενε φιλική. Πολλές φορές υπήρχε στην ατμόσφαιρα ένας έντονα διάχυτος ερωτισμός αλλά μετά από εκείνο το αδέξιο φιλί της, κανείς τους δεν έκανε ξανά κίνηση.

Αν τους έβλεπε κανείς θα έλεγε πως πρόκειται για ένα πολύ ερωτευμένο ζευγάρι. Οι ίδιοι αρκούνταν να λένε πως έχουν βρει ο ένας στο πρόσωπο του άλλου το άλλο του μισό, μια αδερφή ψυχή, μια οικογένεια από επιλογή.

Στη δημιουργία αυτής της στενής, απροσδιόριστης σχέσης βοήθησε σημαντικά η απουσία των συντρόφων τους.

Η Ειρήνη είχε οικογενειακές υποχρεώσεις στην ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα της, τη Νάουσα και φυσικά ο Αλέξανδρος δεν είχε καμία πρόθεση να την ακολουθήσει. Έτσι, δε συναντήθηκαν για παραπάνω από δύο εβδομάδες.

Ο "Γάλλος", όπως συνήθιζε η Τερέζα αλλά και όλη η θεατρική πιάτσα να αποκαλεί το σύντροφό της εξαιτίας των σπουδών του στο Παρίσι και της κουλτούρας που έφερε, ήταν απασχολημένος με την περιοδεία του. Ακολουθούσε πιστά τις παραστάσεις τους μέχρι να σιγουρευτεί ότι όλα ρολαρουν σωστά, η τουλάχιστον έτσι της έλεγε.

-Ωχ πέρασε η ώρα, πρέπει να πάω σπίτι μου να φτιαξω βαλίτσα για το ταξίδι.
-Δε θα μείνεις εδώ απόψε;,ρώτησε παραπονιαρικα.
-Θα τη φτιάξω και θα έρθω, θα φύγω από εδώ κατευθείαν το πρωί. Ότι θελετε με κάνετε, ντιβαρα μου, της είπε περιπαιχτικά για να εισπράξει ένα μαξιλάρι στο κεφάλι.
-Σου χει κολλήσει αυτό το ντιβαρα έτσι;, απάντησε δήθεν θιγμενα.
-Δε φταίω εγώ, εκείνος ο τυπακος το γράψε στο άρθρο του για σένα. Και έτσι πως σε βλέπω αραχτη στο κρεβάτι νομίζω σου πάει γάντι.
-Ε δεν υποφέρεσαι πια, αποκρίθηκε δυνατά πετώντας του τα μαξιλάρια που ήταν πάνω στο κρεβάτι.

ΕΡΩΤΑΣ, Ο ΛΥΣΙΜΕΛΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα