Ο ΚΑΒΓΑΣ

En başından başla
                                    

<<Λοιπόν, σε λένε Ευγενία, σπουδάζεις φιλοσοφική, είσαι από το Διαφάνι, ο μπαμπάς δάσκαλος, η μαμά ασχολείται με τα χωράφια και έχεις δυο μικρότερες αδελφές. Καλά τα θυμάμαι;>> τη ρώτησε, καθώς περπατούσαν στη παραλία της Θεσσαλονίκης με κατεύθυνση προς τον λευκό πύργο. <<Ναι. Όλα σωστά>> απάντησε, σχεδόν κατακόκκινη. <<Ναι αλλα δεν μου λες κάτι για σένα>>, <<Στα είπα όλα. Σπουδάζω στη Θεσσαλονίκη. Δεν έχω καμία συναρπαστική ζωή. Εσύ;>>, <<Εγώ σπουδάζω στο μαθηματικό και είμαι από τη Καβάλα. Το πατέρα μου τον έχασα μικρός, η μάνα μου έχει ξαναπαντρευτεί και μένω με τον ξάδελφο μου. Δουλεύω από δω κι από κει...>>, <<Τι δουλειά κάνεις;>>, <<Ότι θες. Γκαρσόνι, μεταφέρω δέματα με το μηχανάκι, σε χωράφια έχω δουλέψει...>>, <<Σε χωράφια;>> ρώτησε χαμογελώντας. <<Θα με εκτιμήσει η μαμά σου, ε;>>. Η Ευγενία χαμήλωσε το βλέμμα. <<Όποιον εργάζεται εκτιμά η μητέρα μου. Είτε στα χωράφια, είτε οπουδήποτε. Δεν μπορεί τους τεμπέληδες>>, <<Ταιριάζουμε με τη μαμά. Να μου τη γνωρίσεις>>. Η Ευγενία χαμογέλασε και συνέχισε να περπατά. <<Είναι αργά. Καλύτερα να γυρίσω>>, <<Από τώρα;>>, <<Ναι, έχω διάβασμα. Ευχαριστώ για τη βόλτα>>, <<Πάμε αύριο για ένα καφέ; Ε;>>. Το κορίτσι τον κοίταξε στενάχωρα. <<Γυρίζω στο χωριό μου για γιορτές αύριο. Τη νέα χρονιά, το κανονίζουμε>>. Εκείνος αναστέναξε. <<Δηλαδή δεν έχεις χρόνο ούτε για ένα καφέ; Έστω να σε πάω στο λεωφορείο>>, <<Έχω βαλίτσες. Δεν χωράνε στο μηχανάκι. Ευχαριστώ πάντως και καλά Χριστούγεννα. Ότι καλύτερο>> του απάντησε ευγενικά.

..............

<<ΚΩΣΤΑΣ;>> ρώτησε φωνάζοντας η Βαλεντίνη και η Ευγενία τη χτύπησε στο πόδι ελαφρά. <<Μη φωνάζεις! Και οι τοίχοι έχουν αυτιά εδώ μέσα>>, <<Τι λες μωρέ Τζένη; Χάζεψες; Οι δυο μας είμαστε. Λοιπόν λέγε, τι έγινε μετά;>>, <<Τι να έγινε;>>, <<Σε πήγε τελικά στο λεωφορείο; Ε λέγε ντε, μη με κρατάς σε αγωνία!>>. Η Ευγενία άφησε κάτω τον καφέ της και κοίταξε το τζάκι που τρεμόπαιζε, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα ο Λάμπρος, η Ελένη και η Βιολέτα. <<Καλησπέρα>> είπε καλοσυνάτα ο πατέρας τους και η Λενιώ τον κοίταξε αυστηρά. <<Πάω μέσα>> ανακοίνωσε η μικρή και μπήκε στην κάμαρη της. Η γυναίκα έβγαλε το παλτό τις και τις πλησίασε. <<Τι κάνετε εδώ;>>, <<Καφέ πίνουμε>> απάντησε η Ευγενία ντροπαλά. <<Α καφέ! Μπράβο. Εγώ έστειλα τον πατέρα σας, να σας φέρει και τις τρεις. Οι θείες σας είχαν κάνει τόσα πράγματα, συζητήσαμε τι θα κάνουμε τα Χριστούγεννα, περίμεναν μήνες να σε δουν κι εσείς κάθεστε εδώ και πίνετε καφέ;>>, <<Λενιώ μου...>>, <<Λάμπρο τις δικαιολογείς εδώ και ώρες, τώρα να μας πουν εκείνες γιατί δεν ήθελαν να έρθουν>>, <<Εγώ είχα διάβασμα>> απάντησε βαριεστημένα η Βαλεντίνη. <<Και σε πήρε ο πόνος; Τι διάβαζες παιδί μου παραμονές Χριστούγεννα; Να πάω στο γυμνάσιο να τους μαλώσω>>, <<Κι εγώ ήμουν κουρασμένη βρε μαμά μου. Θα πάω αύριο να τις δω>> συμπλήρωσε η Ευγενία. <<Το καλό που σας θέλω να πάτε αύριο το απόγευμα και οι δυο. Κι αυτά τα έχω διάβασμα, δεν τα πολυπιστεύω>>. Γύρισε η Λενιώ να φύγει και η Βαλεντίνη σηκώθηκε νευρικά από τη θέση της. <<Αύριο δεν γίνεται. Έχουμε κανονίσει>>, <<Τι έχετε κανονίσει;>> τη ρώτησε με περιέργεια. <<Θα βγούμε με την Ευτυχία>>, <<Εσύ τι δουλειά έχεις με μεγάλες κοπέλες;>>, <<Αν θες να ξέρεις, εμένα πήρε η Ευτυχία να ξεσηκώσω την αδελφή μου, που άμα έρχεται στο Διαφάνι, ξεχνάει να βγει από το σπίτι!>>, <<Η αδελφή σου έρχεται να δει την οικογένεια της. Άμα ήθελε συνέχεια βόλτες, καθόταν και στη Σαλονίκη. Και για να έχουμε καλό ερώτημα, πότε περίμενες να μας το πεις;>>. Η Βαλεντίνη την κοίταξε νευρικά. <<Δεν είμαστε μωρά πια, να μη μπορούμε να κάνουμε βήμα χωρίς να το ξέρεις. Δηλαδή πότε θα βγαίνουμε και δεν θα το ξέρεις; Όταν μας παντρέψεις; Αν είναι, να μου το πεις να το ξέρω>>, <<Βαλεντίνη...>> είπε ο Λάμπρος, μα η Ελένη τον διέκοψε. <<Όσο είστε μαθήτριες και μένετε εδώ μέσα, θα ξέρω που πάτε και πότε θα γυρίσετε, εντάξει; Και μη μου ξαναβγάλεις γλώσσα γιατί...>>, <<Θα μας κλειδώσεις στο σπίτι; Δεν βαρέθηκες να μας απειλείς; Εγώ βαρέθηκα>>. Το κορίτσι σταύρωσε τα χέρια και όλοι έμειναν αμίλητοι. Η Λενιώ πήρε το παλτό της και πήγε προς τη κάμαρη της. Πριν μπει μέσα, στράφηκε στην Ευγενία. <<Πήγαινε το πρωί στις θείες σου και το απόγευμα μπορείς να βγεις με την Ευτυχία>>, <<Μαμά μου...>> ψέλισε το κορίτσι μα η Ελένη την αγνόησε. <<Κι εγώ;>> ρώτησε η Βαλεντίνη. <<Εσύ δεν θα πας πουθενά. Όταν μάθεις να σέβεσαι, θα τα ξαναπούμε. Και μην τολμήσεις να πας μέσα και να φωνάξεις στη μικρή πάνω στα νεύρα σου, θα ξαναβγείς όταν σε παντρέψω. Στο λέω για να το ξέρεις>> είπε με ειρωνεία η Λενιώ και το κορίτσι έφυγε για την κάμαρη εκνευρισμένη.

ΕυγενίαHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin