κεφαλαιο 26

Start from the beginning
                                    

«Με ακούει κανείς?» ούρλιαζε η Άννα, όμως δεν υπήρχε κανένα σημάδι ανθρώπινης ύπαρξης τριγύρω. Φώναξε ξανά και ξανά όμως τίποτα... γύρισε την πλάτη για να γυρίσει πίσω στον Ορεστη, όταν ένιωσε κάποιον να την τραβάει από την μπλούζα. Κοίταξε κάτω και είδε ένα μικρό κοριτσάκι να την κοιτάει γλυκά και να της χαμογελάει. Η Άννα τα έχασε για λίγο και έμεινε να κοιτά τα πελώρια γκριζοπράσινα μάτια της. Το εκτυφλωτικό φως που επικρατούσε νωρίτερα επανηλθε εξαφανίζοντας κάθε ίχνος της προηγούμενης καταιγίδας. Το κοριτσάκι τώρα την κρατούσε από το χέρι και την τραβούσε έξω από το σπίτι. Ξαφνικά άκουσε γέλια και φωνές να έρχονται από το εσωτερικό του σπιτιού και βήματα στις σκάλες. Γύρισε το κεφάλι της και είδε μια όμορφη καστανόξανθη κοπέλα να γελάει ενώ ο Ορεστης έτρεχε πίσω της τραβώντας τη στην αγκαλιά του. Φαινόταν χαρούμενος... Ευτυχισμένος... Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της βλέποντας τον ξέγνοιαστο στην αγκαλιά μιας άλλης γυναίκας. Χαμογέλασε μελαγχολικά και ψιθύρισε «Σ'αγαπαω Ορεστη...»

Το κοριτσάκι την τράβηξε ξανά από το χέρι και ξαφνικά η πόρτα έκλεισε και μπροστά της εμφανίστηκε το σπίτι που στοίχειωνε την παιδική της ηλικία. Το τοπίο είχε αλλάξει και πάλι. Πλέον όλα ήταν σκοτεινά και έκανε αφόρητο κρύο. Η Άννα τύλιξε τα χέρια της γύρω από το σώμα της θέλοντας να προστατευτεί. Το κοριτσάκι ξαφνικά άρχισε να κλαίει. Τα μακριά του μαύρα σχεδόν μαλλιά δεν ήταν πλέον πλεγμένα σε πλεξίδες αλλά λυτά και μπερδεμένα. Το άσπρο φορεματάκι που φορούσε είχε λερωθεί και σκιστεί σε αρκετά σημεία και φαινόταν τρομαγμένο και χτυπημένο. Η Άννα προσπάθησε να το αγκαλιάσει για να το παρηγορήσει και να το προστατεύσει αλλά μόλις τα δάχτυλα της ακούμπησαν τον μικροσκοπικό του ώμο, εκείνο εξαφανίστηκε. Η Άννα βρέθηκε ξαφνικά μέσα σε ένα όμορφο και ζεστό σπίτι απ'οπου ακουγόταν η μελωδία ενός θλιμμένου βιολιού να πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα. Κοίταξε τον εαυτό της σε κάποιον κοντινό καθρέπτη και είδε πως φορούσε ένα λευκό φόρεμα ίδιο με του μικρού κοριτσιού, ενώ τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε στεφάνι γύρω από το πρόσωπο της. Έλαμπε και ένιωθε τόσο αγνή όσο ένα μικρό λουλούδι. Κοίταξε γύρω της το χώρο και άρχισε να περιφέρεται στο πελώριο σπίτι. Σταθηκε σε μια πόρτα όπου είδε μια όμορφη μελαχρινή γυναίκα να χτενίζει τα μαλλιά ενός μικρού κοριτσιού. «Εσύ...» ψελισσε η Άννα αναγνωρίζοντας το μικρό κορίτσι από πριν. Εκείνο γύρισε και την κοίταξε καρφώνοντας το βλέμμα του στο δικό της. «Εγώ...» ψελισσε τώρα με δυσκολία αναγνωρίζοντας την παιδική της φιγούρα. Έκανε μερικά βήματα μπροστά όμως το σκηνικό άλλαξε και πάλι. Μπροστά της απλωνόταν ένα απέραντο λιβάδι και κάπου εκεί είδε δυο οικογένειες να παίζουν με τα μικρά τους παιδιά. Πλησίασε περισσότερο και αναγνώρισε τον πατέρα της. έπαιζε με εκείνο το μικρό κορίτσι κυνηγητό ενώ η μητέρα της χαμογελώντας τους γλυκά έπλεκε ένα στεφάνι από μαργαρίτες που η ίδια τόσο λάτρευε. Από την άλλη είδε τον εαυτό της να παίζει με ένα αγοράκι παρέα με τον Ορεστη. Βρίσκονταν κοντά σε μια λίμνη και το μικρό αγόρι προσπαθούσε να μάθει να ψαρεύει αντιγράφοντας τις κινήσεις του πατέρα του. Κατάφερε να αναγνωρίσει τον εαυτό της μέσα στις δυο αυτές οικογένειες και ξαφνικά όλα άλλαξαν για μια ακόμη φορά. Στο λιβάδι τώρα επικρατούμε νεκρική σιγή. Τα γέλια των μικρών παιδιών είχαν πάψει να ακούγονται και όλα έμοιαζαν εγκαταλελειμμένα. Ένα ουρλιαχτό έσκισε σχεδόν στα δυο τον ορίζοντα και μπροστά της εμφανιστήκαν πτώματα. Πρώτα αναγνώρισε αυτό της μητέρας της. «Μαμά...» ψελισσε και έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας. Σήκωσε το βλέμμα της και είδε τον πατερά της πεσμένο λίγο παραδίπλα κι αμέσως έτρεξε κοντά του. «Μπαμπά...» φώναξε και έπεσε στο στήθος του αφήνοντας τα αναφιλητά της ελεύθερα. Ένας δυνατός κρότος έσκισε ξανά τον αέρα και μια αδύναμη φωνή φώναξε το όνομα της.

Έρωτας σαν φθινοπωρινή καταιγίδαWhere stories live. Discover now