Μέρος Δεύτερο

20 3 3
                                    


Ο Άντερσον χτύπησε το χέρι του πάνω στο τραπέζι. «Ηλίθιοι! Ηλίθιοι που μου κουβαληθήκατε εδώ μέσα!» έτριψε τον κρόταφό του. «Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει γιατί σας βρήκαν σε αυτά τα χάλια;!» η βροντή της φωνής του τράνταξε ολόκληρο το δωμάτιο. Ακόμα και ο σκύλος που είχε πάντα μαζί του, μαζεύτηκε προς τα πίσω στις φωνές του αφέντη του. Οι δύο γυμνοί άντρες χαμήλωσαν το κεφάλι περιμένοντας την τιμωρία από τον αξιωματικό τους. Αν δεν τους κλείδωνε στα μπουντρούμια και δεν τους έστελνε στον δήμιο σίγουρα θα περνούσαν το υπόλοιπο της θλιβερής ζωής τους να φρουρούν τα νότια σύνορα μέσα στην κακουχία και την αφόρητη ζέστη.
«Ανέφεραν πως είχαν σταλθεί από εσάς. Ο ένας από αυτούς δηλαδή» τόλμησε να απαντήσει ο νεαρός μα γρήγορα σώπασε από παρότρυνση του διπλανού του.
«Α, μάλιστα» ο Άντερσον σηκώθηκε και με χέρια πίσω από την πλάτη του βημάτισε μπροστά τους «Αν έρθω δηλαδή εγώ και σας πω πως με έχει στείλει ο ίδιος ο εξοχότατος να μεταφέρω το χρυσάφι του στρατοπέδου, θα μου επιτρέπατε κάθε είσοδο, αυτό θέλετε να πείτε;»
Τα μάτια του μικρού γούρλωσαν στην διαπίστωση των ανόητών του λέξεων. Έριξε το κεφάλι και χτύπησε τη γροθιά του στο στήθος «Φ-Φυσικά και όχι, κύριε!»
«Φυσικά και όχι» επανέλαβε ο Άντερσον «Και γιατί τότε ρε ανόητα πλάσματα επιτρέψατε σε δύο κοινούς κλέφτες να σας γδύσουν και να γελοιοποιήσουν έτσι τους στρατιώτες μου;! Εμένα τον ίδιο και τον εξοχότατο;! Ε;!» καμία απάντηση. Ο αξιωματικός αναστέναξε απογοητευμένος και έγειρε το κορμί του στην άκρη του τραπεζιού. «Θα μπορούσα εύκολα να σας ξυλοκοπήσω μέχρι να φτύσετε το γάλα που οι άμοιρες οι μανάδες σας σας τάιζαν, και πιστέψτε με θα το έκανα με μεγάλη ευχαρίστηση εγώ ο ίδιος» πήρε μια βαθιά ανάσα, δίνοντας κυριολεκτικά μάχη με τον εαυτό του για να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Ο Νταγκ, το πιστό του σκυλί, στάθηκε πλάι στον αφέντη του και έριξε το βλέμμα πάνω του. Τα καστανά του μάτια έκρυβαν λατρεία για τον πρόσωπο του Άντερσον˙ ένα βλέμμα στο οποίο ο άνδρας δεν μπορούσε να αντισταθεί. Ευθύς ακούμπησε το χέρι του πάνω στο κεφαλάκι του και το χάιδεψε απαλά. «Μάθαμε τί αναζητούσαν, Γκρέγκορυ;»
«Δεν λείπει τίποτα» ένας γκριζομάλλης άνδρας, φανερά πιο αδύνατος από τους άλλους τρεις, άφησε στο τραπέζι την αναφορά. «Έπειτα από την ανακάλυψη των...» κοίταξε επικριτικά τους δύο νεαρούς «λαβωμένων φρουρών, έδωσα διαταγή να ελεγχθεί κάθε σπιθαμή τόσο του κάστρου όσο και των προμηθειών, από την τροφή και τα όπλα ως και το θησαυροφυλάκιο. Τίποτα δεν κλάπηκε προς καλή μας τύχη».
«Τύχη το θεωρείς αυτό, Γκρέγκορυ; Να γελοιοποιούμαστε με τέτοιο τρόπο;»
«Ησυχάστε, κύριε. Δεν έχει τελειώσει τίποτα και δεν είναι ανάγκη να μαθευτεί το οτιδήποτε, ακόμα. Έχω φροντίσει εγώ ο ίδιος ώστε η κάθε έξοδος να φρουρείται καλύτερα κι από το παλάτι. Είναι αδύνατον να έχουν φύγει μακριά. Κάπου κρύβονται».
«Σαν τα ποντίκια. Πολύ καλά, λοιπόν. Εσείς» έριξε όλη του την προσοχή στους άνδρες «Βάλτε τις πανοπλίες σας και δεν θέλω να σας δω ξανά μπροστά μου εάν δεν έχετε στα χέρια σας τους εισβολείς. Δείτε το σαν μια ευκαιρία για....εξιλέωση» χαμογέλασε «ΚΟΥΝΗΘΗΤΕ!» φώναξε και ευθύς υπάκουσαν δίχως καθυστέρηση.
«Έχετε ένα λεπτό, κύριε μου;» ο Γκρέγκορυ έκλεισε τη πόρτα πίσω από τους φρουρούς που χάθηκαν.
«Αρκεί να μην πρόκειται για κακά, νέα. Μονάχα αυτό σου λέω. Έχω στερέψει από υπομονή».
«Φυσικά και όχι. Δεν νομίζεται όμως πως φερθήκατε κάπως...σκληρά. Είναι παιδιά ακόμα. Τώρα μαθαίνουν».
«Δύο παιδιά τα οποία θα μπορούσαν να είχαν επιτρέψει σε κάποιον πολύ πιο επικίνδυνο να τριγυρνά στο κάστρο. Δεν ήρθαν εδώ για να παίξουν αλλά για να μάθουν να προστατεύουν και να υπακούν».
«Μα, φυσικά. Η οργή σας είναι δικαιολογημένη, αλλά όλοι αξίζουν δεύτερη ευκαιρία, σωστά;»
Ένα μικρό μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη του Άντερσον «Και τους την πρόσφερα. Μια δεύτερη ευκαιρία που εσύ, αγαπητέ μου, θα φροντίσεις να εκμεταλλευτούν σωστά. Γίνε η σκιά τους. Ανέκαθεν είχες ταλέντο σε αυτό».
Ο Γκρέγκορυ υποκλίθηκε ταπεινά «Δεν θα σας απογοητεύσω».

Δημοπρασία ΚλεφτώνWhere stories live. Discover now