"ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΗΡΩΑ"

Start from the beginning
                                    

Από την στιγμή, ωστόσο, που η πόρτα του σχολείου σφάλισε για τις καλοκαιρινές διακοπές, στο μυαλό του Λάμπρου απλώθηκε θολούρα. Καθώς έχασε το προσωρινό του κίνητρο να επιβιώνει μέρα με τη μέρα, ο πόνος τον κατέκλυσε και πάλι. Μέσα Ιουλίου ήταν ή πλησίαζε το τέλος του μήνα; Καμία διαφορά δεν είχε. Τις περισσότερες μέρες, δεν άντεχε την σκέψη ότι ο πατέρας του και η αγαπημένη του θεία βρίσκονταν κάτω από μια μαρμάρινη πλάκα. Άλλες φορές πάλι, εκούσια ή ακούσια, τα βήματα του τον πήγαιναν σε κείνο το σημείο της γης που φάνταζε ότι φύλαγε όλο του το οξυγόνο. Σαν έφτανε, βαριά σαν μολύβια γίνονταν τα πόδια του και τον κρατούσαν εκεί για ώρες καθηλωμένο. Μια φορά, μάλιστα, είχε αρχίσει να σουρουπώνει, αλλά το βλέμμα του Λάμπρου ήταν καρφωμένο στις φωτογραφίες των συγγενών του, μήπως και του έδιναν κάποια πιο λογική εξήγηση για αυτά που είχαν προκαλέσει τόσο πόνο στην ψυχή του. Μόνο το απαλό χάδι της Λενιώς του, που ήξερε πάντα ότι εκεί θα τον βρει, στάθηκε ικανό να τον επαναφέρει. "Λάμπρο μου, θα νυχτώσει σε λίγο", του είπε τρυφερά. Τον κράτησε σφιχτά απ' το χέρι και τον οδήγησε πίσω στο σπίτι τους.

Υπήρχαν, επίσης, και άλλες ημέρες που ο Λάμπρος ξεκινούσε με βήματα αποφασισμένα να βρεθεί δίπλα στους αγαπημένους του αγγέλους. Αλλά όσο έτοιμος κι αν ένιωθε αρχικά, κάπου στη μέση της σκάλας τα πόδια του τρέκλιζαν. Παρατούσε τότε την αρχική του απόφαση και χωρίς αντοχές πια, καθόταν στη μέση της σκάλας. Στο ίδιο σημείο όπου ορκίστηκε να μην φύγει απ' το πλευρό της Ελένης του, ακόμα κι όταν έμαθε το πιο σκοτεινό μυστικό της. Στο ίδιο σημείο όπου βρήκε την Ελένη και τις αδερφές της μετά την μανιασμένη επίθεση που λίγο έλειψε να τους στοιχίσει τη ζωή εκείνη την τραγική μέρα. Καθόταν εκεί ασάλευτος για ώρες, με το σώμα άδειο από δύναμη και το μυαλό άδειο από σκέψεις. Τον έβλεπε η Λενιώ από το σπίτι και η ψυχή της βούλιαζε, αλλά ήξερε πως εκείνες τις στιγμές κανέναν δεν ήθελε στο πλευρό του. Μόνο όταν πλησίαζε το δειλινό έκανε να τον σιμώσει. Καθόταν τότε πλάι του και τον αγκάλιαζε στοργικά. "Πες τα μου πάλι", της ζητούσε ο Λάμπρος με αδύναμη φωνή και εκείνη χατίρι δεν του χαλούσε ποτέ. Χαϊδεύοντας του τα μαλλιά, του εξιστορούσε ξανά και ξανά όσα έγιναν στο σπίτι τους εκείνες τις ώρες, από τη στιγμή που εκείνος τις άφησε στην προστασία του πατέρα του για να βοηθήσει στην μάχη με τις φλόγες. Καταλάβαινε την ανάγκη του να ακούει ότι δεν έφυγε άδικα ο μπαμπάς του, ότι ήταν όντως ο ήρωας που φάνταζε στα μάτια του από τότε που πήγε στον πόλεμο. Ίσως η αφήγηση αυτή ήταν λύτρωση και για την Ελένη που με κάθε λέξη ένιωθε την καρδιά της να ραγίζει και να ξαλαφρώνει ταυτόχρονα. Και σαν στέρευαν και τα λόγια και τα δάκρυα, έμπλεκε γερά το χέρι της στο δικό του και τον οδηγούσε στην κάμαρη τους.

Το Όνομα του ΉρωαWhere stories live. Discover now