Αλλόκοτη συντροφιά.

292 29 9
                                    

Όταν ένας από τους άντρες του ενημέρωσε το Σπήλιο ότι η κόρη του με την Θεοφανώ επέστρεψαν παρέα με το Λάσκαρη τεντώθηκε σαν γάτος. Δεν θα το παραδεχόταν ποτέ, αλλά τον συμπαθούσε αυτό το νέο. Αν δεν ήταν γιος του Τζανέτου ίσως και να άφηνε να χαρεί ότι θα γινόταν γαμπρός του αλλά τώρα έπρεπε να μένει ανέκφραστος. Πράγμα δύσκολο, αφού ήθελε να χαμογελάει κάθε φορά που έβλεπε την αδερφή του τόσο ευτυχισμένη.

Όταν η ιστορία για τους δυο τους είχε βγει στο φως ήταν διστακτικός, είχε και τη μάνα του να του τριβελίζει το μυαλό... αλλά τελικά ίσως και να ήταν για καλό. Στο κάτω κάτω δεν είχαν πια να χωρίσουν τίποτα. Ίσα ίσα που αν ενώνονταν οι φαμίλιες τους μόνο ευημερία θα έφερνε σε όλους. Το έβλεπε ήδη. Το εμπόριο είχε αρχίσει να ανθίζει μιας που πλέον αγόραζαν την πραμάτεια τους και οι Λασκαραίοι με τους συμμάχους τους και αυτοί δεν χρειαζόταν πλέον να τρέχουν μέχρι την πόλη για να αγοράσουν πράματα που είχαν οι Λασκαραίοι.

Σηκώθηκε από την καρέκλα του και έριξε ένα πανωφόρι στους ώμους του για να βγει έξω. "Κρυώνεις κύρη μου;" Τον ρώτησε η Γερακίνα κρατώντας την κοιλιά της. Ήταν έγκυος πάλι και είχε αρχίσει να φουσκώνει. Ο Πετρούνης, ο μικρός τους γιος, που σπούδαζε παπάς στην Αερόπολη τους είχε μηνήσει ότι θα έρθει να τους δει μόλις μπορέσει αλλά η Γερακίνα αστειευόταν ότι μέχρι να έρθει θα γεννήσει. "Γέρασα κοκόνα μου, δεν βράζει πλέον το αίμα μου. Και κάλιο να ζεσταθώ και να το βγάλω παρά να αρπάξω καμιά πούντα Πασχαλιάτικα." Της είπε. Εκείνη χαμογέλασε και τον έπιασε από το μπράτσο για να την βοηθήσει να περπατήσει.

Γύρω από τη φωτιά κοντά στο σιδηρουργείο του Φρίξου ήδη είχε στηθεί ένα μικρό γλέντι που ο Σπήλιος δεν περίμενε ποτέ να δει. Ο Αντρέι καθόταν δίπλα στη Θεοφανώ που ήταν τυλιγμένη με το παλτό που τόσο ζήλευε αλλά δεν θα παραδεχόταν ποτέ. Η κόρη του χαχάνιζε πιο 'κει με ένα μπασμένο ενώ η κόρη του Δραγουμάνου δεν έπαιρνε τα μάτια της από τον φίλο του γαμπρού του που γυρνούσε επιδέξια τα ψάρια στη φωτιά. Την αλλόκοτη αυτή συντροφιά συμπλήρωνε ο Φρίξος, με μια από τις κοπελιές του καταυλισμού... Μορφούλα θαρρούσε πως την έλεγαν αλλά και ο μεγάλος γιος του Μιχαήλ, ο Μάρκος με μια όμορφη μελαχρινή κοπέλα που μάλλον ήταν η αρραβωνιαστικιά του. Ενώ παραδίπλα καθόταν ο Θράσος με την Σκεύω. Οι δυο τους ήταν οι μόνοι που έδειχναν λίγο άβολα αλλά ο Σπήλιος δεν τους παρεξηγούσε. Μέχρι πριν λίγες μέρες ήταν εχθροί. Τους κοίταξε όπως έκαναν χωρατά και γελούσαν και έστριψε τα βήματά του προς την άλλη μεριά.

Η Γερακίνα τον κοίταξε απορημένη. "Άσε τα χαϊβάνια να χαρούν τα νιάτα τους. Και εμείς πάμε να ξεπιαστούμε λιγάκι. Τρίζουν τα κόκαλά μου." "Απ'τα γεράματα είναι." Τον πείραξε η γυναίκα του. "Μόλις γεννηθεί το τουφέκι μας θα ξανανιώσεις." "Γερό να 'ναι γυναίκα. Και να ζήσει να μας θάψει και ας είναι ό,τι θέλει κοκόνα μου." Της είπε και της φίλησε τα μαλλιά.

...

"... και κάνει ένα έτσι, και πάρτη μέσα στη θάλασσα. Σα βρεγμένο γατί την είχε βγάλει ο Θράσος." Έλεγε ο Φρίξος και όλοι έσκασαν στα γέλια, εκτός από τη Θεοφανώ που είχε γίνει κατακόκκινη. "Ήμουν εφτά χρονών... Δεν ήταν και τόσο αστείο." Υπερασπίστηκε τον εαυτό της η κοπέλα και αγριοκοίταξε τον Αντρέι που κρατιόταν για να μην γελάσει. "Ήταν...!" Κατάφερε να πει ο Θράσος ανάμεσα στα γέλια του. "Πανάθεμά σε..." είπε σκασμένος στο Φρίξο "... που το θυμήθηκες;" "Καλά, και ο Αντρέι δεν πήγαινε πίσω όταν ήταν μικρός." Πετάχτηκε ο Μάρκος και όλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν. Ακόμη και ο Αντρέι που έδειχνε να μην έχει καταλάβει για ποια ιστορία μιλούσε.

"Έχουμε κάτι καρυδιές στη μεριά μας, από αυτές που κάνουν τα μεγάλα τα καρύδια... τα καλά. Μια φορά λοιπόν όταν ήταν ακόμα φρέσκα αποφάσισε η θειά μου ότι θέλει να κάνει γλυκό και ο Αντρέι είχε την φαεινή ιδέα αντί να τινάξουμε τους καρπούς με καλάμια να ανέβει πάνω να τα κόψει με το χέρι..." είπε και άρχισε να γελάει μόλις είδε την τρομοκρατημένη φάτσα του ξαδέρφου του. Ο Τζανής χτυπιόταν ήδη από τα γέλια ενώ του Κοσμά πήγαν να του πέσουν τα ψάρια μόλις θυμήθηκε και άρχισε να γελάει. "ΕΠΕΣΕ;" Τρομοκρατήθηκε η Θεοφανώ και ο Αντρέι γύρισε να την κοιτάξει. "Όχι!" Είπε ο Τζανής προσπαθώντας να πάρει ανάσα. "Κοίταξε κάτω..." Συνέχισε μην μπορώντας να σταματήσει να γελάει. "Ήταν ψηλά και τρομοκρατήθηκα. Έμεινα εκεί πάνω κανένα δίωρο μέχρι να πάνε να φωνάξουν τον πατέρα μου να με κατεβάσει." Είπε κατακόκκινος από ντροπή.

Η Θεοφανώ έβαλε το χέρι της στο δικό του και χάιδεψε το μπράτσο του. "Φοβάσαι ακόμα;" Του ψιθύρισε ενώ οι άλλοι είχαν αρχίσει ήδη να λένε την επόμενη ντροπιαστική ιστορία αυτή τη φορά με πρωταγωνιστή τον Θράσο. "Όχι ψυχή μου, δεν με φοβίζουν τα ύψη πια." Την διαβεβαίωσε και έβαλε μια μπούκλα από τα μαλλιά της πίσω απο το αυτί της. Χαμογέλασε και η Θεοφανώ τον κοίταξε απορημένη. "Δεν ξέρεις πόσο ευτυχισμένο με κάνει το γεγονός ότι πλέον μπορώ να βάζω τις μπούκλες σου στη θέση τους." Της ψιθύρισε και εκείνη έγινε κατακόκκινη. "Να τις αφήνω κάτω επίτηδες τότε." Του είπε και ο Αντρέι χαχάνισε. "Θα μπορούσες..." Είπε και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί που κανείς άλλος δεν είδε.

// Με ενοχλεί τόσο πολύ το γεγονός ότι δεν έχω αποφασίσει ακόμα πια κοπέλα θα παντρευτεί το Μάρκο χαχαχαχα Αν έχετε προτάσεις αφήστε τες στα σχόλια, έστω και αν είναι απλά ένα άσχετο όνομα. Κατά τα άλλα ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο. Ανυπομονώ για τα σχόλια σας.

Ψεύτικοι ΕραστέςWhere stories live. Discover now