Μόνος...

98 17 17
                                    

Κρύο.... Γιατί κρυώνω; Γιατί δεν μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου;

Η Marinette! Που είναι; τι της συνέβη;

Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι ήταν μια τεράστια λευκή λάμψη.
Μετά όλα ήταν σκοτεινά.

Κάτι νιώθω να με αγγίζει, κάτι υγρό και κρύο... Νερό;

Τα βλέφαρά που ανοίγουν με δυσκολία, κάνοντας με να αντικρίσω τον ουρανό. Γιατί έχει τόση ησυχία;
Ούτε το κελάηδημά των πουλιών δεν ακούγεται. Σαν να είναι όλοι τους νεκροί.

Παρά την ζαλάδα και τον πονοκέφαλο που αισθάνομαι καταφέρνω να ανασηκωθώ. Μένω ακίνητος, έντρομος με αυτό που αντικρίζω μπροστά μου.
"Lady μου;" Η φωνή, όπως και το σώμα μου τρέμει κοιτάζοντας το άψυχο βλέμμα της. Πετάγομαι όρθιος, με το νερό να έχει φτάσει τους αστραγάλους μου και την πλησιάζω.

Εγώ... Εγώ της το έκανα αυτό;

Την σκότωσα...

Την σκότωσα!

Δάκρυα απειλούν να χυθούν από τα μάτια μου.
Η καταστροφή μου πότε δεν λειτουργούσε έτσι στους ανθρώπους.
Δεν τους μετέτρεπε σε πέτρα...

"Lady μου." Επαναλαμβάνω και αγγίζω το παγωμένο μάγουλο της απαλά, σαν να φοβάμαι πως θα την πληγώσω. Τα δάκρυα έχουν αρχίσει να κυλάνε ανεξέλεγκτα στα μάγουλα μου.
"Συγγνώμη!" Φωνάζω, αν και γνωρίζω πως αυτήν την φορά η συγγνώμη δεν μπορεί να διορθώσει τίποτα
"Συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη!" Της λέω κλαίγοντας και παίρνω μια τρεμάμενη ανάσα.
Περίμενα μια στιγμή... Μήπως ακούσω την φωνή της.
Μένω με την ελπίδα του ότι όλα αυτά είναι ένας εφιάλτης... Πως έχω κοιμηθεί κοντά της και σε λίγο θα με ξυπνήσει.

Τίποτα από αυτά δεν έγινε...

Δεν ξύπνησα ποτέ από τον υποτιθέμενο εφιάλτη μου.
Αντιθέτως, τον ζούσα πραγματικά.

Το νερό κοντεύει να φτάσει την μέση μου και συνεχίζει να ανεβαίνει.
Αν δεν θέλω να πνιγώ πρέπει να ανέβω κάπου ψηλά.

Ανεβαίνω σε κάτι κτήρια και τρέχω.
Κοιτάζω γύρω μου για να διαπιστώσω πως όλοι τους έχουν γίνει πέτρα.
Είμαι μόνος...
"Με ακούει κανείς!" Φωνάζω. Όμως δεν παίρνω ποτέ καμία απάντηση.
Όλοι τους είναι νεκροί.
Πηγαίνω στον Πύργο του Μονπαρνάς και κάθομαι στην άκρη, εδώ συνήθως συναντιόμασταν με την Ladybug για περιπολίες.

Και μετά την σκότωσα.

Αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο να ξανά κλάψει.

Δεν θα την ξανά ακούσω να μιλάει.
Δεν θα την ξανά ακούσω να γελά.
Δεν θα ξανά νιώσω το άγγιγμα της.

Τίποτα.

Πλέων θα είναι μόνο στην φαντασία μου...

Τα αγάλματα τον άνθρωπος έχουν χαθεί κάτω από το νερό, μαζί και τον δικό της... Και του πατέρα μου.
Προσπάθησα να του αντισταθώ αλλά δεν θα κατάφερα...

Εσύ φταις για όλα.

Ακούγεται μια φωνή στο κεφάλι μου.

Εσύ κατέστρεψες την πόλη.

Το ξέρω.

Εσύ σκότωσες τόσο κόσμο.

Το ξέρω.

Εσύ την σκότωσες.

Το ξέρω.

Είσαι ένα τέρας.

Είμαι.

"Μακάρι να είχα πεθάνει!" Ουρλιάζω ανάμεσα στους λυγμούς μου.

Όλα θα ήταν καλύτερα τότε.
Δεν θα είχα φέρει τέτοια καταστροφή.
Όλοι τους θα ήταν μια χαρά χωρίς εμένα.

Δεν είχα καταλάβει πως είχα κάνει τα χέρια μου γροθιά και πως τα νύχια μου είχα σκίσει την στολή και το δέρμα μου.

Κοιτάζω την παλάμη μου, της μικρές γρατσουνιές που έχει και το λίγο αίμα που λερώνει την λευκή στολή.

Ίσως ο πατέρας μου να είχε δίκιο...
Ίσως έπρεπε να του δώσω το Miraculous μου για να φέρει πίσω την μαμά...

Όχι όχι...

Αν το έκανα αυτό, κάποιος έπρεπε να πεθάνει...

Αλλά αν η Marinette μου έλεγε ψέματα;

Αποκλείεται...

Πανικοβάλλομαι.

Έκανα το σωστό; το λάθος;

Τι έκανα;!

Η φωνή στο κεφάλι μου ξανά εμφανίστηκε.

Δεν σε αγάπησε ποτέ!

Σκάσε.

Ήσουν πάντα μόνος.

Όχι.

Κάνεις δεν σε αγάπησε πραγματικά.

Εκείνη το έκανε.

Ο πατέρας σου ήθελε απλά να σε χρησιμοποιήσει.

"Σκάσε! Σκάσε!" Φωνάζω πιάνοντας το κεφάλι μου.

Όλες αυτές οι φωνές...
Τόσα ερωτήματα...
Τόσες αλήθειες...
Τόσα ψέματα...

Θα με τρελάνουν.

Τα χέρια μου τρέμουν.

Σταμάτα το.

Είσαι μόνος...

Κάνεις δεν θα σε ακούσει να κλαις...
Κάνεις δεν θα σε ακούσει να ουρλιάζεις...

Κανείς...

Παίρνω μια ανάσα και αρχίζω να μουρμουράω ένα τραγούδι που μου έμαθε η μητέρα μου.

"Μικρός Γατούλης στην οροφή, ολομόναχος χωρίς την Lady του..."

Και τότε την άκουσα.

"Cat Noir;"

Μάλλον δεν είμαι πλέων μόνος.

𝓐𝓵𝓸𝓷𝓮  (𝑂𝑛𝑒𝑆ℎ𝑜𝑡 𝑆𝑡𝑜𝑟𝑦)      Место, где живут истории. Откройте их для себя